Να μη χαθεί η νέα χρυσή ευκαιρία της Συνόδου κορυφής (24/9/20)
Tου Δημήτρη Κ. Σαρρή
Στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι,10 και 11 Δεκεμβρίου 1999. η Ελλάδα βρέθηκε απέναντι σε μια κρίσιμη διαπραγμάτευση, το αποτέλεσμα της οποίας έχει παραμείνει ακόμη ανοικτό, και το οποίο θα μπορούσε σηματοδοτήσει μια καλύτερη παραπέρα πορεία των Εθνικών μας θεμάτων και ιδιαίτερα των Ελληνοτουρκικών.
Η Ελλάδα τάχθηκε ,τότε,, κατ’ αρχήν, υπέρ της προσέγγισης της Τουρκίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η θέση αυτή προέκυψε από την απάντηση στο Ερώτημα:
Τι είδους Τουρκία επιθυμούμε;
Η Ελλάδα έχει εμπειρία σαράντα πέντε χρόνων, από μία Τουρκία επιθετική, η οποία δρα εκτός κανόνων.
Συνεπώς ο στόχος μας, τότε, ήταν μια Τουρκία που θα δεσμεύεται από κανόνες, θα ελέγχεται και θα έχει να χάσει από τη μη – τήρησή τους.
Για τον λόγο αυτό και υποστηρίξαμε τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της.
Ο Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της θα σήμαινε έμπρακτη αναγνώριση των κριτηρίων της Κοπεγχάγης, υποχρέωση της Τουρκίας να τεθεί σε τροχιά αληθινού εκδημοκρατισμού, σεβασμό του διεθνούς δικαίου και παραίτηση από την χρήση βίας.
Θα σήμαινε επίσης πραγματική δυνατότητα καλύτερης προάσπισης και ικανοποίησης πάγιων εθνικών στόχων της Ελλάδας.
Ο Ευρωπαϊκός προσανατολισμός της Τουρκίας θα σηματοδοτούσε , τελικά, μεγαλύτερη ασφάλεια στην περιοχή μας.
Στην πορεία της προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, η Τουρκία θα υπόκειτο στην συνεχή επιτήρηση και έλεγχο των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Είναι ιδιαίτερα σημαντικό το γεγονός ότι σε αυτή τη διαδικασία συνεχούς επιτήρησης και ελέγχου της Τουρκίας θα συμμετείχε – ισότιμα με τα υπόλοιπα Ευρωπαϊκά κράτη – η Ελλάδα.
Στοιχείο το οποίο αποτελούσε σημαντικότατο διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της χώρα μας.
Στο Ελσίνκι η Ελλάδα διαπραγματεύτηκε με τους εταίρους της στην Ε.Ε., την αίτηση της Τουρκίας να είναι υποψήφια και όχι με την Τουρκία.
Πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα διαπραγματεύτηκε με τους εταίρους της, τους όρους της τουρκικής υποψηφιότητας.
Στη διαμόρφωση αυτών των όρων εμπεριέχοντο αμιγώς διμερή ζητήματα καθώς και το Κυπριακό.
Η Ελλάδα πέτυχε να φέρει όλα τα διμερή προβλήματα με την Τουρκία, καθώς βεβαίως και το Κυπριακό, στα πλαίσια της Ε.Ε. και των Ευρωτουρκικών σχέσεων.
Με άλλα λόγια, δεν είμαστε εμείς μόνον που ζητήσαμε από την Τουρκία να αλλάξει, αλλά η ίδια η Ε.Ε. που ζήτησε την ουσιαστική και σε βάθος πρόοδο από την Τουρκία.
Η Ελλάδα τάχθηκε υπέρ της ουσιαστικής και όχι «εικονικής» υποψηφιότητας της Τουρκίας, δηλαδή, υπέρ μιας υποψηφιότητας περιεχομένου και όχι ονόματος.
Αυτό σήμαινε συγκεκριμένα δικαιώματα και υποχρεώσεις, για όλες ανεξαιρέτως τις υποψήφιες χώρες.
Όπως η Ε.Ε. ζήτησε την εκπλήρωση συγκεκριμένων ειδικότερων όρων, από όλες τις υποψήφιες χώρες, και όχι μόνο την Τουρκία (π.χ. από τη Βουλγαρία για τον πυρηνικό σταθμό στο Κοζλοντούι , έτσι θα ζήτησε από την Τουρκία την εκπλήρωση μιας σειράς από συγκεκριμένους όρους.
Οι όροι αυτοί, που πρέπει να συντρέξουν, είναι:
Α. Η απρόσκοπτη ενταξιακή πορεία της Κύπρου στην Ε.Ε (ανεξάρτητα από την εξέλιξη του Κυπριακού προβλήματος)
Β. Η αποδοχή, από την Τουρκία, του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ως όργανο επίλυσης των Ελληνοτουρκικών διαφορών
Γ. Ο σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου, από μέρους της Τουρκίας.
