Πήγαμε χαρούμενοι στο Μπάλο Χανίων. Φύγαμε συγχυσμένοι απ’ το έγκλημα που συντελείται εκεί

Του Βασίλη Ζομπανάκη

Κρήτη, Χανιά, αποφασίσαμε και εμείς να πάμε στα ωραία γνωστά μέρη.

Οπότε ξεκινήσαμε από τη περιοχή Νοπίγια στα Χανιά που μέναμε, να πάμε στο Μπάλο, 13 Αυγούστου, είχε κίνηση, περνάμε το Κίσσαμο και φτάσαμε στην αρχή του δρόμου για Μπάλο Χανίων. Ένας ωραίος μεγάλος χωματόδρομος κατάλληλος (!) για μία περιοχή που θέλει να ονομάζεται Νατούρα και τότε μας σταματάει μία κυρία και μας λέει: «Καλησπέρα είναι 1 ευρώ το άτομο, για το καθαρισμό της περιοχής».

Ωραία λέω από μέσα μου από τη μία, και από την άλλη σκέφτηκα πόση εφορία πληρώνω, από το μισθό μου και ότι σε κάθε αρχαιολογικό, πολιτισμικό χώρο πρέπει να πληρώνω, πεισμώνω και απαντάω: «Αν θέλετε 1 ευρώ για το καθαρισμό να το πάρετε από τους τουρίστες, αρκετά πληρώνουμε οι ντόπιοι». Η επανάστασή μου έπιασε τόπο, πέρασα και συνέχισα το δρόμο μου, προς την εξερεύνηση της παραλίας Μπάλος. Χωματόδρομος πολλά αυτοκίνητα, γκρεμός στα δεξιά, ξερό το βουνό, αλλά όλα καλά, πηγαίναμε να μαγευτούμε.

 To GPS από την αρχή του χωματόδρομου έλεγε 25 λεπτά, στα 15 λεπτά της διαδρομής, ξεκίνησε μία ουρά σταθμευμένων αυτοκινήτων και εκατοντάδες τουρίστες πεζοί περπάταγαν κοκκινισμένοι, ξεφλουδισμένοι κάτω από τον ήλιο για να πάνε ή να γυρίσουν από τη παραλία, εμείς με τη μηχανή πηγαίναμε στη κόκκινη κουκίδα του GPS που ήταν ο χώρος στάθμευσης.

Όταν φτάσαμε αντικρίσαμε δύο κιόσκια, ένα του δήμου που πουλούσε βρώσιμα προϊόντα έτοιμα για άμεση κατανάλωση και τουρίστες να παίρνουν κάτι να πιούν και από ότι άκουσα από έναν την ώρα που πήγα να ρωτήσω αν έχει και άλλη καντίνα, πούλησε η καντίνα του Δήμου στον άμοιρο τουρίστα, ένα νερό μικρό και έναν χυμό μικρό 4,5 ευρώ. Ρωτάω: «Η καντίνα του Δήμου κάτω στη παραλία έχει και αυτή καραβίσιες τιμές;». Η απάντηση της κυρίας ήταν ότι οι τιμές είναι του Δήμου, σταθερές. Ήθελα να ελπίσω σε μια καλοπροαίρετη εξυπηρέτηση της καντίνας, και όχι αισχροκέρδειας, οπότε είπα εντάξει και ένα ευχαριστώ που το εννοούσα.

Λίγο πιο κάτω το δεύτερο κιόσκι ήταν ενός ιδιώτη που πουλούσε με καμάρι όπως ανακάλυψα μετά, ντόπια προϊόντα, μέλι, κρασί και άλλα, όπου οι τιμές ήταν πιο χαμηλές και από τα προϊόντα της καντίνας του Δήμου. Θα ξαναγυρίσω στον άνθρωπο ιδιώτη, σε λίγο. Είχαμε πλέον αφήσει τη μηχανή και πεζοί κινηθήκαμε και εμείς στο μονοπάτι, άνθρωποι χάιδευαν και τάιζαν τις άγριες κατσίκες, που ανήκουν σε ιδιώτες και σφάζονται από αυτούς και βόσκουν στην περιοχή Νατούρα, που παρεμπιπτόντως είχε κάποια ελάχιστα δέντρα που τα έψαχνες με το κιάλι.

