Ο Διόνυσος είναι παιδί του Θεού Διός και της νύμφης Σεμέλης. Θαυμαστή ένωση του θείου με το ανθρώπινο
Η Σεμέλη όμως δεν αρκείται στην απλή ερωτική ένωσή της με το θείο πυρ και ζητά να παρουσιαστεί μπροστά της ο Δίας με όλη του τη μεγαλοπρέπεια.
Η ουράνια περιβολή του Δία κατακαίει την άμυαλη Σεμέλη. Ο Ζευς αποσπά από την καιγόμενη Σεμέλη το έμβρυο και το τοποθετεί στο μηρό του. Ο γεννηθείς Διόνυσος φέρει το σπέρμα του ουράνιου φωτός αλλά και τη γήινη φύση της μητρός του.
Τα Διονύσια ήταν γιορτές που γινόταν προς χάρη του Θεού Διόνυσου. . Χαρακτηριστικό των γιορτών αυτών ήταν η ευθυμία, ο ενθουσιασμός, η οινοποσία( με μέτρο), γενικά η χαρά της ζωής. Οι Διονυσιακές γιορτές παρότρυναν τους ανθρώπους να ατενίζουν τη ζωή και τον κόσμο με χαρωπή διάθεση απαλλαγμένοι, από φόβους και προκαταλήψεις. Ήταν:
Τα εν Αγροίς ή μικρά Διονύσια,
«Τα μικρά ή εν Αγροίς Διονύσια»
Κύριο μέρος της τελετής ήταν ο κώμος, κατά τον οποίον οι « Κωμιστές» κατέληγαν στους δρόμους, εν μέσω θορύβων, μουσικής άτακτης, τραγούδια και χορούς. Ο κώμος έγινε η βάση να δημιουργηθεί η κωμωδία.
Κατά τα Λήναια που ετελούνταν το μήνα Γαμηλιώνα(Ιανουάριο) η πομπή κατέληγε στο ναό του Ληναίου Διόνυσου όπου διαξάγετο στιχομυθία μεταξύ ενός που στεκόταν πάνω σε ένα τραπέζι και του χορού. Αυτό απετέλεσε την αρχή της τραγωδίας.
Τα Ανθεστήρια τελούνταν το μήνα Ανθεστηριώνα(Φεβρουάριο).
Στη γιορτή αυτήν τελούνταν και μυστήρια κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Την πρώτη μέρα άνοιγαν τους πίθους, τη δεύτερη πρόσφεραν χοές και την τρίτη γινότανε «ο εξ’ αμάξης κώμος». Βωμολοχίες.
Τα μεγάλα ή κατ΄Αστυ Διονύσια τελούνταν το μήνα Ελαφηβιώνα (Μάρτιο)
Η θορυβώδης μουσική, τα τύμπανα, τα κύμβαλα ήταν κοινά σε όλες τις Διονυσιακές γιορτές. Της πομπής προηγούντο κανηφόροι παρθένες που έφεραν επί της κεφαλής κάνιστρα (πολλάκις χρυσά) γεμάτα με άνθη και σύκα, Ακολουθούσε άνδρας πάνω σε κοντάρι σε σχήμα συνήθως υπερμεγέθη φαλλού και μετά άνδρες με γυναικείες ενδυμασίες(ιθύφαλοι). Ο τρισφανέρωτος Διόνυσος είχε να επιτελέσει σπουδαίο έργο. Το έργο του ήταν να δώσει στην ψυχή του κόσμου την Ελευθερία του. Τα υπ’ αυτού ιδρυθέντα μυστήρια είχαν ως αντικείμενο μύησης τη γέννηση, το θάνατο ,την αναγέννηση.
Ο Διόνυσος είναι και στην κυριολεξία ο θεός της αμπέλου και του οίνου, αλλά συγχρόνως οι αρχαίοι με την λέξη «οίνος» εννοούσαν τον ενδιάμεσον αιθέρα, που είναι απαραίτητος για την αθανατοποίηση του ανθρώπου. Ο Διόνυσος ο Ζαγρεύς ήταν το αντικείμενο της λατρείας των Ορφικών φυσιολατρών, αλλά τον βλέπουμε και στη λειτουργία των Ελευσινίων μυστηρίων.
