24ωρη απεργία, και μάλιστα “προειδοποιητική”, κήρυξε στο λιμάνι του Πειραιά, το συνδικάτο ΕΝΕΔΕΠ, που πατρονάρει το ΠΑΜΕ (δηλαδή το ΚΚΕ) με τα γνωστά σωματεία που επηρεάζει (ΠΕΜΕΝ,ΠΕΕΜΑΓΕΝ, ΠΕΠΡΝ, και τα λοιπά).
Αίτημα της απεργίας: Η υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας που θα καλύπτει όλους τους εργαζόμενους, εφαρμογή του νόμου για τα Βαρέα και Ανθυγιεινά και επαναπρόσληψη και ανανέωση των συμβάσεων όλων των συμβασιούχων.
Κατά την προσφιλή τακτική των, εργατοπατέρες απέκλεισαν την είσοδο στο χώρο του λιμανιού, παρεμποδίζοντας την είσοδο σε όσους, διαφωνώντας, ήθελαν να εργαστούν.
Εξω από τις εγκαταστάσεις του Σταθμού Εμπορευματιβωτίων Πειραιά βρίσκονται αστυνομικές δυνάμεις (που παρακολουθούν από μακριά τα τεκταινόμενα), ενώ η DPort Services, η εταιρεία που διαχειρίζεται ένα μεγάλο φάσμα λιμενικών υπηρεσιών στο εμπορικό λιμάνι, με ανακοίνωσή της ζητεί την ανεμπόδιστη είσοδο των εργαζομένων που θέλουν να απασχοληθούν στο λιμάνι, όπως άλλωστε προβλέπει και ο νόμος, ενώ εκφράζει την «ανησυχία της σχετικά με την εύρυθμη λειτουργία του σταθμού εμπορευματοκιβωτίων κάνοντας λόγο για «απίστευτης μορφής μεθόδευση που υποκινείται από κομματικούς μηχανισμούς με στόχο το λιμάνι».
«Θα πρέπει να γίνει γνωστό ότι με τις μεθοδεύσεις αυτές εμποδίζεται η εύρυθμη λειτουργία του λιμανιού με καταστροφικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία, για την εφοδιαστική αλυσίδα αλλά και για τους περισσότερους από 5.000 εργαζόμενους και συναλλασσόμενους με το μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου», αναφέρει η DPort Services.
Με αφορμή όλα αυτά, ας κάνουμε κάποιες σκέψεις (προς το παρόν, αυτό μας επιτρέπεται).
ΣΚΕΨΗ 1η:
Το δικαίωμα της απεργίας, είναι κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα. Αλλά και της εργασίας, επίσης. Κατοχυρωμένο, υποτίθεται πως είναι, και το δικαίωμα της ελεύθερης και ψύχραιμης σκέψης του κάθε πολίτη.
Επειδή ζούμε σε κοινωνία οργανωμένη και όχι σε στάνη αιγοπροβάτων, κάθε υπεύθυνος πολίτης έχει το περιθώριο, και το δικαίωμα, να σκεφτεί, αν και κατά πόσο μια απεργία τον εκφράζει, ώστε να πράξει ανάλογα, να συμμετάσχει ή να απέχει.
Αυτό το δικαίωμα, όπως είναι παγκοίνως γνωστό, δεν το αναγνωρίζουν οι επαγγελματίες συνδικαλιστές, οι οποίοι ζουν από τον κομματικό μισθό τους.
ΣΚΕΨΗ 2η:
Κάποτε, πριν λίγες δεκαετίες, σε αυτή τη χώρα, είχαν γίνει σημαντικές επενδύσεις σε βιομηχανικούς και άλλους τομείς. Είχαν στηθεί εργοστάσια, που απασχολούσαν αρκετές χιλιάδες εργαζομένους, και είχαν αρχίσει να παράγουν διάφορα χρήσιμα προϊόντα, ηλεκτρικές και ηλεκτρονικές συσκευές, μέχρι και αυτοκίνητα.
Τα χρόνια εκείνα, την Ελλάδα δεν κυβερνούσαν οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι του λαού, αλλά οι επαγγελματίες συνδικαλιστές, καθοδηγούμενοι από γνωστά κομματικά κέντρα. Άρχισαν λοιπόν ένα ατέλειωτο γαϊτανάκι απεργιακών κινητοποιήσεων στις μονάδες παραγωγής.
Όσα από τα εργοστάσια αυτά ανήκαν σε Έλληνες, χρεωκόπησαν και έκλεισαν (ξέχασε κανείς τις λεγόμενες “προβληματικές επιχειρήσεις”;). Όσα ανήκαν σε ξένους, τα μάζεψαν και μετακόμισαν σε άλλες χώρες. Η Ελλάδα αποβιομηχανοποιήθηκε, και ακολούθησαν οι αναπόφευκτες συνέπειες. Η Αττική, αλλά και ολόκληρες πόλεις της περιφέρειας (λ.χ. η Πάτρα) γέμισαν με άνεργους εργατοϋπαλλήλους. Όλα τα βιομηχανικά προϊόντα που μέχρι τότε παράγονταν στην Ελλάδα, παραχώρησαν τη θέση τους σε εισαγόμενα.
Θέλουμε να ελπίζουμε (αλλά αυτό θα αποδειχθεί στην πράξη), πως οι εποχές αυτές παρήλθαν ανεπιστρεπτί. Και πως η σημερινή Ελλάδα, μετά τα όσα υπέστη τα τελευταία χρόνια, δεν κυβερνάται πλέον από επαγγελματίες συνδικαλιστές και μειοψηφίες. Αλλά από την υπεύθυνη Κυβέρνηση, στην οποία ανέθεσε την εξουσία με την ψήφο της η πλειοψηφία του Ελληνικού λαού.
Αντιλαμβανόμαστε πόσο δύσκολο είναι να κυβερνηθεί μια χώρα με τόσα και τέτοια κατάλοιπα, σε δύσκολες εγχώριες και διεθνείς συνθήκες, και με μια αντιπολίτευση ανεύθυνη και αδίστακτη, που κινείται πάντα στα πλαίσια του φθηνού, ανέξοδου και αδιέξοδου λαϊκισμού.
Αξίζει όμως, με κάθε θυσία, να αντιπαρατεθεί η Κυβέρνηση σε όλα αυτά τα διαλυτικά φαινόμενα. Γιατί είναι κρίμα, να καταρρεύσει για μια ακόμη φορά η χώρα και να ξαναρχίσουμε πάλι το ίδιο βιολί, από την αρχή.
Στο κάτω της γραφής, υπάρχουν και κάποια εκατομμύρια Έλληνες πολίτες, που έχουν ακόμη τη δύναμη της ελεύθερης και ανεπηρέαστης σκέψης. Και είναι σε θέση να αξιολογήσουν, και τους μεν, και τους δε.