Πήραμε το καλοκαίρι στο κατόπιν, κλειδαμπαρώσαμε το σπίτι μας, βγάλαμε τηλεόραση και ράδιο από την πρίζα κι αγκαλιά με παιδιά και κατοικίδια, πήραμε τις θάλασσες και τα βουνά. Τι κι αν είμαστε τριπλά εμβολιασμένοι, τι κι αν παραμονεύει ο πολύ γνωστός μας «αιφνίδιος θάνατος», τι κι αν ο πόλεμος ύψωσε ρομφαία παγκόσμια , τι κι αν έχουν ανατραπεί όλα τα ως σήμερα θεμελιωμένα. Εμείς αυτά τα παίζουμε κομπολόι. Αν κι είναι αλλιώτικο αυτό το καλοκαίρι από τα προηγούμενα, εμείς δυστυχώς μείναμε οι ίδιοι. Και περίεργο θέλουμε να τα ζήσουμε όλα ,σαν μια απροσδιόρητη προαίσθηση να μας σπρώχνει να το ζήσουμε, σαν να είναι το τελευταίο μας καλοκαίρι. Ανεμελιά, διασκέδαση, θάλασσα και πανηγύρια. Μα κι όσοι δεν έφυγαν δεν έμειναν μόνοι. Κατέφθασαν από τις πρωτεύουσες παιδιά, εγγόνια, σόγια και φίλοι, να κάνουν διακοπές ανέξοδες στο μαγικό νησί μας . Η φιλοξενία που μας κληροδότησε ο Ξένιος Ζευς ανέπαφη. Το γαλάζιο γύρω και πάνω να αλλάζει φορεσιές και διαθέσεις κι εμείς εξ ανάγκης παρκάραμε στα αζήτητα τα προβλήματα μας μικρά και μεγάλα δίνοντας τους ραντεβού τον Σεπτέμβρη. Οι μεγάλοι Δήμοι συναγωνίζονται ποιος θα παρουσιάσει το ωραιότερο πολιτιστικό Καλοκαίρι, μα και οι μικροί δεν πάνε πίσω Η παράδοση έτοιμη από καιρό προσδοκά να δώσει το παρών σε κάθε γωνιά της κρητικής γης. Εδώ να δεις χορούς και πανηγύρια, τραγούδια και βιολιά, συναυλίες και θέατρα, μουσικά σύνολα και τραγούδια ξένων τόπων, μαγειρέματα κι ότι άλλο μπορεί να βάλει ανθρώπου νους. Όμως είναι αυτή η δική μας παράδοση; Αν γυρίζαμε 2000 χρόνια πίσω αυτά τα δρώμενα θα τελούσαν οι πρόγονοι μας στην αρχαία Ελλάδα; ήρθε σαν έχιδνα η ρουφιάνα σκέψη. Δυστυχώς όχι,δεν είναι αυτή η Ελληνική παράδοση. Ευτυχώς όμως ένα μέρος της κρύφτηκε μασκαρεμένο στα τωρινά δρώμενα, γιατί οι ρίζες τους κρυμμένες στις κυτταρικές μνήμες των Ελλήνων, δεν χάθηκαν.
Κάθε χωριό έχει να επιδείξει μια γιορτή τωρινή- βγαλμένη από τα βάθη των αιώνων. Στοιχεία της αρχαιοελληνικής παράδοσης που δεν μπόρεσαν να ροκανίσουν τα σαγόνια των θρησκειών, συμπανηγυρίζουν με τα σύγχρονα. Αναστήσαμε τον κλήδονα συγκαλυμμένο με του αϊ Γιάννη τις φωτιές και του Μάη τα στεφάνια. Ζήσαμε τα καζανέματα, την γιορτή της σουλτανίνα,της μουσταλευριάς, την γιορτή των κερασιών, του τυριού ,του λάχανου, του μελιού, του κρασιού, τις κουρές. Τα ζήσαμε σαν γνήσιοι Έλληνες, σαν γνήσιοι Μινωίτες ,γιατί δεν ήταν τίποτα παραπάνω παρά αναβίωση των εορτών που γινόταν προς τιμή της Θεάς Γαίας, της Μεγάλης Μητέρας των Μινωιτών. Παραδόσεις που κρατημένες απ΄του Ταύρου τα κέρατα, επέζησαν αιώνες σκεπασμένες με στάχτες, λάσπες και λάβα. Δεν μπορούσαν βέβαια να μείνουν έξω οι θρησκευτικές γιορτές του Χριστιανισμού. Πλήθος κόσμου έσπευσε γονυπετής να ζητήσει το θαύμα, που δεν θα ‘ρθει ποτέ, αλλά η ελπίδα δεκανίκι να προχωρούμε στα δύσκολα. Σαν γνήσιοι απόγονοι του Διόνυσου δεν αρκεστήκαμε σε προσκυνήματα και προσευχές. Γιορτή χωρίς φαγοπότι δεν εννοείτε. Τα «μαγειροτσικαλιάσματα» στα χωριά έδιναν κι έπαιρναν.
