Ήταν η εποχή των μπουάτ… Ο Αλέκος Πατσιφάς, ιδιοκτήτης της νεοσύστατης, τότε, δισκογραφικής εταιρείας «Λύρα», είχε την έμπνευση. Έδωσε όνομα στις μάλλον απλές και αφτασίδωτες μουσικές νέων δημιουργών, πάνω σε στίχους ποιητών μας ή ανερχόμενων νέων στιχουργών, αντιγράφοντας το γαλλικό «nouvel vague» και ιδού εγένετο το «Νέο Κύμα». Με την επέλαση του γαλλικού φαινομένου, άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι «boîte» (μπουάτ = κουτί), δηλ. μικρές μουσικές σκηνές, όπου ο καλλιτέχνης τραγουδιστής ή τραγουδοποιός, μόνος με μια κιθάρα, άντε κι ένα πιάνο, τραγουδούσε –συνήθως- χωρίς καν μικρόφωνο, σχεδόν «εν επαφή» με το νεανικό (κουλτουριάρικο θα λέγαμε σήμερα) κοινό του. Η ατμόσφαιρα υποβλητική. Αδιανόητη η διεξαγωγή συζήτησης μεταξύ των θαμώνων την ώρα του προγράμματος. Η συμμετοχή του κοινού ήταν άμεση και το χειροκρότημα πηγαίο. Στην Αθήνα και ιδιαίτερα στην περιοχή της Πλάκας (όπου τα ενοίκια ήσαν υποφερτά), οι μπουάτ άρχισαν να ξεπηδούν σαν μανιτάρια: «Τιπούκειτος», «Απανεμιά», «Εσπερίδες», «Καρυάτις», «Συμπόσιο», «Νεφέλες», «Κιβωτός», «Ταβάνια»… Σ’ αυτές τις μπουάτ και σε άλλες, ανδρώθηκαν τραγουδιστές και δημιουργοί, όπως ο Γερμανός, ο Σαββόπουλος, ο Μιτσιάς, ο Χουλιαράς, ο Βιολάρης, ο Παππάς… κ.ά. Επίσης, έγιναν γνωστές, κυρίως μέσα από τις μπουάτ, φωνές όπως των Χωματά, Αστεριάδη, Αρλέτα, Κωχ, Κουμιώτη, Γιαννακοπούλου, Δαλάκου κ.ά.
Κατεβαίνοντας, από Θεσσαλονίκη για Ηράκλειο και όντας χρονίως μακριά από τα «κέντρα λήψεως αποφάσεων», μια διανυκτέρευση στην Αθήνα ισοδυναμούσε με την «μετεκπαίδευση των εφέδρων αξιωματικών στα νέα όπλα» … Κάπου στη Σταδίου συνάντησα τη Μαίρη, που σπούδαζε στην Αθήνα. Στο σχολείο ήμασταν στο επίπεδο ενός «γεια», μέσα στους αυστηρούς κανόνες συναναστροφής των δύο φύλων· άντε και ενός «γεια, τι γίνεται… καλά;». Όμως, μακριά από τα σπίτια μας, όπου το πατριωτικό μας ένστικτο δυναμώνει, μια τέτοια συνάντηση στην Αθήνα ισοδυναμούσε με την τυχαία συνάντηση δύο Ελλήνων στο… Μόντεβιντέο! Έτσι, στα όρθια, σε στυλ πηγαδάκι, θυμηθήκαμε τα σχολικά, μιλήσαμε για συμμαθητές, είπαμε για καθηγητές και κάποτε, όταν η συζήτηση είχε ζεσταθεί, έριξα –στο αδιάφορο- τη φράση: «Τι κάνεις απόψε;» κι εκείνη –λες και το περίμενε- μου απάντησε: «Ειδικά, απόψε είμαι φρι κι αν επιμένεις, μπορώ να σε ξεναγήσω στη νυχτερινή Αθήνα»! Προσπάθησα να κρατήσω την ψυχραιμία μου, καθότι μια κοπέλα όπως η Μαίρη, δεν υπήρχε πιθανότητα να μένει ούτε μια στιγμή «ελεύθερη», όμως, εκείνο το «…ειδικά απόψε» της, μου έδωσε θάρρος και κουράγιο. Τι αυριανοί επιστήμονες θα ήμασταν, αν δεν της έδινα την ευκαιρία να … πειραματιστεί, με μένα, έστω και άπαξ. Εξάλλου, εγώ, στην Αθήνα ήμουν «τράνζιτ»!
