Σκοπός του άρθρου είναι να φωτίσει και να υπενθυμίσει σημεία που αναφέρονται στην κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη, από τη σκοπιά που τα είδε και τα έζησε ο Εποχούμενος Περιπατητής· κυρίως, όμως, να προβάλλει το … «Ξύλινο Τείχος», στοιχείο μεγάλης σημειολογικής σημασίας, που δεν έχει αναφερθεί σε καμία από τις πολλές και εκτενείς σχετικές δημοσιεύσεις, με την ελπίδα ότι θα βοηθήσει τους μελετητές του συγγραφέα. Επιπλέον, τρία είναι τα γεγονότα, που μαζί με τα παραπάνω έπαιξαν ρόλο στη συγγραφή του άρθρου. Αυτά είναι: η κοινή ημερομηνία γέννησης Καζαντζάκη – Περιπατητή (18 Φεβρουαρίου) και η συχνότατη διέλευσή του από την οδό που φέρει το όνομα του Κρητικού συγγραφέα, η ενεργή συμμετοχή του Περιπατητή στην κηδεία, ως «παπαδοπαίδι» και η μετά από πέντε και πλέον δεκαετίες επίσκεψη και γνωριμία του με τον ιερέα Σταύρο Καρπαθιωτάκη, που ήταν εκείνος, ο οποίος τόλμησε να συνοδεύσει τη σορό του συγγραφέα στην τελευταία της κατοικία. Να διευκρινιστεί, όμως, ότι τίποτε απολύτως από όσα γράφονται παρακάτω, δεν έχει σχέση με τα όσα διημείφθησαν μεταξύ Περιπατητή και ιερέα, κατά τη διάρκεια του «καφέ – γνωριμίας», στην γεμάτη καλλωπιστικά άνθη αυλή της οικίας του, στον Άι Γιάννη.
Ο Νίκος Καζαντζάκης πέθανε σε κλινική στο Φράιμπουργκ της Γερμανίας, στις 26 Οκτωβρίου του 1957, από Ασιατική Γρίπη, όπως αναφέρεται, αν και υπέφερε από λευχαιμία τα τελευταία 8 χρόνια. Επιθυμία του ήταν να θαφτεί στην Κρήτη … Αυτό, όμως, δεν έγινε αβίαστα και ομαλά, με τις διαδικασίες που αρμόζουν σε μια προσωπικότητα παγκοσμίου κύρους, όπως ήταν ο Καζαντζάκης. Αιτία ήταν, όπως είναι γνωστό, το εχθρικό κλίμα που είχε δημιουργηθεί εκ μέρους μεγάλης μερίδας του κλήρου και άλλων παρα-εκκλησιαστικών οργανώσεων, γενικότερα, αλλά και των πολιτικών του αντιπάλων και άλλων ομοτέχνων του, από την υποκειμενική ερμηνεία των όσων αναφέρονται στα έργα του «Ο καπετάν Μιχάλης», «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Ο τελευταίος Πειρασμός» κ.ά. Ακόμα και η πολιτική του τοποθέτηση και φιλοσοφία δεν ήταν το ό,τι καλύτερο για την αξιολόγησή του από πολλούς «υψηλά ιστάμενους», στη συγκεκριμένη χρονική –μεταπολεμική- περίοδο (άθεος, κομμουνιστής).