Λίγο πιο κάτω και άλλο κιόσκι, έγραφε “taxidonkey” κοίταξα τα ζωάκια, ήταν στη σκιά και καλοταϊσμένα. Προχωρήσαμε, βγάλαμε φωτογραφίες την υπέροχη θέα και μετά από λίγο είδαμε και άλλο κιόσκι “taxidonkey”. Όπως έμαθα μετά, ήταν 6.000 άτομα σ’ αυτήν την περιοχή Νατούρα.

Φτάνοντας στον όμορφο, κακόμοιρο Μπάλο, πήγα στην καντίνα και ζήτησα δύο μικρά μπουκαλάκια νερό. «Τι σας χρωστάω;». Μου απαντάνε: «2 ευρώ». Να’ σου μία ακόμα σφαλιάρα και τα λόγια ενός καθηγητή μου στο σχολείο, θα πληρώνεται το νερό πιο πολύ από τη βενζίνη. Αλλά ας απολαύσουμε το μέρος. Κάτι μύριζε περίεργα, όπως τόνισε και η κοπέλα μου. Απάντησα ασυναίσθητα και με κάποια βάση λογικής στη λογική του Νατούρα, τα φύκια θα είναι όπου γίνεται αποσύνθεση από τη ζέστη και το νερό. Συνεχίσαμε, αλλά για να σας προλάβω, μετά συνειδητοποιήσαμε ότι κατά πάσα πιθανότητα αυτό που μυρίζαμε, ήταν πίσσα.

Είναι μέρος για σαλάχια και δελφίνια, αλλά η άμμος είναι πια άρρωστη, το νερό το ίδιο, ο κόσμος πολύς, η μηχανή του πλοίου ανοιχτή. Το μέρος ότι ψυχορραγούσε

Κάτσαμε και εμείς σε δύο ξαπλώστρες με την ομπρελίτσα τους και ακούγαμε τα πλοία που ήταν αραγμένα στη περιοχή του Μπάλου που μετέφεραν το κόσμο να έχουν συνεχόμενα τη μηχανή τους ανοιχτή, παράξενα όλα αυτά, ακόμα παραδόξως δεν τα είχα βρει κατακριτέα, γιατί όλοι φερόντουσαν φυσιολογικά και είχα γίνει ένα με τους υπόλοιπους, κάτι απλά ήταν εκεί και με πείραζε.

Μπήκαμε να κολυμπήσουμε, κόσμος πολύς στο νερό μέσα, με τη κοπέλα μου ζούσαμε τον έρωτά μας και ο σκύλος μας γάβγιζε λίγο έξω στη ακτή δεμένος στην ομπρελίτσα. Ξάφνου με τσίμπησε ένα ψαράκι και σαν μαγικό άρχισα να βάζω τα δεδομένα που προανέφερα σε μία σειρά και να συνειδητοποιώ το έγκλημα που συντελούνταν στον Μπάλο, των πανέμορφων Χανίων Κρήτης (και προφανώς και σε εκατοντάδες άλλες παραλίες).

Βγήκαμε έξω στις ξαπλώστρες και είπα να επεξεργαστώ το τοπίο, η άμμος ήταν άρρωστη, το νερό το ίδιο, ο κόσμος πολύς, η μηχανή του πλοίου ανοιχτή, – το μέρος συνειδητοποίησα ότι ψυχορραγούσε και άρχισα να κλαίω, συγχύστηκα, τράβηξα φωτογραφίες και είπα θα γράψω κάτι πρέπει να ακουστεί το τι συμβαίνει, πρέπει η κοινωνία να προλάβει.