Γενικό χαρακτηριστικό των εορτών του Διονύσου ήταν η υπερβάλλουσα ευθυμία και ο άκρατος ενθουσιασμός. Οι άνδρες έφεραν προσωπεία ή χρωμάτιζαν τα πρόσωπά τους.
Άνδρες και γυναίκες περιζωνότανε με αιγίδες (προβγές) και νεφρίδες που είναι δείγματα φυσικού ανθρώπου που δεν έχει μεταλλαχθεί.
Οι πανηγυριστές έφεραν στεφάνους από κισσό και θύρσους.
Η μέθη (πνευματική), η θορυβώδης μουσική, τα κύμβαλα και τα τύμπανα ήταν κοινά σε όλες τις Διονυσιακές γιορτές. με αυτόν τον τρόπο στον αρχικό θίασο του Διονύσου και αισθανόταν το Θεό παρόντα και συμπανηγυρίζοντα.
Οι ακολουθούντες την πομπή των Διονυσίων (θίασος) μεταμφιεσμένοι σε Σάτυρους, Σειληνούς και Βάκχες, προκαλούσαν την ελεύθερη εκδήλωση του Διονυσιακού στοιχείου της ψυχής, τον αυθορμητισμό, την απελευθέρωση της εσωτερικής ορμής και δημιουργούσαν τον Διονυσιακό ενθουσιασμό, με την βοήθεια του «άκρατου οίνου» ψάλλοντας διθυράμβους.
Ο θρησκευτικός και πνευματικός χαρακτήρας των Διονυσιακών γιορτών έδωσε αφορμή να δημιουργηθεί η διδακτική τραγωδία, το σατυρικόν δράμα κι η κωμωδία.
Οι χαρούμενες όμως αυτές Διονυσιακές γιορτές που ωθούσαν τους ανθρώπους στη λατρεία της φύσης και λύτρωναν τις ανθρώπινες ψυχές από τα σκοτάδια της αμαρτίας και αμάθειας καταργήθηκαν από δοξασίες κατά τις οποίες το γέλιο κι χαρά ήταν έργα του διαβόλου.
Με την κατάργηση αυτών των γιορτών έσβησε από τα χείλη των Ελλήνων η ανυπόκριτη χαρά και το άδολο γέλιο, χάθηκε η αίσθηση του χιούμορ και μαζί με αυτά χάθηκε η αίσθηση του ωραίου, η έμπνευση, το φτερούγισμα της ψυχής, η μεγαλοφυΐα, η δημιουργική ικανότητα.
Δεν σβήστηκαν όμως παντελώς γιατί αυτά αν και απαγορευμένα μακροημέρευαν στις ψυχές των Ελλήνων. Απομεινάρια της Διονυσιακής λατρείας είναι τα δρώμενα των απόκρεων που γιορτάζονται απ’ όλους τους Έλληνες με περίσσια αγάπη τρεις Κυριακές και την καθαρά Δευτέρα όπως ορίστηκε από τον Χριστιανισμό,αφού παρά τις προσπάθειες του δεν κατάφερε να τις εξαφανίσει. Με τις γιορτές αυτές των Απόκρεων φτάνομε έτσι, έστω κι από άλλο δρόμο, να μιμηθούμε και να συμμετέχουμε σε τελετές χαράς και ξενοιασιάς που πρόγονοι σοφοί επινόησαν. Τελετές όπου οι χαρές και οι γέλωτες των πανηγυριστών είναι τόσο μεγάλοι που διώχνουν μακριά τα καθημερινά σχεδόν αβάστακτα προβλήματα. Και τώρα (που ένας λαός που κυοφορεί στα κύτταρα του το σπέρμα της χαράς κι αγκομαχώντας οδηγεί την γαλανή πατρίδα του στα διάσελα της ιστορίας), τώρα χρειάζεται να πυρποληθούμε με Διονυσιακό ενθουσιασμό κι έτσι και πάλι αλώβητοι να βγούμε από τα δεινά που έριξαν την πατρίδα μας του κόσμου οι κολασμένοι.
(*) Η κ. Ελένη Μανιωράκη – Ζωϊδάκη είναι δασκάλα, λογοτέχνις