Ἡ προσευχή γιά τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι κατάσταση ψυχοσωματική. Δέν πρόκειται γιά μιά στροφή πρός τόν ἑαυτό μας, μιά ἀπρόσωπη σχέση, ἀλλά γιά κοινωνία δύο προσώπων, ἀφ ̓ ἑνός ἐμοῦ, τοῦ προσευχομένου ἀνθρώπου, καί, ἀφ ̓ ἑτέρου, τοῦ ἀληθῶς παρόντος καί συνόντος Θεοῦ. Προσεύχομαι σημαίνει ὅτι ἴσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ὁμιλῶ μαζί Του. Μετέχω, δηλαδή, σ ̓ ἕνα ζωντανό διάλογο, ὁ ὁποῖος δέν εἶναι ἐριστικός, δέν ἔχει διαπληκτισμούς οὔτε καί ἐπιχειρηματολογία. Πρόκειται γιά μία κατάσταση πίστεως καί ἐσωτερικῆς δυνάμεως, γιά μιά ἐνέργεια ὑπερφυσική, πού κινεῖ τόν προσευχόμενο πρός τήν αἰώνια ζωή. Ἐξάλλου, ὁ Χριστός ἐνηνθρώπησε, γιά νά νικήσει τό θάνατο καί νά μᾶς χαρίσει τήν αἰωνιότητα. Ἀλλά ἡ αἰωνιότητα αὐτή δέν ἀφορᾶ μιά μεταθανάτια χρονική παράταση τῆς ὑπάρξεώς μας ἀλλά τήν πληρότητα τῆς χάριτος, πού νοηματοδοτεῖ καί ζωογονεῖ τό παρόν καί τό μέλλον, τό σῶμα καί τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου.
Ἴσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι χρησιμοποιῶ τό λόγο τῆς σιωπῆς κι ἔτσι ἡ προσευχή μου δέν καθίσταται μιά μεταφυσική ἐνασχόληση ἤ ἕνας κανόνας τῆς καθημερινότητας, πού βασίζεται σέ μιά δεοντολογική θρησκευτική ὑποχρέωση, ἀλλά γίνεται ἐλευθερία καί ζωή. Λόγος πού ὁδηγεῖ στό Θεό, πρόσωπο πρός πρόσωπο, δημιουργώντας μιά κοινωνία πού εἶναι τρυφερή καί παράλληλα δυνατή, πού σέ ἐνθουσιάζει, ἐνῶ, ταυτόχρονα, σέ εἰρηνεύει.
***
Ὑπάρχει ὁ λόγος μέ τόν ὁποῖο ἐπικοινωνεῖς, χωρίς νά κοινωνεῖς. Ὁ κοσμικός διάλογος βασίζεται σ ̓ αὐτόν ἀκριβῶς τό λόγο, τόν ὁποῖο χρησιμοποιεῖ σάν ἐργαλεῖο, γιά νά ἐπιτύχει ἕνα συγκεκριμένο σκοπό. Ὑπάρχει, ὅμως, καί ὁ λόγος πού κοινωνεῖς χωρίς ἐπικοινωνιακά μέσα καί ὑπάρχει κι αὐτός πού ἁπλῶς πληροφορεῖ. Ὑπάρχει ὁ λόγος πού ἐμπνέει καί μεταμορφώνει τόν ἄνθρωπο. Ὑπάρχει, ὅμως, καί ὁ ψυχικός λόγος, ἀκόμη καί ὁ θρησκευτικός. Ἀλλά ἡ προσευχή εἶναι ὁ κατεξοχήν πνευματικός λόγος πού ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς Πεντηκοστῆς, διότι εἶναι δῶρο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτός ὁ λόγος μπορεῖ νά εἶναι καί θεολογικός, ἀλλά κάθε θεολογικός λόγος δέν εἶναι ἀπαραίτητα πνευματικός. «Ὁ θεολογικός λόγος μέ τή βαθιά σημασία τῆς λέξεως δέν γεννιέται ἀπό τά βιβλία ἤ τή θεωρητική γνώση, ἀλλά ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν προσευχή, ἀπό τήν κένωση καί τήν ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ».