Η σορός του έφτασε στην Αθήνα στις 4 Νοέμβριου του 1957 και ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος δεν επέτρεψε την παραμονή της σε καμία εκκλησία, ώστε να τεθεί σε λαϊκό προσκύνημα… έτσι, η σορός μεταφέρεται το απόγευμα της Δευτέρας (4/11/57) στο Ηράκλειο, στις 4:30 μ.μ. Λέγεται μάλιστα, ότι το αεροπλάνο της νεοσύστατης, τότε, Ολυμπιακής Αεροπορίας, το διέθεσε ο Αρ. Ωνάσης… Πλήθος κόσμου υποδέχτηκε το νεκρό, στο αεροδρόμιο Ηρακλείου (αναφέρεται περί τα 700 άτομα) και στις 5 μ.μ. η σορός φτάνει στο Μητροπολιτικό ναό του Αγίου Μηνά (αργότερα έγινε Αρχιεπισκοπή), με τη συνοδεία ομάδας εύσωμων και μυστακοφόρων Κρητικών, με τοπικές ενδυμασίες, πράγμα που καθιστούσε κάθε απόπειρα απαγόρευσης της εισόδου στο ναό, ανενεργή! Η σορός τοποθετήθηκε στο κέντρο του ναού, όπου υπήρχε χώρος, ανάμεσα στις δύο μεγάλες κολώνες, στη μια από τις οποίες βρίσκεται ο άμβωνας… Στη δεκαετία του ’50, καμία εκκλησία, στην πόλη, δεν είχε καθίσματα στον κυρίως ναό. Οι πιστοί εκκλησιάζονταν όρθιοι (χωριστά γυναίκες – άνδρες). Υπήρχαν μόνο τα «στασίδια», κατά μήκος των τοίχων του ναού. Αυτές οι ξύλινες κατασκευές με το αναδιπλούμενο κάθισμα, συχνά πολλά στασίδια μαζί, 2 – 4 στη σειρά, αποτελούσαν ένα συμπαγές σύνολο και τις περισσότερες φορές ήταν προσφορά των πιστών, για να κάθονται και να ξεκουράζονται από την ορθοστασία, στις πολύωρες λειτουργίες. Ακόμα, σε πολλά στασίδια, υπήρχε μικρή επιγραφή με το όνομα του δωρητή, που του έδινε την αποκλειστικότητα της χρήσης (δηλ. … ρεζερβέ)!
Το γεγονός που πέρασε απαρατήρητο και δεν καταγράφτηκε στα πολλά άρθρα και στις δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις, ήταν η κατασκευή ενός «Ξύλινου Τείχους». Η Εκκλησία, στην αδυναμία της να εμποδίσει την είσοδο και παραμονή της σορού στο ναό, δημιούργησε ένα Ξύλινο Τείχος, αφαιρώντας τα στασίδια που υπήρχαν κατά μήκος των τοίχων του ναού. Με αυτές τις ξύλινες κατασκευές δημιούργησε ένα διαχωριστικό, ένα φράγμα, λίγο πριν τα δύο σκαλοπάτια, που οδηγούν στον ανυψωμένο χώρο, όπου βρίσκονται οι θέσεις των ψαλτών, ο Σολέας και η Ωραία Πύλη. Με λίγα λόγια, ο ναός ήταν χωρισμένος στα δύο και το σημειολογικό μήνυμα, ως προς τη χρήση του ναού ήταν προφανές. Ότι δηλ. ναι μεν, δεν αποβάλλεται κανείς, από το ναό, αλλά και δεν επιτρέπεται η είσοδος πέραν από ένα σημείο (όπου βρίσκεται το Ιερό) ! Παραμένει άγνωστο, ποιος είχε την πρωτοβουλία ή έδωσε την εντολή για τη δημιουργία της κατασκευής αυτής…
Η σορός ετέθη σε λαϊκό προσκύνημα, φρουρούμενη από τους ένστολους Κρητικούς. Την επομένη, 5 Νοεμβρίου, στις 11 π.μ. μετά την άφιξη των επισήμων, εψάλη σύντομη Επιμνημόσυνη Δέηση, με την παρουσία του Μητροπολίτη Κρήτης Ευγενίου (Ψαλιδάκη) και άλλων ιερέων, οι οποίοι στη συνέχεια απεσύρθησαν στο παραπλήσιο κτήριο της Μητρόπολης. Ακολούθησε κατάθεση στεφάνων και εκφωνήθηκαν επικήδειοι λόγοι, εντός του ναού, μάλλον για να κερδηθεί χρόνος, αφού ο τόπος, το σημείο της ταφής, ευρίσκετο υπό συζήτηση… Όλα αυτά, ήσαν πρωτόγνωρα και φάνταζαν μάλλον φυσιολογικά, έως αδιάφορα, στα μάτια του νεαρού Περιπατητή, που δεν ήταν ακόμη Εποχούμενος, αλλά μαθητής δημοτικού και υπηρετούσε ως «παπαδοπαίδι» στη Μητρόπολη του Ηρακλείου. Για να κατανοήσουμε την ατμόσφαιρα της στιγμής, πρέπει να θυμόμαστε ότι ο τότε Μητροπολίτης Ευγένιος (Α!), υπό την πίεση μεγάλης μερίδας του κλήρου, αλλά και πολλών ομάδων του παρα-εκκλησιαστικού χώρου, είχε απαγορεύσει την ταφή του Ν.Καζαντζάκη στο Δημοτικό Κοιμητήριο (Άγιος Κωνσταντίνος) , καθώς και τη συνοδεία της σορού στον τελικό τόπο ταφής από ορθόδοξο ιερέα. Η ατμόσφαιρα στη Μητρόπολη παρέμενε τεταμένη και επικρατούσε ένα κλίμα αμηχανίας και αβεβαιότητας, καθώς η σορός ευρίσκετο στο ναό, υπήρχε απαγόρευση ταφής από την Εκκλησία και ουδείς γνώριζε το πού, το πώς, το πότε και το … εάν επρόκειτο να ταφεί ο μεγάλος Κρητικός συγγραφέας !
