Με την πάροδο του χρόνου δοκιμάσαμε διάφορα αθλήματα (sports), άλλοτε με μεγαλύτερη και άλλοτε με μικρότερη … ΑΠΟτυχία !!! Κάποτε έφτασε και η σειρά της ορειβασίας. Αφορμή; Η «κατάκτηση» της κορυφής του Ψηλορείτη, καθότι δεν νοείται να είσαι Κρητικός, να έχεις ασχοληθεί με τον αθλητισμό και να μην έχεις απολαύσει από την κορυφή του την ανεμπόδιστη θέα, που προσφέρει το ύψος των 2.456 μέτρων (Τίμιος Σταυρός). Κι όταν βρεθείς εκεί, δεν μπορείς παρά να νιώσεις συμπάθεια, τόσο για τα Λευκά Όρη, όσο και για τους φίλους μας από τα Χανιά, που η ψηλότερη κορυφή, οι Πάχνες (2.454 μ.), υστερούν κατά 2 μέτρα, του Ψηλορείτη. Τα Λευκά Όρη έχουν γύρω στις 55 κορυφές πάνω από τα 2.000 μ. ενώ ο ορεινός όγκος του Ψηλορείτη έχει μόνο 5 κορυφές πάνω απ’ αυτό το ύψος. Υπάρχει, μάλιστα και η άποψη κατά την οποία αμφισβητείται η πρωτιά του Ψηλορείτη, ενώ άλλοι το αποδίδουν στη σκόπιμη συσσώρευση λίθων, στις Πάχνες, από τοπικούς ορειβάτες, ώστε να ξεπεραστεί, έτσι, η διαφορά των 2 μέτρων !!! Ή ακόμα, αποδίδεται και στον αργό γεωλογικό ρυθμό, με τον οποίο η Κρήτη αναδύεται εκ δυσμών και βυθίζεται στη θάλασσα, στα ανατολικά…
Ας αφήσουμε, όμως, αυτή την (ευγενική;) διαμάχη κι ας περάσουμε στην εκπληκτική θέα, όταν ο καιρός είναι σύμμαχός μας. Δεν θα ασχοληθούμε με καλολογικές περιγραφές, αλλά θα αδράξουμε την ευκαιρία να μιλήσουμε για τις δύο θάλασσες που βλέπουμε, βόρεια και νότια. Έχουμε συνηθίσει να λέμε τη μεν βόρεια «Κρητικό Πέλαγος» και τη νότια «Λιβυκό Πέλαγος». Για τον τελευταίο όρο, έχουμε ξαναγράψει ότι παρά το εύηχο άκουσμα και την αφρικανική αύρα που αποπνέει, ο κατά τα άλλα συμπαθητικός όρος «Λιβυκό» πρέπει να καταργηθεί. Αφενός, επειδή η θάλασσα της Λιβύης δεν εκτείνεται ως τα νότια παράλια της Κρήτης, αφετέρου, διότι μετά από τις πρόσφατες πολιτικο-οικονομικές εξελίξεις στο θαλάσσιο αυτό χώρο, δεν νοείται να αναφέρεται ότι ερευνούμε ή και μελλοντικά να αντλούμε υδρογονάνθρακες από τη θάλασσα της … Λιβύης, όπως θα μπορούσε να συμπεράνει ένας αγεωγράφητος ακροατής των ΜΜΕ. Η κυριαρχία της Λιβύης εκτείνεται έως εκεί όπου συναντώνται η Λιβυκή με την Ελληνική ΑΟΖ. Και μπορεί, μεν, κάποιες κρατικές υπηρεσίες να έχουν προχωρήσει στη χρήση των όρων «Βόρειο Κρητικό» και «Νότι Κρητικό» Πέλαγος, όμως απομένει αρκετός δρόμος, ώστε να το οριστικοποιήσει η Πολιτεία, να περάσει στα αναγνωστικά, στους χάρτες και σε όλα τα σχολικά βιβλία και να υιοθετηθεί από όλους μας…
Λοιπόν, πάνε πολλά – πολλά χρόνια και βρισκόμαστε στην «προ κινητού» και προ- google εποχή. Αποφασίσαμε με άλλους τρεις φίλους να επιχειρήσουμε την κατάκτηση της κορυφής του Ψηλορείτη. Ως νεοφώτιστοι στο άθλημα της ορειβασίας, ασπασθήκαμε τον ορειβατικό κανόνα που απαγορεύει τέτοιες προσπάθειες, αν (για λόγους ασφαλείας) η ομάδα δεν συνοδεύεται από κάποιον που γνωρίζει τη διαδρομή. Πάνω στον προβληματισμό μας, ένας από την παρέα, πρότεινε: «Μη σας νοιάζει, θα καλέσω τον Ηρακλή, που γνωρίζει τη διαδρομή απ’ έξω κι ανακατωτά!». Με αυτή την καθησυχαστική δήλωση και τον περίπου κατάλληλο εξοπλισμό, ένα Κυριακάτικο πρωινό βρεθήκαμε στο Οροπέδιο της Νίδας (1.450 μ.), 22 χλμ. από τα Ανώγεια. (Ετυμολογία: Ίδη, είναι το όνομα του ορεινού όγκου του Ψηλορείτη. Το καταληκτικό «η» στη δωρική διάλεκτο γίνεται «α». Θυμόμαστε το «Ή τάν ή επί τάς», δηλ. «Ή τήν ή επί τής». Άρα, το Ίδη γίνεται Ίδα. Και καθώς λέμε: Θα πάω στη(Ν … Ί)δα, ακουστικά μας μένει: Θα πάω στη ΝΙδα … άρα Νίδα).
