Από την πάντα ενδιαφέρουσα ιστοσελίδα της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Μαλεβιζίου αναδημοσιεύουμε το ακόλουθο άρθρο του αρχαιολόγου και εκλεκτού φίλου Γιώργου Τζωράκη:
Σαν σήμερα, 11 Ιουλίου 1941, πεθαίνει στο σπίτι του, στο Boar’s Hills της Οξφόρδης, ο αρχαιολόγος Sir Arthur Evans (1851-1941), τρεις ημέρες μετά τον εορτασμό των εννενηκοστών γενεθλίων του.
Αναγνωρισμένος ως εξέχων αρχαιολόγος, Επιμελητής ήδη του Ashmolean Museum της Οξφόρδης, και πολυταξιδεμένος, έφτασε στην Κρήτη για πρώτη φορά το 1894, αναζητώντας ένα άγνωστο σύστημα προϊστορικής γραφής, που ο ίδιος είχε υποθέσει, βασιζόμενος σε σύμβολα πάνω σε αρχαία αντικείμενα προερχόμενα από τη Μεγαλόνησο (σφραγιδολίθους).
Σε σύντομο χρονικό διάστημα θα καταλήξει στη διατύπωση της θεωρίας του για δύο συστήματα γραφών στην προϊστορική Κρήτη. Μιας θεωρίας που σύντομα θα αναπτύξει στο πρώτο πολύτιμο αρχαιολογικό σύγγραμμά του (1895), με το οποίο εγκαινιάζεται η έκδοση των εκατοντάδων δημοσιεύσεών του για την κρητική αρχαιολογία.
Έχοντας εξασφαλίσει την εύνοια του Ιωσήφ Χατζιδάκη, προέδρου του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου, που είχε πετύχει να ορίζει τη μοίρα των κρητικών αρχαιοτήτων, κατάφερε να εξαγοράσει ήδη από το 1895 μέρος των αγρών στο λόφο της Κεφάλας, την οποία ξένοι περιηγητές και προδρομικές έρευνες του Ηρακλειώτη Μίνωα Καλοκαιρινού είχαν συσχετίσει με την μυθική πρωτεύουσα του Μίνωα, την Κνωσό.
Η φιλία με τον Χατζιδάκη και η εξαγορά των εκτάσεων της Κεφάλας εξασφάλισε για τον Έβανς την περιπόθητη ανασκαφή στην αρχαία Μητρόπολη, για την οποία είχαν μοχθήσει δεκάδες ενδιαφερόμενοι πριν από αυτόν, μεταξύ άλλων και ο ανασκαφέας της Τροίας και των Μυκηνών, E. Σλήμαν.
Οι Χριστιανοί της Κρήτης χρωστούσαν άλλωστε πολλά στον Έβανς ο οποίος, τα δύσκολα χρόνια της σκλαβιάς που προηγήθηκαν, είχε ενισχύσει σημαντικά τον αγώνα τους με υλική και κυρίως διπλωματική βοήθεια.
Οι έρευνες του Έβανς στην Κνωσό δε θα ξεκινήσουν, όμως, πριν το 1900, όταν οι πολιτικές συνθήκες που δημιουργούσε η αυτονομία τους Κρήτης με το καθεστώς της Κρητικής Πολιτείας, ευνοούσαν την διεξαγωγή μεγάλων ανασκαφών, βασισμένων στους νομούς του νεοσύστατου Κράτους, και κυρίως χωρίς τον αρχέγονο φόβο της μεταφοράς των ευρημάτων στην Κωνσταντινούπολη.
Τρεις ανασκαφικές περίοδοι με ένα πλήθος εργατών, που συχνά ξεπέρασε και τους 200, υπό την πολύτιμη επίβλεψη του έμπειρου αρχαιολόγου D. Mackenzie, υπήρξαν αρκετές για την ολοκληρωτική σχεδόν ανακάλυψη του τεράστιου και πολυτελούς κτίσματος, που ο Έβανς ταύτισε γρήγορα με το ανάκτορο του Μίνωα. Τα επόμενα χρόνια θα αφιερωθούν σε συμπληρωματικές έρευνες για την επίλυση χρονολογικών ζητημάτων του ανακτόρου και βέβαια στη στερέωση των ερειπίων, η ευπάθεια των οποίων φάνηκε από την αρχή ότι επέβαλε δραστικές λύσεις.
Ιδίως μετά τον Ά Παγκόσμιο Πόλεμο οι ανάγκες διατήρησης των απειλούμενων από τη φθορά αρχαίων ερειπίων θα στρέψουν τον Έβανς στην υιοθέτηση τολμηρών λύσεων που περιέλαβαν συχνά την πλήρη αποκατάσταση των αρχιτεκτονικών στοιχείων του ανακτόρου. Η εισαγωγή της καινοφανούς τεχνικής του οπλισμένου σκυροδέματος (beton arme) διευκόλυνε τα σχέδια του Έβανς και των αρχιτεκτόνων του, οι οποίοι αποκαθιστούσαν πλέον με τσιμέντο όλα τα ξύλινα στοιχεία του ανακτόρου, κίονες δοκούς, ξυλοδεσιές η και ολόκληρους τομείς του ερειπωμένου οικοδομήματος.