Ἴσταμαι, λοιπόν, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι ξεκινῶ ἕνα οὐσιαστικό διάλογο, μέ λόγο πνευματικό πού ἀπορρέει ἀπό τό ὑπερῶο τῆς Πεντηκοστῆς, ὄχι γιά νά πείσω ἤ νά κερδίσω, ἀλλά γιά νά κοινωνήσω ἀληθινά μέ τό Θεό, πού Τόν ἀγαπῶ. Ἄν δέν ἀγαποῦμε τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, καλύτερα νά μήν τολμοῦμε νά προσευχόμαστε. Ὁ λόγος τῆς προσευχῆς δέν εἶναι λόγος ἐπικοινωνιακός, δέν ὑφίσταται γιά νά ἐξυπηρετήσει ἀνάγκες καί σκοπιμότητες ἤ γιά νά καλύψει ὑπαρξιακά κενά. Πολύ ὀρθά σημειώνει ὁ Εὐαγγελιστής: «Οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ μετά παρατηρήσεως, οὐδέ ἐροῦσιν.ἰδού ὧδε ἤ ἰδού ἐκεῖ. ἰδού γάρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστιν». Ἡ προσευχή μᾶς προετοιμάζει γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία δέν πρέπει νά ἀναζητοῦμε μακριά μας.Εἶναι ὑπόθεση τῆς ἀνθρώπινης καρδιᾶς νά βιώνει τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ καί νά αἰσθάνεται τά πράγματα τοῦ Θεοῦ ὡς πράγματα ἐνεργούμενα στόν ἄνθρωπο καί τά πράγματα τοῦ ἀνθρώπου ὡς πράγματα τελειούμενα στό Θεό3. Ἴσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι ἀνακαλύπτω μέσα μου τή ζωή σέ ὅλο της το μεγαλεῖο καί ζῶ τήν ἀνάσταση πρίν τήν κοινή ἀνάσταση.
***
Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ δέν δύναται νά κατανοηθεῖ κοσμικά καί μέ τήν ἀνθρώπινη λογική. Ἄλλωστε, ὅλες οἱ ἀνθρωπομορφικές εἰκόνες πού χρησιμοποιοῦμε γιά νά περιγράψουμε τό Θεό δέν ἀνταποκρίνονται καί δέν ἀπευθύνονται στό εἶναι Του, ἀλλά ἐξυπηρετοῦν μιά λειτουργική ἀναγκαιότητα: τή δική μας ἀδυναμία νά Τόν κατανοήσουμε δίχως εἰκόνες καί σύμβολα. Γι ̓ αὐτό, μιλώντας γιά τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, δέν ἀναφερόμαστε σέ μιά ὁρατή «φιγούρα» πού στέκεται ἐνώπιόν μας, ἀλλά περισσότερο σέ μιά κατάσταση πού βιώνεται ὑπαρξιακά. Ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ συνιστᾶ μιά θεία φανέρωση, πού φωτίζει καί ἀνοίγει τά μάτια τῆς ψυχῆς. Ὁ Χριστός, ἄλλωστε, ἦλθε στόν κόσμο, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει καί νά μᾶς κάνει κατά χάριν θεούς. Ἦλθε, γιά νά μᾶς δώσει τή δυνατότητα νά δοῦμε καί νά βιώσουμε τη θέα «τοῦ ἀπροσίτου φωτός». Ἦλθε, γιά νά μπορέσουμε νά Τόν γνωρίσουμε θεοπρεπῶς, γιά νά αἰσθανθοῦμε καί νά βιώσουμε τήν παρουσία Του ὡς φῶς καί εἰρήνη. Ἦλθε, γιά νά μᾶς χαρίσει «τό ἀρχαῖον κάλλος» καί τήν υἱοθεσία. Δέν ἦλθε, γιά νά διδάξει ἀλήθειες θεωρητικές καί νομικές ἤ νά προσφέρει μία ἐγκόσμια δικαίωση σέ αὐτούς πού βασίζονται στίς δυνάμεις τους καί τά κατορθώματά τους. Ἤλθε καί μίλησε «ὡς ἐξουσίαν ἀγάπης ἔχων. οὐχ ὡς οἱ γραμματεῖς. Οὐκ ἐρίσει οὐδέ κραυγάσει», διότι ἐρίζουν καί κραυγάζουν οἰ ἀδύνατοι καί αὐτοί πού φοβοῦνται νά μήν κλονιστεῖ ἡ παντοκρατορία τοῦ ἐγώ τους5. Ἴσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι περισσότερο αἰσθάνομαι καί βιώνω ὑπερβατικά την παρουσία Του, παρά τήν βλέπω μέ τά μάτια τοῦ σώματος.
