Η πρόκληση του εκσυγχρονισμού του Ηλεκτρονικού Εθνικού Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης
Του Γιάννη Κεφαλογιάννη (*)
Αν υπάρχει ένα χαρακτηριστικό που διακρίνει το ελληνικό κράτος διαχρονικά, αυτό είναι η αδυναμία του να εφαρμόζει αποτελεσματικά δημόσιες πολιτικές. «Αποτελεσματικά» σημαίνει να μπορεί να πάρει τη σαφή βούληση του Κοινοβουλίου, δηλαδή του νομοθέτη, και να τη μετουσιώσει σε διοικητικές πρακτικές που θα φέρουν ένα επιθυμητό αποτέλεσμα. Όταν λοιπόν οι εκπρόσωποι των πολιτών δεν μπορούν να εφαρμόσουν αυτό που αποφάσισαν, είτε γιατί η διοίκηση αδυνατεί, είτε γιατί αρνείται, τότε στην ουσία έχουμε ακύρωση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Από αυτή την άποψη το φαινόμενο της κακοδιοίκησης δεν είναι απλά ένα τεχνικό πρόβλημα. Είναι βαθύτατα πολιτικό. Γιατί αυτές οι φαινομενικά τεχνικές ελλείψεις δημιουργούν σοβαρότατα προβλήματα στην καθημερινότητα των πολιτών και στην ποιότητα της ζωής τους.
Είναι επομένως επιτακτικό η αντιμετώπιση του προβλήματος της κακοδιοίκησης να αποκτήσει πραγματικά την προτεραιότητα που του αξίζει στην πολιτική ατζέντα. Μπορεί σε κάποιους να φαντάζει ασήμαντο και ιδεολογικά μη ελκυστικό, το να ασχολείται η πολιτική ηγεσία ενός Υπουργείου με το να δοθεί ασφαλιστική ενημερότητα σε έναν επαγγελματία με χρέη λίγων ευρώ, αλλά για τον πολίτη που έρχεται καθημερινά αντιμέτωπος με την τυπολατρία και την αδράνεια είναι πραγματικά κορυφαίο ζήτημα.
Η πρόσφατη κοινοβουλευτική συζήτηση για τον εκσυγχρονισμό του ΕΦΚΑ ανέδειξε τόσο την πρόκληση όσο και την αναγκαιότητα του εγχειρήματος αφού η προσπάθεια επικεντρώνεται σε ένα πλαίσιο λύσεων για ζητήματα κακοδιοίκησης σε έναν από τους πιο προβληματικούς φορείς του δημοσίου που εξυπηρετεί 6,5 εκ. ασφαλισμένους και που συγκεντρώνει 1 στα 2 παράπονα που απασχολούν το Συνήγορο του Πολίτη.
Διαφήμιζε ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση, τη μεγάλη μεταρρύθμιση της ίδρυσης του ΕΦΚΑ και την ενοποίηση όλων των ταμείων. Πόσο όμως ασχολήθηκε με το διοικητικό και οργανωτικό χάος που προκλήθηκε από αυτή την ενοποίηση, η οποία για να μην αδικώ σε έναν βαθμό ίσως ήταν και αναπόφευκτη; Ελάχιστα ως καθόλου. Το αποτέλεσμα; Δεκάδες χιλιάδες εκκρεμείς συντάξεις, ελάχιστη έως μηδενική εξυπηρέτηση των ζητημάτων που αντιμετωπίζουν οι πολίτες, ιδιαίτερα της περιφέρειας, ανύπαρκτη πρόσβαση σε στοιχειώδεις πληροφορίες για την ασφαλιστική κατάστασή τους.
Για να μπορέσει ένας ασφαλισμένος να μάθει πόσα χρήματα θα πάρει από τη σύνταξη του ή τι χρωστάει στο ταμείο του θα πρέπει είτε να προσφύγει σε εργατολόγο, είτε σε πολιτικό γραφείο, είτε σε τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές που μεσολαβούν σε υπουργικά γραφεία. Μέχρι σήμερα, αν σε κάποια από αυτά δεν είχες πρόσβαση, πολύ απλά, δεν είχες καμία τύχη. Από αυτή λοιπόν την άποψη, η πεμπτουσία της κοινωνικής πολιτικής είναι να θέτεις στόχο να εκκαθαριστεί το σύνολο των ληξιπρόθεσμων κύριων συντάξεων στο πρώτο εξάμηνο του 2022.
Κοινωνική πολιτική είναι να ψηφιοποιείς τη διαδικασία έκδοσης των συντάξεων και να προσφέρεις ηλεκτρονικές, αυτοτελείς υπηρεσίες στους πολίτες. Κοινωνική πολιτική είναι να αξιοποιείς την τεράστια ακίνητη περιουσία που διαθέτει ο Οργανισμός και να μην αφήνεις τα ακίνητα του να ρημάζουν. Κοινωνική πολιτική είναι ακόμη να μπορείς να προσφέρεις στον υπάλληλο του Οργανισμού έγκαιρα την αναγκαία υλικοτεχνική υποδομή που θα βελτιώσει την ποιότητα της εργασίας του και θα τον διευκολύνει να εξυπηρετήσει τον πολίτη. Αλλά κοινωνική πολιτική – και συνάμα πρακτική καλής διοίκησης – είναι να επιβραβεύεις τον υπάλληλο, όπως κάνει το υπό συζήτηση νομοσχέδιο, όταν ο πολίτης εξυπηρετείται άμεσα και αποτελεσματικά. Προσπαθώ να καταλάβω σε τι πραγματικά από αυτά είχε αντίρρηση η αντιπολίτευση σε τέτοιο βαθμό που να μη συναινέσει ακόμα και για τα αυτονόητα σε νομοθετικό επίπεδο.
Αλλά ίσως αυτή να είναι και η μεγάλη διαφορά στην οπτική μας: Από τη μια η ξεκάθαρη προσπάθεια για μηδενισμό εκκρεμών συντάξεων, οι περισσότερο ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες και ένα ασφαλιστικό σύστημα όπου ο εργαζόμενος θα έχει ισχυρά αντικίνητρα για συμμετοχή σε αδήλωτη εργασία με έμφαση στη δυνατότητα διασφάλισης υψηλών επικουρικών συντάξεων ιδιαίτερα για τη νέα γενιά. Από την άλλη, η κενή περιεχομένου παροχολογία και οι μαγικές συνταγές με γνώμονα το υψωμένο σκιάχτρο του νεοφιλελευθερισμού, τις ταξικές αναλύσεις, τις σχέσεις καπιταλιστικής μητρόπολης και περιφέρειας και τα δεινά που επιφέρει το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο.
(*) Ο κ. Γιάννης Κεφαλογιάννης είναι Βουλευτής Ρεθύμνου, και πρώην Υφυπουργός Υποδομών και Μεταφορών