Γιατί σε μια οικογένεια που νοσούν μέλη της κάποια δεν κολλάνε

Μια από τις καταστάσεις που μελετάται ακόμα με ενδιαφέρον από τους ειδικούς είναι το πώς και γιατί κάποιοι δεν κολλούν κορονοϊό ακόμη κι αν συνυπάρχουν για μέρες, με μέλη της οικογένειάς τους που νοσούν.

Ο επιδημιολόγος και επίκουρος Καθηγητής Δημόσιας Υγείας στην Ιατρική Σχολή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, Θεόδωρος Λύτρας λέει στο Newsbeast πως το θέμα είναι καθαρά τυχαίο και συμπτωματικό. Όπως μας εξηγεί περαιτέρω: «Έναν ρόλο παίζει η στιγμή και ο τρόπος της έκθεσης, δίπλα σε έναν φορέα, σε αυτόν που θα εκκρίνει δηλαδή τα σωματίδια του κορονοϊού.

Ο χρόνος και η διάρκεια της έκθεσης έχουν τη σημασία τους. Παίζουν ακόμα ρόλο ο αερισμός του χώρου όπου συνυπάρχει ο φορέας με τον μη μολυσμένο, οι θέσεις μεταξύ τους. Παίζουν όμως και προσωπικοί παράγοντες ρόλο, όπως οι αμυντικοί μηχανισμοί που διαθέτει ένας οργανισμός που δεν είναι μολυσμένος ή για να το περιγράψω πιο χονδρικά, σε τι κατάσταση βρίσκεται το ανοσοποιητικό του σύστημα.

Οι μελέτες που εξετάζουν την μετάδοση μέσα στις οικογένειες (household transmissions) έχουν δείξει πάντως ότι είναι πάμπολλες οι περιπτώσεις που δεν προσβάλλονται δευτερογενώς, στο 100% τα μέλη μιας οικογένειας που έχουν ένα ή και περισσότερα μέλη που νοσούν.

Σε πάρα πολλές περιπτώσεις, σχεδόν στις περισσότερες θα μπορούσαμε να πούμε, δεν μολύνονται όλα τα μέλη της οικογένειας και σε πολύ λιγότερες βέβαια υπάρχουν και μη εμβολιασμένα μέλη που τελικά δεν κολλούν τον ιό».

Ο ρόλος της φυσικής ανοσίας και της ιντερφερόνης

Ειδικά για αυτό το ενδιαφέρον κομμάτι των ανεμβολίαστων, οι οποίοι δεν θα κολλήσουν τον κορονοϊό αν βρεθούν και συνυπάρξουν, ακόμα και επί μακρόν με έναν φορέα, την απάντηση του τι συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις μας έδωσε ο καθηγητής πνευμονολογίας Θεόδωρος Βασιλακόπουλος.

Όπως μας εξηγεί: «Έχουμε δύο ειδών ανοσίες. Αν έρθουμε σε επαφή με κάποιον, χωρίς να έχουμε καθόλου αντισώματα, έχουμε αυτό που ονομάζεται μη ειδική ανοσία. Και υπάρχει και η ειδική ανοσία– αυτή στην οποία μας εκπαιδεύει το εμβόλιο. Η μη ειδική, η φυσική ή αλλιώς εγγενής ανοσία που έχει ο κάθε άνθρωπος, εξαρτάται από το πόσο ισχυρά παράγει ο οργανισμός του την ιντερφερόνη, και αυτό διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο».

Σημειώνεται ότι η ιντερφερόνη είναι μια ομάδα από πρωτεΐνες που παράγονται και αποδεσμεύονται από τα κύτταρα αντιδρώντας στην παρουσία παθογόνων μικροοργανισμών – ιών, μικροβίων ή παρασίτων – καθώς και στην παρουσία κυτταρικών όγκων.

Επιτρέπουν την επικοινωνία μεταξύ των κυττάρων ώστε να δραστηριοποιούνται οι προστατευτικές άμυνες του ανοσοποιητικού συστήματος και να εξαλείφουν τα παθογόνα κύτταρα. Οι ιντερφερόνες ανήκουν στη μεγάλη κατηγορία των γλυκοπρωτεϊνών που είναι γνωστές ως κυτοκίνες.