***
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἰσέλθει στήν κατάσταση τῆς προσευχῆς, διαπιστώνει ὅτι οἱ φοβερές δυνάμεις τοῦ σκότους τόν παρεμποδίζουν, μέ χίλιους τρόπους, στό νά ἔχει μιά σταθερότητα. Γι ̓ αὐτό χρειάζεται ἀπό τήν πλευρά του νά καταβληθοῦν τεράστιες ψυχοσωματικές δυνάμεις, κόπος καί ἔνταση, τουλάχιστον κατά τά ἀρχικά στάδια, μέχρι, δηλαδή, νά καταστεῖ ἡ προσευχή τρόπος ζωῆς. Ἀλλά ἡ ἐγρήγορση τοῦ προσευχομένου πρέπει νά εἶναι μόνιμη καί συνεχής, γιατί πολλές φορές στόν πνευματικό μας ἀγῶνα ἡ προσευχή θά φανεῖ σάν μιά ἄκαρπη ὑπόθεση ἤ σάν χαμένος χρόνος. Μπορεῖ κάποιος νά προσεύχεται γιά μέρες ἤ ἑβδομάδες ἤ χρόνια ὁλόκληρα, ἀλλά νά μή βλέπει νά ἔρχεται στή ζωή του αὐτό πού θά τόν μεταμορφώσει. Δέν αἰσθάνεται ὅτι κάπου ἐκεῖ ἔξω ὑπάρχει ὁ Θεός πού θά τόν ἀκούσει. Δέν βλέπει κάποια ἀνταύγεια φωτός, οὔτε νιώθει ζεστασιά καί γλυκύτητα στήν καρδιά του. Δέν βρίσκει πόθο καί ἐλπίδα. Αἰσθάνεται σάν νά τόν ἔχει ἐγκαταλείψει ὁ Θεός, σάν νά μή θέλει νά ἀσχοληθεῖ μαζί του. Ἡ ὑπαρξή του εἶναι ἕνα τίποτα, ἕνα μεγάλο κενό, τό ὁποῖο τόν ἀποκαρδιώνει καί μᾶλλον τόν ἀπωθεῖ ἀπό τό ἔργο τῆς προσευχῆς. Αὐτή, μάλιστα, ἡ ἐπιβάρυνση γίνεται σήμερα ἀκόμη πιό αἰσθητή,ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος, γιά νά κουραστεῖ, θέλει νά ἔχει κίνητρο καί ἄμεση ἱκανοποίηση.Τίποτα δεν γίνεται χωρίς ἀνταμοιβή. Κανείς δέν περιμένει μέ ὑπομονή καί καρτερία νά ἔρθουν οἱ καρποί. Ὅλοι βιάζονται. Κι ἄν σ ̓ αὐτή τήν ἀποκαρδιωτική κατάσταση προστεθεῖ καί ἡ ἐπιπλέον μεθοδία τοῦ διαβόλου, πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο – ἀκόμη καί τόν προσευχόμενο – σέ σκέψεις ἀπιστίας καί ἀρνήσεως τοῦ Θεοῦ, λογισμούς
ἀντιδραστικότητας καί βλασφημίας, τότε ἡ προσπάθεια γιά προσευχή χάνει κάθε ἐνδιαφέρον, δυναμική καί ζωτικότητα.