Για να μην τα πολυλογούμε, συναντηθήκαμε το βραδάκι στο Σύνταγμα, και οι δυο στην ώρα μας, και τραβήξαμε κατά την Πλάκα. «Πεινάς;», με ρώτησε. «Έριξα δυο – τρία καλαμάκια στο Λιανοκλάδι, που έκαμε στάση το τραίνο και μια σάμαλη, που λιμπίστηκα, σε μια γωνιακή βιτρίνα πριν κανένα δίωρο», είπα. «Όχι, όχι… μια που ήρθε έτσι το πράμα, θα φάμε σωστά. Θα χτυπήσουμε Μοστρού»! Δεν ήμουν και παντελώς άσχετος… το Μοστρού, Μνησικλέους και Λυσίου, στην Πλάκα, ήταν λίγο πιο «ελεβέ» για περαστικούς φοιτητές, όπως εγώ, αλλά αφού το πρότεινε η Μαίρη…; Ένα από τα πιο παλιά εστιατόρια, ταβέρνες, τουριστικό «must», από το 1870, οικογενειακή επιχείρηση και τώρα τη διευθύνει η τρίτη γενιά, όπως έγραφε και ο κατάλογος. Εδώ, είχαν διασκεδάσει ο Ωνάσης, ο Φράνκ Σινάτρα, η Κάλλας και πολλοί άλλοι γνωστοί και διάσημοι. Κέντρο με τα όλα του… Μανώλης Χιώτης, Μαίρη Λίντα, κομφερασιέ, ταχυδακτυλουργοί, μπαλέτα, τα πάντα… Κάπου ανάμεσα στα «Ηλιοβασιλέματα» και στο «Πάρε το δάκρυ μου» ή στο «Περασμένες μου αγάπες» -δεν θυμάμαι ακριβώς- ήρθε ο σερβιτόρος, με λευκό σακάκι, μαύρο πανταλόνι, παπιγιόν, πενηνταπεντάρης –τον υπολόγιζα- σοβαρός αλλά με περισσή επαγγελματική ευγένεια και χάρη και μας έφερε καταλόγους. «Μια ποικιλία, για ορεκτικά κι ένα γαριδοσουβλάκι –μπέικον, για μένα», είπα, πριν καλά – καλά ανοίξω τον κατάλογο… «κι ένα ημίγλυκο, Καλλιγά». Έχει σημασία να δείχνεις ότι ξέρεις τι θέλεις. «Από σαλάτα;», ρώτησε ο σερβιτόρος, θεωρώντας αυτονόητο το ερώτημα… «Μαρούλι», του απάντησα χωρίς καν να σκεφτώ, αλλά με το ύφος και την αμεσότητα που κάνουμε ρελάνς στο πόκερ… Εδώ είναι που «πάγωσε η εικόνα». Συνέβη το αναπάντεχο και ευτυχώς, η Μαίρη είχε στραμμένη την προσοχή της στον υπερμεγέθη κατάλογο, ψάχνοντας για το «κυρίως». Είμαι βέβαιος ότι ούτε το «Χιώτη – Μάμπο» από την πίστα, ούτε το χειροκρότημα του κοινού δεν της απέσπασε την προσοχή από το διάβασμα και το ψάξιμο στον κατάλογο… Μου έκαμε εντύπωση η στάση και το ύφος του σερβιτόρου, στην επιλογή μου για σαλάτα -μαρούλι. Κίνησε κατ’ επανάληψη το κεφάλι του δεξιά – αριστερά, με τα μάτια κλειστά και τα φρύδια υψωμένα, για να δώσει την αίσθηση της άρνησης. Με λίγα λόγια, δεν μας συνιστούσε για σαλάτα το μαρούλι. «Πάρτε κάτι άλλο», πρότεινε, εναλλακτικά… «ΟΚ, μια του σεφ, τότε», είπα, λύνοντας το γόρδιο δεσμό της σαλάτας. Λίγο μετά, η Μαίρη σήκωσε το κεφάλι και είπε διστακτικά: «Εγώ… ένα σνίτσελ … ή μάλλον, ναι, μάλλον ένα φιλέτο … και «σενιάν», παρακαλώ!». Τότε είναι που έμαθα ότι το «saignant» σημαίνει «όχι πολυψημένο, με το κέντρο του φιλέτου ροζέ προς το κόκκινο». Δεν μπορεί κανείς να τα ξέρει όλα –αρκεί να τα ξέρει η παρέα!