Οι γενικοί όροι (ό,τι ζητείται από τις υποψήφιες χώρες στο σύνολό τους), οι ειδικότεροι όροι που θέτει η Ε.Ε. στην Τουρκία (Κυπριακό, Ελληνο-τουρκικά) και τέλος, οι υπάρχοντες κοινοτικοί μηχανισμοί επιτήρησης και ελέγχου, συνιστούν τα συστατικά στοιχεία της λεγόμενης «εταιρικής σχέσης» της Ε.Ε., με την Τουρκία που ονομάζεται και «Οδικός Χάρτης».
Όπως γίνεται αντιληπτό, από όλα τα παραπάνω, η Ελλάδα προσπάθησε να επιτύχει το Κυπριακό να αποκτήσει νέα δυναμική (μέσω της προώθησης της ενταξιακής διαδικασίας της Κύπρου ανεξάρτητα από την πολιτική λύση του προβλήματος) καθώς και να αναδειχθεί η σημασία της Ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, μέσω της αποδοχής της γενικής δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης.
Η Ελληνική Κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη,τότε, στάθμισε, με καθαρό τρόπο, το Εθνικό συμφέρον και σε μια διαπραγμάτευση, που θα έμενε ανοικτή ως το τέλος, δεν θα διστάσει να ασκήσει, εάν δεν επιτευχθεί η μεγιστοποίηση των εθνικών μας συμφερόντων, το δικαίωμα της αρνησικυρίας (veto)..
Η έκδοση της γνωστής κοινής Απόφασης, που πάρθηκε τότε από τους εταίρους μας στο Ελσίνκι, για την αποδοχή, κατ αρχήν, της υποψηφιότητας της Τουρκίας στην Ε.Ε, υπό όρους που κάλυπταν απόλυτα της Ελληνικές θέσεις.
-Η Τουρκία κλήθηκε να εγκαταλείψει την αδιάλλακτη στάση της και να κατανοήσει ότι τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά της υπηρετούνται, κατά τον καλύτερο τρόπο, από την αποδοχή της επίμαχης αυτής απόφασης της Ε.Ε.
Το πρόβλημα λοιπόν πλέον το έίχε η Τουρκία, που κλήθηκε να σταθμίσει με σοβαρότητα τη στάση της, από την οποία και θα εξαρτηθεί το άνοιγμα της προοπτικής για ένταξή της στην πολιτισμένη οικογένεια των Ευρωπαϊκών Κρατών.
Όμως η επόμενη κυβέρνηση του Κωστα Καραμανλή,αντί να αξιοποιήσει τους όρους της Συμφωνίας του Ελσίνκι,προχώρησε σε επανεκκίνηση των Ελληνοτουρκικών συνομιλιών χωρίς να απαιτήσει την αποδοχή ,από την γείτονα,των συμφωνηθέντων .Εκτός της ένταξης της Κύπρου, ως επίσημο και ισότιμο μέλος της Ευρωπαϊκής Οικογένειας ,που έγινε πραγματικότητα,η Τουρκία δεν έδειξε τον απαιτούμενο σεβασμό ούτε στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, ούτε στο Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας ,που παραβιάζει κατάφωρα,
Στις 24 του Σεπτέμβρη ,δίνεται μια νέα τελευταία χρυσή ευκαιρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση για ένα νέο <<Ελσίνκι>,αλλά με χειροπιαστό αποτέλεσμα αυτή την φορά.Πρέπει να τεθεί ωμά στην Τουρκία ότι ,αν την ενδιαφέρει τελικά η ένταξη της στην Ευρωπαϊκή οικογένεια ,πρέπει να εγκαταλείψει οριστικά και δια παντός τις θρασύτατες προκλήσεις και τις απειλές ,στην Ανατολική Μεσόγειο, με την παρουσία του πολεμικού της στόλου και των ερευνητικών σκαφών και Γεωτρυπάνων/
Αλλως, για να μην είναι η πρόσφατη αποχώρηση του <<oruc reis>>,από την Ανατολική Μεσόγειο και η επιστροφή του στο λιμάνι της Αττάλειας , παρά ένας πονηρός ελιγμός της ΄Αγκυρας ,προς αποφυγήν των Οικονομικών Κυρώσεων στο επικείμενο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, πρέπει να αποφασιστεί η Αυτόματη επιβολή τους, μόλις η Τουρκία παραβιάσει ξανά το Διεθνές Δίκαιο. Αν αυτό διασφαλιστεί θα είναι απίθανο η Τουρκία ,που παραπαίει οικονομικά, να τολμήσει να ξαναρχίσει τις απειλές και τις προκλήσεις .Αρκεί να διασφαλιστεί,λοιπόν, ο μηχανισμός αυτόματης επιβολής των κυρώσεων και να μην παραπεμφεί το ζήτημα της επίμαχης Απόφασης,ξανά, στις ελληνικές καλένδες ,όπως η πρώτη απόφαση του 1999.Αυτή η νέα ευκαιρία δεν πρέπει να χαθεί.