Εδώ, έχουμε ένα σημείο που δεν έχει φωτιστεί αρκετά και με λεπτομέρεια, αλλά στο Δήμο του Ηρακλείου (δήμαρχος ο Γεώργιος Γεωργιάδης), γίνονταν κάποιες προτάσεις σχετικά με τον τόπο της ταφής. Απ΄ αυτές, άλλες ανέφεραν το όρος Γιούχτας, στις Αρχάνες (10 χλμ.), άλλες σημείο κοντά στην Κνωσό (5 χλμ.), όμως επεκράτησε η πρόταση να γίνει η ταφή στον αδιαμόρφωτο, ακόμα, Προμαχώνα του Μαρτινένγκο, πάνω στα (Β)ενετικά τείχη.
Ο Σταύρος Καρπαθιωτάκης δεν ήταν στρατιωτικός ιερέας, αλλά, όπως φέρεται ότι δήλωσε στη δημοσιογράφο Ελένη Κατσουλάκη, το 1972, ήταν παπάς, που υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία. Λέει: «Οι αρχές και ο στρατός φοβόνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης.
Όταν θα το ‘παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Το ‘σκασα κρυφά από τον στρατό την μέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στο Μαρτινένγκο και τον έθαψα…». Δύο παρατηρήσεις: Βρισκόμαστε στα 1957, χωρίς κινητά, χωρίς υπολογιστές, χωρίς τηλεοράσεις, χωρίς τρανζιστοράκια και με αυστηρή απαγόρευση εξόδου από το στρατόπεδο. Πώς γνώριζε ο στρατιώτης παπά – Σταύρος ποια ήταν η κατάσταση που επικρατούσε εκείνες τις ώρες στον Άγιο Μηνά, ώστε να πάρει τα ράσα του και να φύγει σκαστός απ’ το στρατόπεδο; Κι ακόμα, πώς γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να υπάρχει κι άλλος τολμηρός ιερέας, όπως εκείνος, με εντολή να πραγματοποιήσει την ταφή; Επίσης, η έκφραση «έτρεξα στο Μαρτινέγκο και τον έθαψα!», είναι προσωπική διατύπωση της στιγμής και δημιουργεί την εντύπωση ότι «έπεσε εξ ουρανού» στον Προμαχώνα του Μαρτινένγκο, ενώ στην πραγματικότητα, ο ιερέας συμμετείχε κανονικά στη διαδρομή … μάλιστα, λίγα βήματα πίσω από τον Εποχούμενο Περιπατητή (για να μην ξεχνιόμαστε), όπως δείχνουν και οι φωτογραφίες της εποχής !