Φορτώσαμε τα τραπέζια με φαγητά και γλυκά περίσσια, που πετάχτηκαν, ενώ η Ελλάδα πεινά. Η κάθε νοικοκυρά συναγωνιζόμενη ήθελε να αποδείξει την υπεροχή της κι οι ποικιλίες των φαγητών δεν είχαν μετρημό. Οι γάμοι έδιναν κι έπαιρναν κι η σφαγή των αμνών τέλος δεν είχε. Ο οίνος να ρέει άφθονος, οι μαντιναδολόγοι να δίνουν ρέστα και μεθυσμένοι έβαψαν δυστυχώς και πάλι την άσφαλτο κόκκινη.
Το διασκεδάσαμε το καλοκαίρι τούτο,τα πολύ δυσάρεστα γεγονότα δεν είχαν βάλει φρένο στα γλεντοκόπια μας και συνεχίσαμε να γλεντάμε ανέμελοι ενώ δίπλα μας η σκιά των γεγονότων που συνέθλιβαν την χώρα μας περνούσε απαρατήρητα. Ψέματα και λάθη κι ανατροπές θεμελιωμένων αξιών ροκάνιζαν τα θεμέλια της πατρίδος μας.( Τι; με πατρίδες θα ασχολούμαστε τώρα, τι είμαστε εθνικιστές);
Η θέρμη του καλοκαιριού σμίκρυνε τα σπουδαία, ελάττωσε την φιλοπατρία (άλλωστε αυτή βάλλεται και υπό κανονικάς συνθήκας), φυλάκισε τους φόβους στον ντορβά του αμνήμονος αύριο, μεγέθυνε την αίσθηση της καλοπέρασης και δυστυχώς τύφλωσε την αλήθεια. Εμείς ευδαίμονες μακαρίζαμε γονείς και παππούδες που χρηματοδότησαν την έξοδο μας από την μιζέρια και βάζοντας το χέρι αντήλιο αρμενίζαμε σε χρυσές εποχές που πέρασαν ανεπιστρεπτί, αλλά εμείς δεν θέλουμε να το καταλάβουμε.
Νάτος καμαρωτός, μάς έφθασε ένας Σεπτέμβρης μεταμφιεσμένος σε Αύγουστο και αυτό μας δυσκολεύει να επανέλθουμε στα πρότερα. Κι είναι πολλά και δύσκολα τα πρότερα και μας τρομάζει το μέγεθος των προβλημάτων. Αλλά είμαστε Έλληνες εμείς ,φύτρα προγόνων μοναδικών που μας φύτεψαν κορώνα στο κεφάλι μας το ρητό « Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ». Μας βολεύει το ρητό και το έχουμε τιμόνι στα δύσκολα, ακόμη κι όταν ανατρέπεται βίαια η κανονικότητα. Παρηγοριά μας το ότι «αν ξυπνήσουμε μονομιάς θα’ ρθει ανάποδα ο ντουνιάς. Αμ δε! Πέρασαν αυτέ οι ηρωικές εποχές, τώρα ανδρείκελα του φόβου σιγομασάμε όσα μας έμειναν, και είναι πολύ λίγα,τώρα που χρειαζόμαστε πολλά. Κανένας δεν θέλει να πιστέψει όσα λέγονται για ετοιμασμένες για κάθε ενδεχόμενο πανδημίες,ενεργειακή φτώχια, στέρηση βασικών αγαθών, πείνα και… πέστο ψιθυριστά, «ένας πόλεμος» Το μέλλον μαυροφορεμένο, κρύβει μαστορικά το πρόσωπό του κι εμείς φορτωμένοι με τα όμορφα του καλοκαιριού δεν θέλουμε να κακοκαρδίσουμε τον Σεπτέμβρη και μέχρι να καταναλώσουμε τις εύφορες στιγμές το παίζουμε ή και είμαστε αδιάφοροι για όσα μας απειλούν. «ΣΑΝ ΝΑ ΖΟΥΜΕ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ»
Ευχή και προσδοκία, να αποτάξουμε την αδιαφορία και τον φόβο και να συμπορευτούμε στα δύσκολα, να βοηθήσουμε την ΜΑΝΑ κρατημένοι χέρι- χέρι φορώντας κατάσαρκα ότι έμεινε από την ιστορία και παράδοση του τόπου μας, έστω κι αν κάποτε, βιαίως, αλλαξοπίστησε.
ΕΛΕΝΗ ΜΑΝΙΩΡΑΚΗ -ΖΩΙΔΑΚΗ
(*) Η κ. Ελένη Μανιωράκη είναι δασκάλα – λογοτέχνις