Σε κάποιο παλιό ευρετήριο τηλεφώνων, βρήκα τον αριθμό ενός συμμαθητή μου. Τον πήρα τηλέφωνο και μεταξύ άλλων, τον ρώτησα τι κάνει και με τι καταγίνεται… Μου απάντησε ότι δουλεύει σ’ ένα «πρότζεκτ», που περιλαμβάνει θερμική επεξεργασία κεραμικών, πλαστικών και μεταλλικών υλικών, σε απόλυτα ελεγχόμενο περιβάλλον. Εντυπωσιάστηκα! Σκέφτηκα ότι έχω μείνει πίσω και δεν μπορώ να παρακολουθήσω το φρενήρη καλπασμό της τεχνολογίας. Με λίγα λόγια … ψάρωσα! Αλλά μετά από ορισμένες επιπρόσθετες διευκρινίσεις, συμπέρανα ότι ο δικός μου μένει σπίτι του και πλένει τα πιάτα και τα λοιπά κουζινικά, με ζεστό νερό, κάτω από την αυστηρή επίβλεψη της γυναίκας του.
Ευτυχώς, εγώ έχω γλυτώσει το πλύσιμο των πιάτων. Ίσως, γιατί παρά τις προσπάθειες για την εξίσωση των δύο φύλων, στις διαφημίσεις για το πλύσιμο των πιάτων ή των ρούχων με κάποιο θαυματουργό απορρυπαντικό, όλο και κάποια χαμογελαστή και ικανοποιημένη κυρία έχει τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ακόμα, ίσως, επειδή αυτή η θαυματουργή σκόνη ή το μαργαριταρένιο (περλέ) παχύρευστο υγρό, κάνει μόνο του τη δουλειά του πλυσίματος, απλώς προσθέτοντας μερικές σταγόνες, κάπου ανάμεσα στη στοίβα των γεμάτων με λίπη και σάλτσες πιάτων ή πετώντας την ταμπλέτα –από μακριά- μέσα στο πορτάκι του πλυντηρίου των ρούχων! Ίσως, ακόμη να έχω αποφύγει τη διαδικασία του πλυσίματος των πιάτων, επειδή απαγορεύω, αυστηρώς, να πλησιάσει ο οποιοσδήποτε σε απόσταση βολής, στην κουζίνα, την ώρα που μαγειρεύω!
Όπως ο καλός ο καπνιστής απολαμβάνει στο μέγιστο το τσιγάρο του, όταν αυτό συνοδεύεται από το ανάλογο καφεδάκι (βαρύ, γλυκό, ελαφρύ, μέτριο, ναι και όχι στο χοντρό κ.λπ.), διαπίστωσα ότι κι εγώ απολαμβάνω την ενασχόλησή μου με τη μαγειρική, συνοδεία τηλεόρασης. Είναι σαν κάποιος να μου μιλάει, να μου κάνει παρέα, να με προσέχει, να με παρακολουθεί, ίσως και … να με θαυμάζει! Θα μπορούσα να αναφέρω τη φράση: «το τερπνό (δηλ. η μαγειρική) μετά του ωφελίμου (δηλ. η TV)». Όμως, δεν είμαι βέβαιος αν και κατά πόσο η τηλεόραση, ακόμα κι αν δεν είναι τηλεθέαση, αλλά απλώς αντικαθιστά το ραδιόφωνο, μπορεί να είναι ωφέλιμη, σε όλα –αδιακρίτως- τα προγράμματά της. Και κάλλιστα μπορεί κανείς να ρωτήσει: Και γιατί, ρε κύριε, επιμένεις να έχεις ανοιχτή την τηλεόραση, όταν μαγειρεύεις; Ειλικρινά, δεν ξέρω. Ρωτήστε αυτόν που απολαμβάνει τον καφέ του, γιατί δεν σβήνει το τσιγάρο…
Γενικά, τρέφω ένα κρυφό κι ανείπωτο θαυμασμό, σε όλους εκείνους που έχουν κατορθώσει να παροπλίσουν το δέκτη της τηλεόρασής τους· «μαθαίνω τα νέα από το διαδίκτυο», δηλώνουν. Και ειλικρινά δεν νιώθω κανένα θυμό όταν κάποιος απ’ αυτούς με ρωτάει με επιφύλαξη και ύφος συγκρατημένης αποδοκιμασίας: «Εσύ, βλέπεις τηλεόραση;». Ντρέπομαι που λέω «Ναι», αλλά είπαμε … το πάθος – πάθος! Ξεκινώντας από το «πρωινάδικα» και τους «πρωινούς καφέδες». Απορώ, πού βρίσκουν όλοι αυτοί στο πάνελ τόσο άφθονο και «πηγαίο» χιούμορ, ώστε να γελούν και να αστειεύονται, πρωί – πρωί, συνεχώς. Το κουτσομπολιό το καταλαβαίνω· θα πρέπει να είναι τόσοι και τόσοι οι τηλεθεατές, που αρέσκονται στο να παρακολουθούν τι κάνει ο