Ἀλλά στήν πνευματική ζωή ὑπάρχουν πάντα μεταπτώσεις, κι αὐτό πρέπει νά τό γνωρίζουμε. Κάποτε θά αἰσθανόμαστε πώς προοδεύουμε καί κάποτε θά διαπιστώνουμε ὅτι μένουμε στάσιμοι. Κάποτε πάλι θά χάνουμε τό κουράγιο μας καί θά φτάνουμε σέ σημεῖο ἀπόγνωσης. Κάποιες φορές θά ἔχουμε ἔντονη τήν εὐχετική δύναμη, ἀλλά κάποιες ἄλλες θά αἰσθανόμαστε ὅτι μονολογοῦμε ἄσκοπα. Ὠστόσο, «τά ἐναλλασσόμενα αὐτά βιώματα καί οἱ καταστάσεις πού διέρχεται ὁ ἐκτενῶς καί ἀπό καρδιᾶς προσευχόμενος φέρνουν σέ αὐτόν τήν πολύτιμη γνώση τοῦ μυστηρίου τῶν ὁδῶν τῆς σωτηρίας… Γιά κάθε ἄνθρωπο ὑπάρχει μία μοναδική ὁδός πρός τόν Θεόν»6, τήν ὁποία ἀπολαμβάνει, ὅταν αὐτή τοῦ ἀποκαλύπτεται μυστικῶς. Ἔτσι γνωρίζει τό Θεό μέ ἕνα τρόπο πολύ προσωπικό, πού ἀγγίζει ὅλη του τήν ὕπαρξη καί ἀλλοιώνει ὅλο του τό εἶναι. Ἄς μή διαφεύγει τῆς προσοχῆς μας ὅτι ἡ δυσκολία τῆς προσευχῆς καί ὁ ἀποπροσανατολισμός μας ἀπό τόν ζῶντα καί ἐνώπιόν μας ἰστάμενο Θεό ἀποτελεῖ καί μία ἐπιπλέον ἀπόδειξη ὅτι ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς εἶναι τεράστια, ἄσχετα ἄν ἐμεῖς βλέπουμε ἀποτελέσματα ἤ ὄχι.
***
Μιά ἀπό τίς μεγαλύτερες νίκες τοῦ διαβόλου εἶναι νά μᾶς πεῖ ὅτι ἡ κοινωνία μέ τό Θεό εἶναι οὐτοπική ἤ ἀνέφικτη. Προσπαθεῖ νά μᾶς πείσει ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι παρών.Δέν εἶναι δίπλα μας, δέν μᾶς βλέπει καί δέν μᾶς ἀκούει. Εἶναι αὐτό τό ἴδιο ψεῦδος πού ἐνέσπειρε στήν ψυχή τῶν πρωτοπλάστων, ὅταν τούς παγίδευσε στόν πειρασμό ὅτι ὁ Θεός δέν τούς ἔβλεπε καί ὅτι δέν βρισκόταν ἀνάμεσά τους.
Πρέπει νά ξέρουμε ὅτι ὅλα αὐτά τά συναισθήματα: τό ὅτι εἶμαι ἄχρηστος, τό ὅτι δέν αἰσθάνομαι τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ, τό ὅτι βιώνω τήν ἀπογοήτευση καί τό ὅτι κυριεύομαι ἀπό ἀκηδία, δέν εἶναι τίποτα ἄλλο παρά ἡ δυσωδία τοῦ διαβόλου καί ἡ φρίκη πού νιώθει, ὅταν μᾶς βλέπει προσευχόμενους ἐνώπιον τοῦ ζῶντος Θεοῦ. Ἀλλά κατά βάθος τό ξέρουμε πώς, παρά τά βιώματα ἀρνήσεως ἤ ἀπογοητεύσεως, ὁ Θεός δέν παύει νά εἶναι παρών καί ζωντανός, διότι ἡ παρουσία Του καί ἡ παντοδυναμία Του δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τό δικό μας ψυχικό κόσμο ἤ τήν πνευματική μας κατάσταση. Ὁ Θεός
δέν σταματᾶ νά μᾶς ἀγαπᾶ. Μᾶς ἀγαπᾶ καί μᾶς βλέπει. Δέν ἀνακαλεῖ τίς ὑποσχέσεις Του. Δέν ἀθετεῖ τόν λόγο Του. Ἰσχύει πάντοτε ὁ λόγος τοῦ Εὐαγγελίου: «Αἰτεῖτε, καί δοθήσεται ὑμῖν· ζητεῖτε, καί εὑρήσετε· κρούετε, καί ἀνοιγήσεται ὑμῖν. Πᾶς γάρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καί ὁ ζητῶν εὑρίσκει καί τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται»7. Ὁ Θεός συγχωρεῖ τά λάθη μας. Εἶναι ἐλεήμων καί μακρόθυμος. «Εἶναι τόσο μεγάλος, τόσο ἐγγύς, τόσο πιστός, τόσο δυνατός, τόσο ἐλεήμων, ὥστε δέν θά μποροῦσε κανείς νά πλάσῃ πιό χρήσιμο πρόσωπο, γιά νά κουβεντιάσῃ μαζί του».
