Tου παππού μου του Δημήτρη του άρεσε το κρασάκι. Του παππού μου του Βαγγέλη λίγο λιγότερο. Ο παππούς μου ο Δημήτρης ένας αρχοντάνθρωπος με γκιλότα, γιλέκο και ρολόι με αλυσίδα έπινε το κρασάκι του ακόμα και μόνος του αλλά χαιρόταν ιδιαίτερα όταν τον κερνούσαν.
Ο παππούς μου ο Βαγγέλης ένας λαικός διανοούμενος και άνθρωπος του μόχθου, το έπινε το κρασάκι του με την παρέα και στο χωράφι όπου δούλευε μέχρι τα βαθιά του γεράματα.
Όμως κάθε 3 του Νοέμβρη, οι δύο παππούδες μου, καλοί συμπεθέροι συναντιούνταν μεταξύ τους αλλά και με μεγάλη παρέα. Ο παππούς ο Δημήτρης ακόμα κι όταν η κόρη του “πέταξε” στους ουρανούς, του Αη Γιώργη του μεθυστή κατηφόριζε με το γαιδουράκι από το ορεινό χωριό του στο δικό μας.
Μάλλον ήταν η αφορμή για να κάνουν παρέα οι μεγάλοι. Γιατί με τα ξαδέρφια μου συχνά το δοκιμάζαμε το κρασί όλο το χρόνο και δε μας φαίνονταν και τόσο σπουδαίο. Ήταν λίγο ξινό και μας … έκρουβε.
Δεν καταλαβαίναμε τη χαρά τους του Αη Γιώργη του μεθυστή, αφού γύριζαν από τον Αη Γιώργη τον Καλαμιάρη έχοντας δώσει τον καλύτερο εαυτό τους, αφού ήταν ψάλτες και οι δύο, και έφευγαν για το χωριό.
Με τη δέουσα ιεροτελεστία άνοιγαν το βαρέλι, δοκίμαζαν για να πουν πως είναι καλύτερο από το περυσινό και μετά έπιναν, έτρωγαν, μιλούσαν με κέφι και διασκέδαζαν για ώρες πολλές.
Πόσες δεν ξέρω, θα σας γελάσω, γιατί εμείς μόλις τρώγαμε βγαίναμε στα σοκάκια για παιχνίδι.
Τα χρόνια πέρασαν, οι παππούδες και όλοι οι άλλοι έφυγαν από τη ζωή. Το σπίτι γκρεμίστηκε και πλάκωσε και τη βαρέλα. Μα πάντα τέτοια μέρα θυμάμαι τους παππούδες και τον Αη Γιώργη το μεθυστή, μια τρυφερή ανάμνηση των παιδικών μου χρόνων. Πάντα η 3η Νοέμβρη παραμένει στη μνήμη μου ως μέρα ξεχωριστή.