ένας, με ποια πήγε ο άλλος, τι φόρεσε στο πάρτυ η άλλη και τα παρόμοια… ή το άλλο, που χρειάστηκε να πάνε στον Άγιο Δομίνικο, για να παίξουν παιχνίδια στην άμμο, κοτζάμ μπόμπιρες και κοπελίτσες. Χάθηκαν εδώ οι παραλίες; Αφήνουμε τις ακατανόητες ίντριγκες, τα πείσματα, τις ζήλειες, τις λυκοφιλίες και τις «άδικες αποχωρήσεις». Εκτός από τους ίδιους τους παίκτες, που παίρνουν μέρος επειδή επιδιώκουν την αναγνωρισιμότητα … οι τηλεθεατές, τι προβληματισμό και τι προσδοκίες έχουν από το παιχνίδι;
Είχαμε συνηθίσει το «σασπένς» σε έργα κατασκοπείας, αν το παλικάρι φέρει σε πέρας την αποστολή του, στην έκβαση δικαστικών υποθέσεων, στην επιτυχία ή μη, μιας μυστικής αποστολής, στην επιβίωση κάτω από αντίξοες συνθήκες κ.λπ. Τώρα, το «σασπένς» έχει μεταφερθεί στην κουζίνα. Έψησες καλά το νουά ή το άφησες μισοψημένο, η σάλτσα σου δεν έχει το σωστό αλάτι, τα ζυμαρικά σου δεν είναι «al dente», δεν μας παρουσιάζεις τίποτα πρωτότυπο… η ατμόσφαιρα είναι τεταμένη, μεσολαβούν διαστήματα (νεκρικής) σιωπής, ο διαγωνιζόμενος δαγκώνει τα χείλια του και από τη σύντομη σύσκεψη των κριτών – σταρ, το πιάτο μηδενίζεται και ο διαγωνιζόμενος αποκλείεται. Η πολυπόθητη ποδιά είναι πια ένα μακρινό όνειρο και η μόνη αντίδραση του νέου ή της νέας: «Μάλιστα, σεφ» (όπως λέγαμε: μάλιστα λοχαγέ), «ευχαριστώ, σεφ»! Πλήρης υποταγή και σεβασμός. Στρατιωτική πειθαρχία…
Και η τηλεοπτική αποκορύφωση φτάνει στο ζενίθ με τις ειδήσεις. Ξεκινάμε με βιασμούς, συνεχίζουμε με βιασμούς (τώρα, όμως, μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου), συνεχίζουμε με δολοφονίες, ακολουθούν κάποιες καταλήψεις συνοδευόμενες από βανδαλισμούς, αποκλεισμοί από μετεωρολογικά φαινόμενα, πλημμύρες, σεισμοί, καταποντισμοί, διασωληνώσεις, θάνατοι! Και δεν είναι μόνο αυτά. Στο κάθε επεισόδιο γίνεται εμβάθυνση, ανάλυση, εκτίμηση από ειδικούς… γιατρούς, σεισμολόγους, μετεωρολόγους, κοινωνιολόγους, δασολόγους, επιδημιολόγους… «για όλους αυτούς τους λόγους», τα παυσίπονα, τα αναλγητικά, τα αντιπυρετικά, τα καταπραϋντικά, έχουν μεγάλη πέραση. Για τα αντισυλληπτικά … ρωτήστε το γιατρό σας… Σήμερα, με τα διατιθέμενα μέσα, ο συνεργάτης με το μικρόφωνο, μπορεί να τρυπώνει παντού, μέσα σε σπίτια πονεμένων, πεινασμένων, ταλαιπωρημένων και να παίρνει συνεντεύξεις, όπου η επωδός είναι «… να κάνει κάτι το κράτος!». Εδώ, την απάντηση έχει δώσει ο Τζων Φ. Κέννεντυ (αν και όλοι οι πρόεδροι έχουν τους δικούς τους speech writers): «Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η χώρα σου για σένα. Ρώτησε, τι μπορείς, εσύ, να κάνεις για τη χώρα σου»…
Πολύπλοκο μηχάνημα ο Έλληνας, που δεν ζητά πολλά από τη ζωή του… Θέλει να έχει τα νοσοκομεία της Γερμανίας, τα σχολεία της Φινλανδίας, τα φαγητά της Γαλλίας, τα εκχιονιστικά του Καναδά, τον στρατό της Αμερικής, την οργάνωση της Ιαπωνίας, την οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, τις τράπεζες της Ελβετίας, το αφορολόγητο του Ντουμπάι, τα λεφτά του Μπιλ Γκέιτς, φιλενάδα τη Ζιζέλ και κυβέρνηση αυτόν που θα βάλει στο δημόσιο, τον άχρηστο το γιο του. Και όλ’ αυτά, από την ξαπλώστρα του, στην παραλία!