Η «μαδημένη μαργαρίτα» των εκλογών και ο ευτελισμός του Συντάγματος
Του Αργύρη Αργυριάδη Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω
Με πρόσφατη συνέντευξή του στη δημόσια τηλεόραση, ο πρωθυπουργός ουσιαστικά «έκλεισε το μάτι» στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών. Τις αμέσως επόμενες ημέρες ακολούθησε ομοβροντία ανακοινώσεων υποψηφίων βουλευτών (νυν κυβερνητικά στελέχη οι περισσότεροι). Ένα χρόνο πριν την συνταγματικά προβλεπόμενη λήξη της παρούσας κυβερνητικής θητείας, όλοι μιλάνε για εκλογές, ενώ ο πρωθυπουργός εμφανίζεται απλώς να «μαδάει τη μαργαρίτα». Ασόβαρα πράγματα σε μία εξόχως σοβαρή συγκυρία για τη χώρα μας και τον κόσμο.
Στο άρθρο 53 του Καταστατικού Χάρτη του ελληνικού κράτους ορίζεται ότι οι βουλευτές εκλέγονται για 4 χρόνια, όσο δηλαδή διαρκεί η βουλευτική περίοδος. Μόλις ολοκληρωθεί το εν λόγω χρονικό διάστημα, η Βουλή αυτοδικαίως διαλύεται και προκηρύσσονται άμεσα -εντός το πολύ 30 ημερών- γενικές βουλευτικές εκλογές. Στόχος της ανωτέρω διάταξης του συντακτικού νομοθέτη ήταν η ανανέωση της λαϊκής εντολής, κάτι απολύτως αναμενόμενο σε μία φιλελεύθερη δημοκρατική κοινωνία. «Φρέσκια» λαϊκή εντολή, όμως, ουδόλως σημαίνει ατάκτως χρονικά ανανεώμενη. Προστρέχοντας στην ιστορία της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας από το 1974 μέχρι σήμερα, διαπιστώνουμε πως έχουν διενεργηθεί 18 βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις. Στην Ελλάδα πραγματοποιούνται βουλευτικές εκλογές κάθε 2 περίπου έτη, κατά μέσο όρο!!! Σπανιότατα εξαντλείται η τετραετία!
Μέχρι και το 1985 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε τη δυνατότητα λύσης των εργασιών της Βουλής και προκήρυξης εκλογών, ουδέποτε όμως την ενάσκησε. Από το 1986, μετά τη συνταγματική αναθεώρηση, ο χρόνος διεξαγωγής των βουλευτικών εκλογών προσδιορίζεται συνήθως από την Κυβέρνηση, καθιστώντας τη νομοθετική εξουσία δέσμια των επιθυμιών της εκάστοτε εκτελεστικής εξουσίας. Από το 1986 και εντεύθεν, η κυβερνητική πλειοψηφία ελέγχει ουσιαστικά τη διάλυση της Βουλής (άρθρο 41, παρ. 2 Συντ.), προσδιορίζοντας το χρόνο διεξαγωγής των εκλογών – πάντοτε με γνώμονα την απόκτηση στρατηγικού πλεονεκτήματος σε βάρος της αντιπολίτευσης και διαμόρφωσης ενός θετικού για την ίδια εκλογικού αποτελέσματος – με μοναδικό περιορισμό την παρέλευση ενός έτους από την προηγούμενη πρόωρη λύση των εργασιών της, ώστε να μην προβαίνει η κυβέρνηση στην συνεχόμενη, καταχρηστική επίκληση εθνικών θεμάτων μείζονος σημασίας. Μάλιστα, τι μπορεί να θεωρηθεί ως «εθνικό θέμα εξαιρετικής σημασίας» ούτε προσδιορίζεται στο Σύνταγμα ούτε θα μπορούσε να οριοθετηθεί αντικειμενικά αφήνοντας περιθώρια για καταχρηστική επίκληση της συγκεκριμένης διάταξης. Εξάλλου, δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός ελέγχου, εάν υπάρχει τέτοιο «εθνικό θέμα» και εάν είναι τόσο σημαντικό όσο ο εκάστοτε πρωθυπουργός επικαλείται. Η δική του απόφαση ουδόλως ελέγχεται δικαστικά. Ο μόνος που μπορεί να κρίνει μια τέτοια απόφαση είναι εντέλει ο λαός στις εκλογές που ακολουθούν. Προφανώς, όμως, το ζήτημα αυτό αποδεικνύεται ήσσονος σημασίας στο πλαίσιο μιας προεκλογικής εκστρατείας που συνήθως μονοπωλείται από διαφορετική θεματολογία.
Βοήθησε τη χώρα μας, η συγκεκριμένη συνταγματική διάταξη; Δύσκολα μπορεί να υποστηριχθεί πειστικά κάτι σχετικό. Αντιθέτως, πρέπει να είμαστε η μόνη χώρα στον κόσμο που συζητάμε την επόμενη των εκλογών, την ημερομηνία διεξαγωγής της νέας αναμέτρησης. Εάν πραγματικά θέλουμε «σταθερές» κυβερνητικές θητείες, στην επόμενη αναθεώρηση του Συντάγματος, το σχετικό προνόμιο πρέπει να αφαιρεθεί από τον πρωθυπουργό και να δοθεί στην ίδια τη βουλή που μπορεί να αποφασίζει με πλειοψηφία 2/3. Γιατί, πράγματι, μπορεί κάποια στιγμή να υπάρξει «εθνικό θέμα υψίστης σπουδαιότητας» που να δικαιολογεί τις εκλογές, μολονότι ουδέποτε υπήρξε μέχρι σήμερα…