Το μέρος πεθαίνει εκεί, είναι μέρος για σαλάχια και δελφίνια, όχι για άπειρους ανθρώπους που πάνε εκεί στο βωμό της selfie και μολύνουν με τα αντηλιακά τους, τα πλαστικά τους, τις γόπες τους, το πετρέλαιο και τα λάδια του καραβακίου, εκεί είναι ένα μέρος ιερό, όπου θα έπρεπε ευσεβής όλοι μας να είμαστε παρατηρητές, ο κάθε ένας μας που πηγαίνει, να είναι για ένα προσωπικό τάμα, για να παρατηρεί τη τόση ομορφιά της φύσης και όχι να έχει τις τόσες ανέσεις του γαϊδουριού, του πλοίου και να μην εκτιμά την ιερότητα για το που βρίσκεται.

Τις αρχές όμως και τους κανόνες τους βάζει ο εκάστοτε Δήμος μέσω της κοινωνίας που τον ψήφισε και εδώ στο Κίσσαμο Χανίων παρατηρήσαμε ότι ο Δήμος έμοιαζε απών. Ανεβαίνοντας πια ελαφρά συγχυσμένος και στεναχωρημένος για αυτό που αντίκρισα, είδα εκεί το κιόσκι με τα ντόπια προϊόντα και λέω στο κύριο που ευρισκόταν εκεί: «Ωραία μπίζνα στήσατε, τι να σας πω!» Μου απαντάει το παλικάρι: «Έλα ε παέ, να πιείς κάτι».

Μου βάζει ένα κρασί, το πίνουμε και με ρωτάει τι έπαθες, γιατί είσαι συγχυσμένος και του εξηγώ τι είδα και μου απαντάει, σε καταλαβαίνω και εγώ το ίδιο νιώθω, πριν 20 χρόνια, άλλο μέρος και πλέον κάθε χρόνο όλο και χειρότερα, το μόνο που θέλουν όμως και τους νοιάζει είναι να διώξουν εμένα σαν να είμαι εγώ αυτός που κάνει τη ζημιά, με το κρασί και το μέλι που πουλώ.

 

«Θες να κάνεις κάτι;» μου λέει, «πήγαινε στο Δήμο και κάνε αναφορά μήπως το δει η νομαρχία και σταματήσει το έγκλημα. Ακόμα προλαβαίνουμε, αν δεις το Ελαφονήσι, θα καταλάβεις που βαδίζει ο Μπάλος. Εγώ έχω κάνει και οι φίλοι μου αναφορά, αλλά δεν φτάνει». Μετά από αυτές τις κουβέντες, πήρα τον αριθμό του και είπαμε στο επανιδείν και του υποσχέθηκα ότι θα στείλω στο Δήμο, έστω και email, όπως και θα κάνω. Πόσους τέτοιους τόπους ξέρουμε και τι κάνουμε για αυτούς;

Η οικονομία όμως που ζούμε είναι η οικονομία της φύσης, το δικό μας οικονομικό σύστημα ανήκει στην οικονομία της φύσης, πρέπει να το συνειδητοποιήσουμε και να εναρμονιστούμε – μόνο καλύτερα θα ζήσουμε έτσι! Ό,τι και αν κάνουμε η φύση θα συνεχίσει να υπάρχει, έστω και λαβωμένη. Σε εμάς κάνουμε πρώτα το κακό, πλούσιοι και φτωχοί, δεξιοί και αριστεροί, κεντρώοι, όλοι. Είτε μας αρέσει ή όχι, στην ίδια κοινωνία ζούμε, ας το συνειδητοποιήσουμε και ας πορευτούμε ενωμένοι.

Να διαβάσουμε μία μέρα στο μέλλον, «οι φυσικοί πόροι της γης φέτος είχαν περίσσευμα, από αυτά που κατανάλωσε ο άνθρωπος». Η φύση είναι απεριόριστη, εμείς αυτοπεριοριστήκαμε με το καταναλωτικό τρόπο ζωής μας και απλά την απομυζούμε, όπως συμβαίνει, καλή ώρα, με τον κακόμοιρο Μπάλο Χανίων…

Αναδημοσίευση από το LIFO

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content