Ἡ προσευχή δέν εἶναι προνόμιο τοῦ πεπτωκότος ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος, ὡς κατ ̓ εἰκόνα καί καθ ̓ ὁμοίωσιν Θεοῦ δημιούργημα, ἔχει μέν τήν τάση νά προσεύχεται καί νά ἀναζητᾶ τήν ἕνωσή του μέ τό Θεό, ἀλλά ἡ πρακτική αὐτή προϋποθέτει τήν καλή διάθεση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν ἐλεύθερη βούλησή του. Γι ̓ αὐτό, ἐξάλλου, ἔχουμε τήν ἐντολή καί τό ὑπόδειγμα τῆς προσευχῆς ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Χριστό, ὁ ὁποῖος δέν μᾶς ὑπέδειξε τά φυσικά καί αὐτονόητα, ἀλλά αὐτά πού προβιβάζουν τόν ἄνθρωπο καί εὐοδώνουν τό σκοπό τῆς θεώσεώς του.
***
Τά κατά καιρούς ἐμπόδια καί οἱ δυσκολίες πού παρουσιάζονται, ἀποτελοῦν μία δοκιμασία γιά τή βούληση καί τήν ἐλευθερία μας. Μέσα ἀπό τήν πάλη τῆς προσευχῆς,κρίνεται ἡ ἀγάπη μας πρός τό Θεό, ἀφοῦ στό σημεῖο αὐτό καλούμαστε νά κάνουμε τήν ἐπιλογή μας. Ὅποιος ἀγαπᾶ τό Θεό στέκεται δυνατός καί ἀποφασιστικός στήν ἀγάπη Του καί ἡ βούλησή του, ἐπιλέγει αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί ὄχι ὁτιδήποτε ἄλλο. Δέν μπορεῖ κάποιος νά ἀγαπᾶ, χωρίς νά πάσχει. Κι ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶ κάποιος, τόσο πιό μεγάλη ὀδύνη ἔχει. Πρέπει νά ἀγαποῦμε μέχρι τέλους. Ἡ προσευχή εἶναι ἀπόδειξη ἀγάπης πρός τόν Χριστό, μέ τόν ὁποῖο ἐπιθυμοῦμε νά ἑνωθοῦμε. Δέν παύει, ὅμως, νά εἶναι ὀδυνηρή, γιατί θέλει μεγάλη τόλμη καί ὑπομονή.
Νά σταθοῦμε, λοιπόν, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος ὑπάρχει παρά τή δική μας αἴσθηση. Νά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μέ σοφία, μέ διάκριση καί ταπείνωση, δίχως νά περιμένουμε κάτι γιά τόν ἑαυτό μας. Νά ζήσουμε τήν ἐλευθερία τῆς προσευχῆς καί νά ἀπαλλάξουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό αἰτήματα καί θελήματα πού μᾶς κρατοῦν ἐγκλωβισμένους στήν κτιστότητα. Νά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά προσευχηθοῦμε ὡς ἔσχατοι καί ἀχρεῖοι δούλοι καί ὡς πιστοί οἰκονόμοι. Ἡ προσευχή μᾶς εἶναι ἀναγκαία, γιατί μᾶς ἑνώνει μέ τό Θεό. Δέν προσδοκοῦμε ἀπό τήν προσευχή οὔτε νά ἡρεμήσουμε, οὔτε τά οἰκονομικά μας προβλήματα νά λυθοῦν, οὔτε τά ψυχολογικά μας νά θεραπευθοῦν, οὔτε οἱ λογισμοί μας νά φύγουν, οὔτε τούς πόνους ἀπό τούς χωρισμούς μας νά γιατρέψουμε. Ἕνα θέλουμε: νά σταθοῦμε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά εἴμαστε σέ κοινωνία μαζί Του. Αὐτόν θέλουμε νά ἀγαπήσουμε καί νά γνωρίσουμε.***