Όπως συνεχίζει να εξηγεί ο κος Βασιλακόπουλος: «Κάποιοι άνθρωποι τα πηγαίνουν καλύτερα σε αυτό το κομμάτι της παραγωγής ιντερφερονών από ο, τι άλλοι. Αυτοί με πολύ ισχυρή εγγενή ανοσία καταφέρνουν και δεν κολλούν όντας ανεμβολίαστοι. Είναι λίγες βέβαια αυτές οι περιπτώσεις. Όσον αφορά την μετάδοση του ιού σε έναν εμβολιασμένο, να πούμε εδώ ότι τα mRNA εμβόλια τα πηγαίνουν καλύτερα στην αποτροπή της μετάδοσης σε σχέση με το μονοδοσικό της Johnson & Johnson».

 

Ενδιαφέρον έχει επίσης, η δημοσίευση μιας έρευνας πριν από έναν μήνα από το Imperial College London, η οποία υποδεικνύει ότι άτομα με υψηλότερα επίπεδα Τ-λεμφοκυττάρων (ένας τύπος κυττάρων του ανοσοποιητικού συστήματος),άτομα δηλαδή τα οποία έχουν νοσήσει στο παρελθόνκορονοϊούς του κοινού κρυολογήματος, είχαν μικρότερες πιθανότητες να μολυνθούν με SARS-CoV-2.

Γιατί δεν κολλούν οι εμβολιασμένοι δίπλα σε ένα μέλος της οικογένειας που νοσεί
Μέσα σε όλα αυτά, κάτι που ήδη γνωρίζουμε είναι ότι άνθρωποι κολλούν και νοσούν με κορονοϊό ακόμα και αν έχουν κάνει δύο αλλά και τρεις δόσεις.

Στις περιπτώσεις που ένα μέλος ή και περισσότερα νοσούν πως «γλυτώνει» ο εμβολιασμένος που συνυπάρχει για μέρες μαζί τους;

Την απάντηση μας δίνει ο καθηγητής πνευμονολογίας Νίκος Τζανάκης. Όπως μας λέει «Σε ένα ποσοστό της τάξης του 60% ο εμβολιασμένος προστατεύεται από το να κολλήσει μέσα σε μια ισχυρή έκθεση στον ιό. Χοντρικά, από αυτούς που θα εκτεθούν ισχυρά στον κορονοϊό οι μισοί θα κολλήσουν (περνώντας το ελαφρά ή ασυμπτωματικά) και οι υπόλοιποι όχι.

Σε αυτούς που δεν κόλλησαν καθόλου, όντας εμβολισμένοι, παραμένοντας δίπλα σε έναν άνθρωπο που νόσησε, πιθανόν το εμβόλιο να δούλεψε καλύτερα στον οργανισμό τους.

Πολύ πιθανόν επίσης να έχουν κάνει πρόσφατα την τρίτη ή δεύτερη δόση και να διανύουν την περίοδο όπου βρίσκονται στο πικ της προστασίας τους από τα πολλά αντισώματα που διαθέτουν. Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι να δέχτηκαν μικρό ιικό φορτίο και στη συνέχεια, τηρώντας τα μέτρα προστασίας να μην έλαβαν παραπάνω φορτίο ώστε να οδηγηθούν στη μόλυνση. Και φυσικά, διαφορετικά είναι τα πράγματα αν σε κολλήσει τον ιό κάποιος που είναι ήδη εμβολιασμένος.

«Αυτός θα μεταδώσει χαμηλό ιικό φορτίο. Όσο για τις περιπτώσεις των ανεμβολίαστων που δεν κολλούν αν έρθουν κοντά με ένα κρούσμα, συχνά πρόκειται για νεαρά σε ηλικία άτομα.

Αυτοί, ακόμα και μια δόση να έχουν κάνει, έχουν μια πρώτη ικανοποιητική απάντηση στη μόλυνση. Όσον αφορά στα εμβόλια, αυτά που προστατεύουν περισσότερο από μόλυνση σε τέτοιες περιπτώσεις, βλέπουμε ότι λίγο καλύτερα τα έχει πάει το Moderna, ακολουθεί το Pfizer και μετά το Johnson & Johnson και το Astrazeneca».

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content