Του Αργύρη Αργυριάδη
Δικηγόρου Παρ’ Αρείω Πάγω
Η υπ. αριθ. 1/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου μονοπώλησε επί μακρόν την ειδησιογραφία. Από μερίδα του Τύπου παρουσιάστηκε ως η «θανατική ποινή» των δανειοληπτών, ενώ άλλοι έσπευσαν να την παρουσιάσουν ως σανίδα σωτηρίας για το περιώνυμο πρόγραμμα «Ηρακλής» και τα δημόσια οικονομικά. Το σίγουρο είναι ότι το ζήτημα εξακολουθεί να απασχολεί πολίτες και Δικαιοσύνη. Τελικά, πράγματι, ο Άρειος Πάγος άνοιξε διάπλατα την πόρτα των πλειστηριασμών; Η απόφασή του είναι αναντίλεκτη;
Μύθος πρώτος: Ο Άρειος Πάγος άνοιξε διάπλατα την πόρτα των πλειστηριασμών νομιμοποιώντας τα funds και τους servicers.
Η αλήθεια είναι ότι η πόρτα αυτή ήταν και παραμένει ορθάνοιχτη. Αυτό που κλήθηκε να αποφανθεί η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου ήταν περισσότερο «τεχνικό» – νομικό θέμα και λιγότερο δικαιοπολιτικό. Οι servicers στο πλαίσιο διεκδίκησης είσπραξης των απαιτήσεων των πελατών τους χρησιμοποίησαν δύο διαφορετικά νομικά πλαίσια. Το Ν. 3156/2003 (το 2003 ο νομοθέτης δεν είχε διόλου υπόψη του το πρόβλημα των κόκκινων δανείων και ο σκοπός της συγκεκριμένης διάταξης ήταν η χρηματοδότηση φερέγγυων ελληνικών επιχειρήσεων που είχαν απαιτήσεις κατά τρίτων) και το Ν. 4354/2015 που ψηφίστηκε αποκλειστικά για την αντιμετώπιση του ανωτέρω προβλήματος. Η διαφορά στα δύο νομοθετικά πλαίσια στο ζήτημα της «νομιμοποίησης» (δηλαδή στο «τεχνικό» ζήτημα που αναφέραμε ανωτέρω) ήταν υπαρκτή. Ο παλαιότερος νόμος δεν απένειμε στις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων (servicers) ενεργητική και κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση. Δηλαδή δεν τους απένειμε εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση «ως μη δικαιούχους διαδίκους». Η μη απόδειξη της ανωτέρω νομιμοποίησης έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη λχ μιας αγωγής ως ουσία αβάσιμης. Στην ελληνική έννομη τάξη, η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου (έτσι συμβαίνει με το σύνδικο πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης γάμου κλπ).
Συνεπώς, εάν η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου εφάρμοζε το γράμμα του νόμου χιλιάδες υποθέσεις που αφορούσαν επιλογή – και τούτο έχει σημασία – των servicers να κάνουν χρήση του νομοθετικού πλαισίου του 2003 θα οδηγούσε σε πρόσκαιρη δικαστική ήττα τους. Γιατί πρόσκαιρη; Γιατί οι οφειλέτες δεν θα απαλλάσσονταν από τα χρέη τους, αλλά απλά η διαδικασία πλειστηριασμού σε βάρος πολλών από αυτούς θα καθυστερούσε, καθώς οι τράπεζες, που είχαν μεταβιβάσει τις απαιτήσεις τους με βάση τον νόμο 3156/2003 περί τιτλοποίησης δανείων, θα έπρεπε να επαναλάβουν τη μεταβίβαση με βάση τον μεταγενέστερο νόμο 4354/2015.
Μύθος δεύτερος: Τα δύο νομοθετικά πλαίσια ήταν παρόμοια και τυχόν διαφορές οφείλονταν σε ακούσιο κενό του νομοθέτη.