Λέγεται ότι ο Μητροπολίτης Ευγένιος (Ψαλιδάκης), ήταν ιεράρχης ήπιου χαρακτήρα και αμφιταλαντεύτηκε πολύ, ώσπου να πάρει την οριστική απόφαση για την απαγόρευση της ταφής, κυρίως για να μη δυσαρεστήσει τη μεγάλη μερίδα του φανατικού «αντι-Καζαντζακικού» κλήρου και των παρα-εκκλησιαστικών οργανώσεων και ομάδων. Ταυτόχρονα, όμως, λέγεται ότι δέχτηκε έντονες πιέσεις από τον τότε υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, Αχιλλέα Γεροκοστόπουλο, που έχαιρε εκτίμησης και κατά άλλους, επελέγη η … Σολομώντεια λύση του «αντάρτη», στο πρόσωπο του νεαρού, τότε, παπά -Σταύρου. Δυστυχώς, η περιγραφή λεπτομερειών από την ατμόσφαιρα μέσα στη Μητρόπολη, η ανταλλαγή απόψεων και οι σκέψεις για την τελική λύση, δεν αποκαλύφτηκαν ποτέ από το σεβάσμιο ιερέα και θα παραμείνει για πάντα ένα μεγάλο ερωτηματικό, αν συνόδευσε τη σορό του Καζαντζάκη από δική του πρωτοβουλία (όπως λέει στη συνέντευξη του ’72), ή είχε εντολή και οδηγίες «άνωθεν»… Ο παπά – Σταύρος Καρπαθιωτάκης «έσβησε» ήσυχα στο σπίτι του, στον Άγιο Ιωάννη, ένα μεσημέρι του Αυγούστου, του 2018, σε ηλικία 86 ετών, παίρνοντας μαζί του, ως επτασφράγιστο μυστικό, τις λεπτομέρειες και το πολύ ενδιαφέρον παρασκήνιο του γεγονότος της κηδείας και ταφής του Καζαντζάκη.
Μετά την απόφαση από το Δήμο, για οριστικό σημείο ταφής τον προμαχώνα του Μαρτινένγκο και τη λήξη των επικήδειων λόγων και της κατάθεσης των στεφάνων, στο ναό, η νεκρική πομπή, εν μέσω πλήθους κόσμου, ξεκίνησε από τον Άγιο Μηνά και από τις οδούς Καλοκαιρινού, 1821, Κόσμων, 1866, Έβανς και Ν.Πλαστήρα, κατέληξε στον προμαχώνα. Προηγείτο η φιλαρμονική του Δήμου Ηρακλείου, με τον αρχιμουσικό Μηνά Τζωρτζάκη, ακολουθούσε τμήμα σπουδαστών της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με κάθε σπουδαστή να φέρει από ένα βιβλίο των ελληνικών εκδόσεων του Καζαντζάκη. Ακολουθούν «εφ’ ενός ζυγού», δεξιά και αριστερά του δρόμου, κοπέλες του Λυκείου των Ελληνίδων, με τοπικές ενδυμασίες, με κάθε μία να φέρει από ένα από τα 47 στέφανα που είχαν κατατεθεί στο ναό, καθώς και νεαροί βρακοφόροι Κρητικοί. Μέσα στις δύο παράλληλες γραμμές ακολουθούν 5 «παπαδοπαίδια», δύο μπροστά με τα φαναράκια και αμέσως μετά, άλλα 3, με το σταυρό στο μέση, (από τον Περιπατητή) και τα ιερά εξαπτέρυγα, δεξιά και αριστερά. Ακολουθεί, ο νεαρός παπά- Σταύρος Καρπαθιωτάκης και αμέσως πίσω, το ειδικό όχημα που φέρει τη σορό του Ν.Καζαντζάκη, με τη συνοδεία ομάδας Κρητικών, του Συλλόγου Βρακοφόρων Χανίων, που ήρθαν ειδικά, γι’ αυτό, από τα Χανιά. Ακολουθούν, οι επίσημοι (Γεώργιος Παπανδρέου, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης κ.ά.) και πλήθος κόσμου. Αξίζει να σημειωθεί, ότι λόγω της σπουδής κάτω από την οποία ελήφθη η απόφαση της ταφής, ο χώρος γύρω και πάνω στον προμαχώνα ήταν αδιαμόρφωτος, δεν υπήρχε κλίμακα (τα σημερινά σκαλοπάτια), αλλά χωμάτινη ράμπα. Έτσι, το όχημα με τη σορό (βοηθούμενο και από τους χεροδύναμους, βρακοφόρους Κρητικούς, που το συνόδευαν), ανέβηκε ως επάνω, μέχρι το σημείο όπου υπήρχε η πρόσφατη εκσκαφή του τάφου, ενώ ο υπόλοιπος χώρος ήταν ασφυκτικά γεμάτος από πλήθη κόσμου, που βρέθηκαν για να κατευοδώσουν το μεγάλο Κρητικό, στην τελευταία του κατοικία. Κατ’ εντολή του, τότε, πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, η κηδεία του Ν.Καζαντζάκη έγινε δημοσία δαπάνη.