Στο Γερακάρι με μια αιωνόβια ξακουστή υφάντρα
Γράφει η Εύα Λαδιά
Ήταν η καλύτερη υφάντρα του Αμαρίου και οι γάμοι προγραμματίζονταν όποτε είχε καιρό να βοηθήσει στο γαμήλιο τραπέζι
Έζησε την τραγωδία του ολοκαυτώματος και της εξορίας αλλά σήμερα στα 100 της χρόνια συνεχίζει να χαμογελά και να σε κερδίζει με τη γλυκύτητά της Είναι η κ. Δέσποινα Ριτσάτου
που συναντήσαμε στο Γερακάρι.
Μάς δέχτηκε με τη γνωστή εκείνη καλοσύνη των ανθρώπων που χαίρονται την ανθρώπινη συντροφιά. Η φωνή της απαλή και γεμάτη ευγένεια μάς καλωσορίζει και μάς παρακαλεί να μιλάμε λίγο πιο δυνατά. Χρόνια είναι αυτά, ένας αιώνας που βαραίνει στους ώμους της. Και καλή της χάρη. όπως παρατηρεί η ίδια.
Προσπαθούμε να τη γυρίσουμε πίσω στο δικό της παρελθόν.
Γεννήθηκε στην Παντάνασσα και ήταν μέλος πολυμελούς οικογένειας, όπως όλοι οι Γερωνυμήδες.Από τις μεγαλύτερες η οικογένεια Ιερωνυμάκη ,αλλά και ιστορική. Η κυρία Δέσποινα μεγάλωσε με πέντε ακόμα αδέλφια, τέσσερις κοπελιές και δυο παλικάρια.
Αδικήθηκε στα «γράμματα»
Από μικρή η άξια μάνα της φρόντισε να της μαθαίνει όλα τα μυστικά της καλής νοικοκυράς και της επιδέξιας υφάντρας.
Η κυρία Δέσποινα ήθελε να προχωρήσει στο Γυμνάσιο, αφού «έπαιρνε» τα γράμματα. Ο πατέρας της όμως ήταν ανένδοτος.
«Δεν θέλεις γράμματα» έλεγε « Θα κάτσεις στο σπίτι να κάνεις τα προικιά σου, να σε παντρέψω».
Μεγάλωνε η Δέσποινα και γινόταν όμορφη και προκομμένη.
Μια μέρα ενώ κεντούσε στο μπαλκόνι με συγγένισσες και φιληνάδες φάνηκε ένας πανέμορφος άνδρας που δεν πέρασε απαρατήρητος από καμιά κοπελιά
Ήταν ο Μάρκος Ριτσάτος , από τους γνωστους νοικοκυρέους του Γερακαρίου.
Με την πρώτη ματιά την ξεχώρισε και έσπευσε να ζητήσει το χέρι της.
Πρόθυμη για όλους
Από την πρώτη μέρα που ήρθε νύφη στο Γερακάρι κέρδιζε τους ανθρώπους Η προκοπή της δεν είχε προηγούμενο. Εξαιρετική υφάντρα καθώς ήταν, δεν αρνήθηκε σε καμιά συγχωριανή τη βοήθειά της.
Εκείνοι που ξέρουν θα τη θαυμάσουν σίγουρα αν σημειώσουμε το μεγάλο της κατόρθωμα να κάνει δεκατεσσάρων γυναικών φασίδια που διάζουνταν, τα χτένιαζε και τους τα άφηνε να υφαίνουν. Και να ήταν μόνο αυτό; Σε λίγα χρόνια έγινε περιζήτητη και για κάτι ακόμα. Για την απίστευτη τεχνική της στη μαγειρική. Μπορούσε να ετοιμάσει τραπέζι για εκατοντάδες άτομα. Έτσι, οι πάντες που είχαν χαρά θέλανε τη βοήθειά της. Κι εκείνη δεν αρνήθηκε σε κανέναν. Με τον καιρό ήταν απαραίτητη σε κάθε μυστήριο. Έχουν να λένε οι παλιοί πως ο κάθε γάμος κανονιζόταν ανάλογα με τον χρόνο που ευκαιρούσε η κυρα Δέσποινα. Είχε γίνει ονομαστή για την αξιοσύνη της να ετοιμάζει γαμήλιο τραπέζι αδιάφορο για πόσα άτομα.