Παρκάραμε έξω από το ημιτελές ορεινό περίπτερο, που δεν προχώρησε πέρα από τα μπετά. Μόνο ένα μικρό του τμήμα λειτουργούσε ως ταβέρνα. Σχεδόν ταυτόχρονα στάθμευσε δίπλα μας και ένα μικρό ΙΧ, στο οποίο επέβαινε ένα νεαρό ζευγαράκι. Μπορεί να ήταν φίλοι, συμφοιτητές … αδιάφορο. Γύρω στα 20, το πολύ 25. Νέα παιδιά… «Ίνγλις ;», τους ρώτησε κάποιος από την παρέα. «Ντόιτς», απάντησαν εκείνοι με ευγενικό χαμόγελο. Εμείς φορτωθήκαμε τα σακίδιά μας και ξεκινήσαμε, ακολουθώντας τον οδηγό μας, τον Ηρακλή, ενώ οι νέοι ξεδίπλωσαν ένα χάρτη, πάνω στο «πορτ-μπαγκάζ» και άρχισαν να τον μελετούν, κάτω από τα υπεροπτικά και συγκαταβατικά υπομειδιάματα της παρέας μας. Ίσως να σκεφτόμασταν ότι δεν χρειαζόμασταν χάρτες και τέτοια, τη στιγμή που είχαμε μαζί μας, για οδηγό … τον ημίθεο Ηρακλή. Ακόμα, μπορεί και να νιώθαμε αισθήματα οίκτου, για τους νέους, που ενώ η προς κατάκτηση κορυφή ήταν εκεί, σχεδόν τη βλέπαμε, εκείνοι είχαν πέσει «με τα μούτρα» στο χάρτη. Τι να ξεκαθαρίσουν;
Αρχίσαμε την ανάβαση, στην αρχή με γέλια, με ανέκδοτα και ιστορίες, όμως καθώς περνούσε η ώρα, η φυσιολογική κόπωση, σε συνδυασμό με την έλλειψη άσκησης, μας υπενθύμισε ότι είχαμε μια αρκετά σοβαρή πορεία, μπροστά μας… Με την πάροδο του χρόνου, οι σταθμοί για ξεκούραση άρχισαν να γίνονται όλο και πιο συχνοί, με τον Ηρακλή να επωφελείται της κατάστασής μας και να μας ενημερώνει, ότι θα προχωρήσει, για να εντοπίσει το μονοπάτι που οδηγεί στην κορυφή… Αυτή η ιστορία επαναλήφθηκε 3 – 4 φορές και τελικά, μετά από μιάμιση ώρα πορείας, φτάσαμε στην άκρη ενός υψώματος, όπου στο βάθος μπροστά μας αντικρίσαμε … το περίπτερο με τα σταθμευμένα, εκεί, αυτοκίνητα… Είχαμε πραγματοποιήσει ένα κύκλο, με μεγάλη χρονική διάρκεια, χωρίς να έχουμε καθόλου προχωρήσει, παρά την παρουσία του οδηγού μας, του Ηρακλή, που όπως αποδείχτηκε, δεν μπόρεσε να βρει το μονοπάτι…
Ο χρόνος που είχε διαρρεύσει, σε συνδυασμό με την κακή φυσική κατάστασή μας, δεν μας άφησε περιθώρια για να συνεχίσουμε. Αποφασίσαμε να εγκαταλείψουμε την προσπάθεια. Καθίσαμε, βγάλαμε τα σάντουϊτς και ό,τι άλλο φαγώσιμο είχαμε και κάνοντας την ανάγκη φιλότιμο, γευτήκαμε ένα ορειβατικό πρόγευμα, απολαμβάνοντας από ψηλά την όμορφη θέα… Ο Ηρακλής, με κατεβασμένο το κεφάλι απολογήθηκε, αν και ήταν πλέον αργά. Τουλάχιστον, ο δρόμος της επιστροφής ήταν ευκολότερος και πιο σίγουρος. Και η ειρωνεία… επιστρέφοντας στο χώρο στάθμευσης, διακρίναμε το ζευγαράκι των νεαρών γερμανών, με το χάρτη, να ακολουθεί το μονοπάτι και να ανηφορίζει σταθερά προς την κορυφή!