Η αλήθεια είναι ότι οι διαφορές τους είναι ευάριθμες αλλά ευδιάκριτες. Ο νόμος του 2015 θέτει ως προϋπόθεση του κύρους της πώλησης ενός μη εξυπηρετούμενου δανείου την προγενέστερη ενημέρωση του δανειολήπτη και του εγγυητή εφόσον ο πρώτος έχει την ιδιότητα του «καταναλωτή». Επίσης, ο νόμος του 2003 προβλέπει ως προαιρετική την ανάθεση διαχείρισης των απαιτήσεων σε εταιρίες διαχείρισης. Συνεπώς, και μετά την απόφαση της ΟλΑΠ θα έχουμε παράλληλη νομιμοποίηση (του πραγματικού δικαιούχου και του «μη δικαιούχου διαδίκου»), με αποτέλεσμα το δεδικασμένο που απορρέει από τη δίκη μεταξύ της εταιρίας διαχείρισης και του δανειολήπτη να μην επεκτείνεται στον πραγματικό δικαιούχο της απαίτησης, εφόσον δεν συμφέρει τον τελευταίο. Τέλος, οι φοροαπαλλαγές του νόμου του 2003 είναι πολύ περισσότερες και σημαντικότερες εκείνων του νόμου του 2015. Στην ουσία μιλάμε για αφορολόγητες συναλλαγές! Όλα τα ανωτέρω δικαιολογούν την «προτίμηση» των servicers στο νομοθετικό καθεστώς του 2003. Δεν δικαιολογούν, όμως, την απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, η οποία, ακροβατώντας ανάμεσα στην «τελολογική και συστηματική ερμηνεία», κατέληξε ότι τα δύο νομικά πλαίσια είναι ίδια και αποδίδουν τις ίδιες εξουσίες ενεργητικής νομιμοποίησης στους servicers προκρίνοντας τη λύση περί «ακούσιου νομοθετικού κενού» που θα συμπληρωνόταν από τη νομολογία. Πόσο «ακούσιο», όμως, μπορεί να είναι το συγκεκριμένο «κενό» όταν επί μακρόν μονοπωλεί την πολιτική επικαιρότητα; Για ποιο λόγο έπρεπε ο Άρειος Πάγος «να βγάλει το φίδι από την τρύπα»; Για ποιο λόγο δεν έθεσε την ίδια την πολιτεία ενώπιον των ευθυνών της και προτίμησε να την υποκαταστήσει, «διευκολύνοντάς» την;
Μύθος τρίτος: εάν ο Άρειος Πάγος δεν «δικαίωνε» τους servicers κινδύνευαν τα δημόσια οικονομικά και το πρόγραμμα «Ηρακλής».
Η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα κινδυνεύει από μόνο του, καθόσον οι εγγυήσεις του Δημοσίου δόθηκαν αφειδώς, στηριζόμενες σε ουτοπικά επιχειρηματικά σχέδια. Η επιτάχυνση των πλειστηριασμών, όχι μόνο δεν θα σώσουν το Δημόσιο από την κατάπτωση των εγγυήσεων, αλλά θα οδηγήσουν νωρίτερα σε αυτήν. Και τούτο, διότι η «δυσανεξία» των servicers σε μακροχρόνιες ρυθμίσεις και η επιλογή των μαζικών πλειστηριασμών οδηγεί στην πτώση των τιμών των ακινήτων, τη στιγμή που η ζήτηση δεν θα επαρκεί της προσφοράς. Ήδη το 80% των πλειστηριασμών, όταν πραγματοποιούνται με «τιμή πρώτης προσφοράς» εκείνη που καθορίστηκε από τον πιστοποιημένο εκτιμητή, «ματαιώνονται ελλείψει πλειοδοτών». Τούτο σημαίνει αδυναμία επίτευξης των στόχων και κατάπτωση των εγγυήσεων. Άλλωστε, ήδη οι πρώτες τιτλοποιήσεις αποτυγχάνουν στην πράξη και ενισχύουν την άποψη της Eurostat για εγγραφή στο δημόσιο χρέος της χώρας, του συνόλου των εγγυήσεων που δόθηκαν στο πρόγραμμα «Ηρακλής». Εάν η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφάσισε να υποκαταστήσει το νομοθέτη για να αμβλύνει τον ανωτέρω κίνδυνο επέτυχε το ακριβώς αντίθετο…