Οι πρακτικές αυτές προκάλεσαν γρήγορα αντιδράσεις στους σχετικούς κύκλους, εν πολλοίς δικαιολογημένες, οι οποίες συνεχίζονται έως σήμερα. Δεν πρέπει όμως να παραβλέπεται ότι, όπως επισημάνθηκε εγκαίρως, χάρη σε αυτές τις ανεπίτρεπτες σήμερα, αποκαταστάσεις, αφενός έγινε αναγνώσιμη η σύνθετη και ευφυής αρχιτεκτονική μορφή των ανακτορικών οικοδομημάτων, και αφετέρου, σώθηκαν, οριστικά, τα υποκείμενα αρχαία ερείπια που -λόγω της φύσης των ευπαθών υλικών τους- απειλούνταν, κυριολεκτικά, με αφανισμό.
Πολύτιμος καρπός της πολυετούς εργασίας του Έβανς στην Κρήτη, εκτός βέβαια από τους αρχαιολογικούς θησαυρούς της Κνωσού και άλλων θέσεων, καθώς και τα εκατοντάδες επιστημονικά άρθρα, υπήρξε το τετράτομο έργο του “The palace of Minos at Knossos”, που ο Έβανς ξεκίνησε να δημοσιεύει το 1921 και ολοκλήρωσε το 1935: μια πραγματική εγκυκλοπαίδεια για έναν άγνωστο πολιτισμό, Μινωικό τον ονόμασε ο ανασκαφέας, που αναδυόταν εκείνα ακριβώς τα χρόνια και ερμηνεύτηκε με επάρκεια για τα μέτρα της εποχής.
Ο Έβανς, ο οποίος αφιέρωσε ολοκληρωτικά 40 χρόνια της ζωής του και το σύνολο της τεράστιας περιουσίας του για τις ανασκαφές και τις αναστηλώσεις της Κνωσού, ευτύχησε να τιμηθεί όσοι λίγοι άνθρωποι εν ζωή και να δεχτεί τιμές και διακρίσεις από πνευματικούς κύκλους και ιδρύματα σε ολόκληρο τον κόσμο και βέβαια στην Ελλάδα.
Το 1935 ο Έβανς, ήρθε για τελευταία φορά στην Κρήτη, σε ηλικία 84 ετών, και ο κρητικός λαός τον τίμησε με λαμπρές εορτές προς τιμήν του από τον Δήμο Ηρακλείου, οι οποίες κορυφώθηκαν με τα αποκαλυπτήρια της προτομής του μπροστά στο ανάκτορο της Κνωσού. Λίγα χρόνια άλλωστε πριν ο Δήμος Ηρακλείου τον είχε κάνει επίτιμο δημότη του και ένας κεντρικός δρόμος έφερε ήδη το όνομα του.
Ήδη από το 1926 ο Έβανς είχε κληροδοτήσει το σύνολο των εκτάσεων της αρχαίας Κνωσού, των βοηθητικών εγκαταστάσεων και την κατοικία του, την περίφημη Βίλα Αριάδνη, την κατοικία του στην Κνωσό, στη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή της Αθήνας. Αρκετά χρόνια αργότερα το σύνολο της δωρεάς του Έβανς θα παραχωρηθεί από τη Βρετανική Σχολή στο Ελληνικό Κράτος, όπου ανήκει έως σήμερα.
Τον Μάιο του 1941 ο Άρθουρ Έβανς, που είχε εργαστεί πολύ στον καιρό του για την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Οθωμανούς, θα πληροφορηθεί με οδύνη την κατάληψη της Βίλας Αριάδνης από τις ναζιστικές δυνάμεις για την εγκατάστασή τους στο Ηράκλειο.
Σήμερα, εκατομμύρια επισκέπτες από όλο τον κόσμο επισκέπτονται το ανάκτορο της Κνωσού, γεγονός που κατατάσσει το μνημείο μεταξύ των πρώτων σε δημοφιλία και αναγνωρισιμότητα αξιοθέατα του κόσμου.
Στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Μαλεβιζίου, δεν υπάρχει δυστυχώς το πολύτομο και πολύτιμο “Palace of Minos, «η Βίβλος της κρητικής αρχαιολογίας», όπως χαρακτηρίστηκε, ή κάποιο άλλο από τα εκατοντάδες ακόμη δημοσιεύματα του Sir Arthur Evans.
Η Δημοτική Βιβλιοθήκη Μαλεβιζίου διαθέτει όμως τον “Μινώταυρο” του T. A. MacGillivray (εκδ. Ωκεανίδα, 2000), που αποτελεί μια σύγχρονη βιογραφία του μεγάλου Βρετανού αρχαιολόγου.
Ένα βιβλίο που αν και γράφτηκε με προφανή στόχο την αποκαθήλωση του Έβανς, με υποκειμενικές κυρίως κρίσεις, εν τούτοις δεν την πετυχαίνει. Αντίθετα, με την παράθεση των γεγονότων και των σχετικών τεκμηρίων, αναδεικνύει -έστω και ακουσίως- το μέγεθος της προσωπικότητάς του, τη δύναμη του χαρακτήρα του και εν τέλει την ασύγκριτη προσφορά του στην καταγραφή της Παγκόσμιας Ιστορίας.