Να μην λέμε πολλά… Ήρθαν τα ορεκτικά, το κρασί, τα κυρίως, περνούσαμε καλά και ωραία, συζητώντας για το σχολικό παρελθόν και για το … επαγγελματικό μέλλον. Κάποτε έπεσε ημίφως και εμφανίστηκε το χορευτικό της βραδιάς με το Μανώλη Καστρινό και τη Χρυσούλα Ζώκα. Ωραίο χορευτικό ζευγάρι, με ποιότητα και επαγγελματισμό… «Ηρακλειώτης είναι ο Μανώλης· γι’ αυτό διάλεξε το καλλιτεχνικό Καστρινός … απ’ το Μεγάλο Κάστρο. Παπάζογλου είναι το πραγματικό του όνομα», είπα, για να εντυπωσιάσω τη Μαίρη. «Ωραία, πολύ ωραία» μου ανταπάντησε. «Πάω, τώρα, μέσα να φρεσκαριστώ, λίγο και γυρνάω…»… Τότε ήταν που ήρθε ξανά ο σερβιτόρος και με πρόσχημα την ερώτηση αν όλα είναι εντάξει, πρόσθεσε με το ύφος που ανακοινώνουμε σε κάποιον το αυτονόητο: «Ξέρετε, βέβαια, πως το μαρούλι είναι … καταπραϋντικό, ηρεμιστικό δηλ. αντιαφροδισιακό και μετά, μάλλον πρέπει να πάμε για ύπνο. Γι’ αυτό σας συνέστησα να το αποφύγετε», κλείνοντας τη φράση του με ένα αδιόρατο, λεπτό αλλά πονηρό χαμόγελο… Να και κάτι άλλο που δεν ήξερα!
Κάποτε φύγαμε από το «Μοστρού», αφήνοντας ένα γενναιόδωρο –για φοιτητικό βαλάντιο- φιλοδώρημα στον ευγενέστατο και προνοητικό σερβιτόρο… Ανηφορίσαμε και περιπλανηθήκαμε για λίγο στα στενά της Πλάκας και τελικά καταλήξαμε στο «Συμπόσιο»… Στριμωγμένοι, ώμο με ώμο με τους άλλους θαμώνες της μπουάτ, ακούγαμε με μαθητική προσήλωση τη μεγάλη επιτυχία του Νότη Μαυρουδή, σε στίχους Γιάννη Κακουλίδη, το «Άκρη δεν έχει ο Ουρανός», από τη χαρακτηριστική φωνή του Γιώργου Ζωγράφου… «Όχι, αγαπητέ μας Γιώργο…», σκέφτηκα, «μπορεί να μην έχει άκρη ο ουρανός… εμείς, όμως έχουμε βρει μιαν άκρη, εδώ στη Γη … τουλάχιστον για απόψε –ας είναι καλά ο σερβιτόρος» !!!