Πολλές φορές μεταφέρουμε τό φρόνημα τοῦ κόσμου στήν πνευματική μας ζωή καί προσπαθοῦμε νά ἑρμηνεύσουμε μέ κοσμική νοοτροπία αὐτά τά ὁποῖα δέν ἀνήκουν σ ̓ αὐτόν τόν κόσμο. Ἡ προσευχή δέν εἶναι ἕνας τρόπος πνευματικῆς καταξίωσης, πού βασίζεται στίς δικές μας ἀνθρώπινες δυνάμεις, γιατί στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν ὑπάρχει ὁ καταξιωμένος καί ὁ αὐτοδημιούργητος ἀλλά ὁ χαριτωμένος ἄνθρωπος, δηλαδή αὐτός πού τόν ἔχει ἐπισκιάσει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Ὁ κοσμικός ἄνθρωπος θά δεῖ τήν προσευχή σάν μία ἐπιπλέον εὐκαιρία ἱκανοποίησης μιᾶς βαθύτερης ἀνάγκης γιά ὑπερβατική ἐμπειρία, ἀφοῦ διά μέσου αὐτῆς θά δρέψει καρπούς πρός ἴδιον ὄφελος. Ἡ θρησκεία φαντάζει στά μάτια του σάν ἕνα μέσο, γιά νά ἐξασφαλίσει τήν τέλεια πνευματική ἄνεση· γι ̓ αὐτό χρησιμοποιεῖ τό Χριστό καί τή Θεολογία, τήν προσευχή καί τήν πνευματικότητα σάν μιά εὐδαιμονιστική πανάκεια. Μέ αὐτό τό κοσμικό πνεῦμα νομίζουμε ὅτι σήμερα θά πάρουμε ἕνα κομποσχοίνι στά χέρια μας, θά βροῦμε κι ἕνα πνευματικό καί αὔριο θά ἀρχίσουν νά φαίνονται τά σημεῖα τῆς πνευματικῆς καρποφορίας.
Ἡ προσευχή, ὅμως, ξεπερνᾶ τά ὅρια αὐτῆς τῆς λογικῆς. Ἡ προσευχή εἶναι προσπάθεια νά μεταβοῦμε, «ψυχῇ τε καί σώματι», σέ μιά ἄλλη κατάσταση. Δέν πειραματιζόμαστε καί δέν χρησιμοποιοῦμε τήν προσευχή, γιά νά ἀναδειχθοῦμε σέ προσωπικό ἐπίπεδο ἤ γιά νά βεβαιώσουμε ἔμπρακτα ὅτι ὁ Θεός ὑπάρχει, μόνο ὅταν ἀπαντᾶ στά ἀπαιτητικά αἰτήματά μας. Ἐξάλλου, καί ἡ σιωπή τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀπάντηση καί ἡ ἀρνητική ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ εἶναι μία ἀνταπόκριση. Ἡ προσευχή δέν εἶναι μία εὐκαιρία τοῦ σήμερα ἤ ἕνα γεγονός τῆς στιγμῆς, ἀλλά εἶναι ὁλόκληρη ἡ ζωή μας, ἡ ὕπαρξή μας, ὁ κόσμος μας ὁ ἐσωτερικός, πού συνειδητοποιεῖ ὅτι τελικά τίποτα δέν
ὑπάρχει στή ζωή πιό ὄμορφο καί πιό εἰρηνικό ἀπό τό νά ἴσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί νά προσεύχομαι, ὄχι γιατί θέλω κάτι, ἀλλά περισσότερο γιατί χαίρομαι μ ̓ αὐτή τήν κοινωνία μαζί Του.
Διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ πραγματοποιεῖται μυστικῶς καί βαθμηδόν ἡ ἕνωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό. «Γίνεται δηλαδή περιχώρηση τῆς Θείας καί τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς μέ μιά διπλή κίνηση. Ὁ ἄνθρωπος ἀνατείνει τίς ψυχικές του δυνάμεις πρός τόν Θεό καί ὁ Θεός συγκαταβαίνει πρός αὐτόν»10. Ὁ προσευχόμενος ἀρχίζει σιγά σιγά νά εἰσέρχεται στήν πορεία τῆς τελειώσεως, λαμβάνοντας δύναμη ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ,μέ σκοπό νά ἀγωνιστεῖ, γιά νά ἐκπληρώσει τόν προορισμό του. Ὅσο περισσότερο προσεύχεται, τόσο περισσότερο ἀντιστέκεται στή δύναμη πού παρεμποδίζει τόν προορισμό τῆς θεώσεως καί τοῦ ἁγιασμοῦ.
***
Μέ τήν προσευχή ὁ ἄνθρωπος ἀποκτᾶ ἰσορροπία στίς ἀμφισβητήσεις του καί γίνεται πιό ἀνδρεῖος καί πιό δυνατός. Δυναμώνεται μέσα του ἡ αἴσθηση ὅτι στέκεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Διά τῆς καρδιακῆς προσευχῆς ἀρχίζει σιγά σιγά νά μεταβαίνει στόν κόσμο τοῦ Θείου φωτός. Τό σῶμα, ἄν καί ὑλικό, παύει νά εἶναι αἰσθητό. Ἡ ψυχή μπορεῖ νά ἔχει πάθη καί νά εἶναι προσκολλημένη στά κοσμικά, ἀλλά ἡ προσευχή τῆς δημιουργεῖ ἄλλη αἴσθηση. Στροφή πρός τήν αἰωνιότητα. Ὅταν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἔλεγε: «Οἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρό ἐτῶν δεκατεσσάρων. εἴτε ἐν σώματι οὐκ οἶδα, εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα. ὁ Θεός οἶδεν. ἁρπαγέντα τόν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ. Καί οἶδα τόν τοιοῦτον ἄνθρωπον. εἴτε ἐν σώματι εἴτε ἐκτός τοῦ σώματος οὐκ οἶδα, ὁ Θεός οἶδεν.ὅτι ἡρπάγη εἰς τόν παράδεισον καί ἤκουσεν ἄρρητα ῥήματα, ἅ οὐκ ἐξόν ἀνθρώπῳ λαλῆσαι»11, ἔδιδε τά κυριότερα χαρακτηριστικά τῆς δικῆς του ἐμπειρίας, πού ἦταν ἡ ἀπουσία τῆς αἰσθήσεως τοῦ σώματος καί, κατ ̓ ἐπέκταση, ἡ ἀπουσία αἰσθήσεως τοῦ ὑλικοῦ κόσμου καί ἡ μεταφορά τῆς ὑποστάσεώς του (ἁρπαγή) στήν εὐρυχωρία τοῦ οὐρανοῦ καί στήν αἴσθηση τῶν ἐσχάτων.
Ἴσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει μία συνάντηση καί μία ἔμπειρία κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος ζεῖ καταστάσεις πού δέν ἐκφράζονται μέ λόγια. Ὁ ἰστάμενος ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ παύει νά ἀμφιβάλλει καί νά φοβᾶται. Δέν μένει στήν ἀγωνία τῆς ἀπαντήσεως τῶν ἐρωτημάτων του ἀπό τό Θεό. Αἰσθάνεται ὅτι ἔλαβε τό μεγαλύτερο δῶρο, τό ὁποῖο εἶναι ἡ εἴσοδός του στήν αἰωνιότητα καί, ἑπομένως, δέν ἀγωνιᾶ γιά τά μικρά καί ταπεινά πράγματα. Εἶναι δύσκολο νά βιώσεις τήν αἰωνιότητα, ἔχοντας φθαρτό σῶμα καί ζώντας σ ̓ ἕνα κόσμο πού συνεχῶς καταστρέφεται. Ἀλλά ὁ προσευχόμενος λαμβάνει τήν κατάλληλη στιγμή αὐτό τό δῶρο τῆς πρόγευσης τῆς αἰωνιότητας. Καί τότε παύει νά σκέπτεται, νά θυμᾶται, νά ἀγωνιᾶ, νά μεριμνᾶ. Βιώνει μιά ἄλλη κατάσταση ὑψώσεως καί καλῆς ἀλλοιώσεως. Τό σῶμα περιέρχεται σέ ζωντανή νέκρωση καί ὁ νοῦς αἰχμαλωτίζεται ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Αὐτή ἡ κατάσταση εἶναι πρόγευση αἰωνιότητας.