Ονομαστά και τα ζυμωτά της. Το μεγάλο της μυστικό ήταν που ανακάτευε το στάρι με το κριθάρι… Στο γάμο της μεγάλης της κόρης μάταια την απέτρεπαν να μη ζυμώσει αφού υπήρχε έτοιμο ψωμί. Εκείνη έκανε αυτό που είχε μάθει από μικρό παιδί. Προσφέρανε στον κόσμο και άσπρο αλλά και το ψωμί που ζύμωσε η Δέσποινα. Και από το δικό της δεν έμεινε ψίχουλο. Όλος ο κόσμος το αναζητούσε στο τραπέζι.
Μα και ο άνδρας της ήταν πολύ προκομμένος. Νοικοκύρης με το όνομα. Καλός σύζυγος, άριστος πατέρας αλλά και πάνω από όλα φλογερός πατριώτης. Ο γάμος του έγινε το 1942. Αυτός ήταν 30 χρόνων και η γυναίκα του 24… Κι ενώ φρόντιζε να είναι σε όλα συνεπής στο σπιτικό του, κανένας δεν ήξερε και την άλλη του δράση στην Αντίσταση.
Εκείνη την αποφράδα μέρα
Κι ήρθε η αποφράδα εκείνη Τρίτη 22 Αυγούστου 1944. Κυκλώσανε οι Γερμανοί το χωριό. Μάζεψαν τα γυναικόπαιδα, πήραν κι άνδρες για εκτέλεση.
Η κ. Δέσποινα σήμερα δεν θυμάται καθόλου τα γεγονότα. Τα γερατειά έφεραν τη λήθη. Μόνο την εξορία θυμάται αρκετά καλά.
Η Δέσποινα απόσωσε στο Μέρωνα όπου για καλή της τύχη βρέθηκε μια ξαδέλφή της που της πρόσφερε τη φροντίδα της μέχρι που ήρθε ο αδελφός της και την πήρε στην Παντάνασσα. Εκεί τον Οκτώβρη η Δέσποινα έφερε στον κόσμο τη Σοφία της, μετά από μια δύσκολη γέννα. Ευτυχώς που πρόλαβαν κι έφεραν τη μαμή από το Μέρωνα …
Η γλυκύτατη και πανάξια αυτή γυναίκα μεγάλωσε τα παιδιά της με μεγάλη αφοσίωση κι ήταν το καμάρι όλων στο χωριό.
Ήταν ν’ απορεί κανείς πότε ξεκουραζόταν
Γύριζε με τον άνδρα της από την εξοχή, κι ενώ εκείνος πήγαινε στο καφενείο, εκείνη ετοίμαζε το δείπνο. Στο τραπέζι έπρεπε να καθίσει όλη η οικογένεια. Ήταν νόμος. Μετά το φαγητό, κι ενώ τα παιδιά κι ο σύζυγος πήγαιναν για ύπνο, η κυρα Δέσποινα θα έπλενε τα πιάτα, θα ετοίμαζε το φαγητό που θα έπαιρναν το πρωί για την εξοχή (αρκετό για να φάνε κι οι εργάτες), θα ετοίμαζε τα ρούχα των παιδιών και του συζύγου για την επομένη κι ανάλογα θα έκανε προζύμι ή, αν είχε ετοιμάσει, θα ζύμωνε και θα φούρνιζε. Κοιμόταν πάντα τις λιγότερες ώρες αλλά αυτό που την ένοιαζε, όπως και τον άνδρα της, ήταν να κερδίσουν τη μέρα που ήταν πολύτιμη για τις δουλειές τους.
Σκληρή ζωή, όπως καταλαβαίνετε, αλλά η κυρία Δέσποινα προλάβαινε τα πάντα.
Φιλάμε με σεβασμό το χέρι της, ενώ εκείνη μας χαρίζει το πιο ζεστό της χαμόγελο, και παίρνουμε τον δρόμο της επιστροφής. Ακόμα μια φορά καταλάβαμε γιατί η Κρήτη κερδίζει πάντα τους ξένους της. Άνθρωποι σαν την κυρία Δέσποινα Ριτσάτου την έκαναν περιώνυμη για τη φιλοξενία της και την αξιοσύνη των κατοίκων της. Κι ευχηθήκαμε μέσα από την καρδιά μας να μας ζεστάνει ξανά το χαμόγελο της πανάξιας αυτής Αμαριώτισσας που άφησε παντού το νάμι της νοικοκυράς και της εξαίρετης υφάντρας.
Εύα Λαδιά