Ὁ π. Σωφρόνιος τοῦ Ἔσσεξ ἔλεγε ὅτι ἡ προσευχή διαπερνᾶ τούς ἀχανεῖς χώρους τοῦ κοσμικοῦ εἶναι καί διασχίζει σάν ἀστραπή ἀκαριαῖα τήν οἰκουμένη ἀπό τό ἕνα ἄκρο στό ἄλλο12. Ὁρμώμενος μάλιστα, ἀπό τό στίχο τοῦ ἐθνικοῦ μας ὕμνου «πού μέ βιά μετρᾶ τή γῆ», ὑπεστήριζε ὅτι ἡ προσευχή διατρέχει ἀχρόνως ὅλους τούς αἰῶνες καί ὁ νοῦς τοῦ πνευματικοῦ ἀνθρώπου μπορεῖ μέ μιᾶς νά μετρήσει ὁλόκληρη τή γῆ13.
***
Τέλος, ἴσταμαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ σημαίνει ὅτι σιωπῶ. Ἐπικαλούμενος τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πού περιέχει ὅλα τά ὀνόματα, εἰσέρχομαι στό χῶρο τῆς ἡσυχίας. Ἡ σιωπή δέν εἶναι τόσο τό νά μή μιλῶ ἤ τό νά μή σκέφτομαι, ὅσο τό νά ἀπομακρύνομαι ἀπό τόν ἑαυτό μου καί νά βυθίζομαι στήν ἀνυπαρξία. Ὅσο κανείς ὡριμάζει πνευματικά, τόσο περισσότερο σιωπᾶ, ἀκόμη καί τήν ὥρα τῆς προσευχῆς. Δέν εἶναι αὐτό πού λές ἤ πού κάνεις. Ἀλλά ἀκριβῶς αὐτό τό ἐσωτερικό βίωμα πού ἔχεις, τό αἴσθημα τῆς πληρότητας ὅτι ἴστασαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὅλα αὐτά, πού δέν εἶναι οὐτοπικά οὔτε ἀκατόρθωτα καί πού γιά νά τά ζήσεις δέν χρειάζεται νά εἶσαι ἀποκλειστικά ἐπίσκοπος ἤ μοναχός, εἶναι εὔκολα καί προσβάσιμα σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού ἀγαποῦν τό Χριστό καί θέλουν νά ἔχουν κοινωνία μαζί Του. Ἡ χάρις θά ἔρθει μέ λίγη ὑπομονή καί τότε πολλά, πού δέν τά κατανοοῦμε τώρα, γιατί ὁ νοῦς μας δέν ἔχει ἀκόμη ἀποκτήσει σφαιρική κατανόηση τῶν πάντων, θά τά κατανοήσουμε ἐμπειρικά καί βιωματικά.
Βεβαίως, τά δῶρα εἶναι πολύτιμα καί κάνουν τή διαφορά, γιατί πάντοτε συνοδεύονται ἀπό ἐκπλήξεις. Εἶναι δῶρο τό νά μεταφέρεσαι πρός στιγμήν στήν αἰωνιότητα, ἀλλά καί ἡ ἐπιστροφή στήν πραγματικότητα τοῦ κόσμου μας εἶναι ἀναπόφευκτη. Αὐτή, ὅμως, ἡ ἐπιστροφή στήν παχύτητα τοῦ κόσμου μᾶς κάνει νά ποθοῦμε τό Χριστό πιό πολύ καί νά νοσταλγοῦμε τή Βασιλεία Του μέ μιά ἥρεμη καί εἰρηνική ἀγωνία.
Ἡ προσευχή εἶναι ἕνα σύμπτωμα τῆς πνευματικοποίησης τῶν αἰσθήσεων, ὑπογραμμίζει τήν ἀρραγῆ ἑνότητα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καί δείχνει πώς τό σῶμα λυτρώνεται καί ἁγιάζεται μαζί μέ τήν ψυχή.