Γράφει ο Δρ Ευστράτιος Παπάνης
Λίγα επαγγέλματα μπορούν να αντανακλούν τόσο έντονα και άμεσα τις κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές, όσο το λειτούργημα του εκπαιδευτικού.
Αυτό συμβαίνει επειδή οι μεταβολές επηρεάζουν απευθείας τα παιδιά και προδιαγράφουν μια διαφορετική γι αυτά πορεία, που οφείλει γρήγορα να προβλεφθεί, να προετοιμαστεί, να εκκολαφθεί και να εναρμονιστεί με τους νέους στόχους και συνθήκες.
Παρά τις όποιες αντιστάσεις και ζυμώσεις, στις συζητήσεις των δασκάλων και στις παρέες των μαθητών στα διαλείμματα πρέπει κάποιος να αναζητήσει τις τάσεις που σε λίγο θα ξεχυθούν από τις σχολικές αίθουσες, για να πλημμυρίσουν την οικουμένη.
Πριν καν η κοινωνία το αντιληφθεί, στα σχολεία η περιβαλλοντική εκπαίδευση, η διαπολιτισμικότητα, η αγωγή υγείας, οι νέες τεχνολογίες και η τηλεκπαίδευση, η συμπερίληψη και η σχεδιαστική σκέψη γίνονται καθημερινότητα.
Το σχολείο είναι ένα διακύβευμα, που πρέπει να εξισορροπεί καθημερινά το νέο με το παλιό, τις ουτοπίες, τις αγκυλώσεις, τις εξιδανικεύσεις, τις καθηλώσεις, τα όνειρα, τις ευχές, τις νευρώσεις, τις αυταπάτες και τις προσδοκίες ολόκληρων γενεών
Το σχολείο είναι η κιβωτός του μέλλοντος, που απορροφά με ευαισθησία τους ετερόκλητους κραδασμούς και αναπλαισιώνει κάθε οραματισμό, φιλοσοφία, ανάγκη, πολιτική, στρατηγική ή στοχοθεσία
Το σημερινό σχολείο δεν αναπαράγει την κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά είναι η κυψέλη, που την καθορίζει.
Και ο εκπαιδευτικός είναι εκείνος, που θα την κάνει να προκύψει είτε ως δημοκρατική επιλογή ελεύθερων προσωπικοτήτων είτε ως ψυχαναγκασμό ευάλωτων και ανασφαλών μαθητών.
Από αυτή τη διαπίστωση απορρέει το πρώτο και ουσιαστικότερο χαρακτηριστικό του εκπαιδευτικού του 21ου αιώνα:
Η ευλογία ή η καταδίκη, το κίνητρο ή το άχθος να μπορεί να προβλέπει, να κατανοεί και να διαχειρίζεται τις αλλαγές.
Ή αλλιώς η ικανότητα του εκπαιδευτικού να δημιουργεί τόση σταθερότητα, ώστε μέσα από αυτήν να γίνεται η αλλαγή διαχειρίσιμη και για τον ίδιο, αλλά και για τους γονείς και τα παιδιά.
Να μπορεί να χειριστεί μάλιστα μεταβολές, που δεν έχουν ακόμη χωνευτεί κοινωνικά, αλλά μοιάζουν περισσότερο με πειραματισμό, παρά με ώριμη απόφαση ή εξελικτική διαδικασία.
Σε μια κοινωνία που επιταχύνει και πολλές μεταβλητές, συγκυρίες και εξωγενείς παράγοντες καθορίζουν την τελική έκβαση, ο εκπαιδευτικός πρέπει να μπορεί να τιθασεύσει την ορμή των αλλαγών-προβλέποντας την πορεία τους μέσα από αντικειμενικούς στόχους-αξιολογώντας το εύρος της διακινδύνευσης, τις επιπτώσεις της στην ποιότητα ζωής και στην ψυχολογική ζωή των μαθητών-επικοινωνώντας αποτελεσματικά την αναγκαιότητα των αλλαγών-επιλέγοντας ποια στοιχεία θα διαφοροποιηθούν και ποια θα παραμείνουν αμετάβλητα-διαθέτοντας εναλλακτικά σχέδια σε περίπτωση μη επιτυχίας-υπολογίζοντας τους κοινωνικούς, οικονομικούς και συναισθηματικούς πόρους, που θα χρειαστούν για την αλλαγή-καλλιεργώντας τις δεξιότητες, που απαιτεί η αλλαγή-παρέχοντας κίνητρα και έμπνευση-διαχειριζόμενος την κοινωνική αδράνεια και την αντίσταση στην αλλαγή-υποστηρίζοντας εκείνους που δεν μπορούν να προσαρμοστούν στις αλλαγές-αξιοποιώντας τις νέες τεχνολογίες-προσδιορίζοντας τη νέα πραγματικότητα, όταν αυτή θα έχει γίνει κυρίαρχη
Αν η διαχείριση των αλλαγών είναι το μεγάλο ζητούμενο, προϋπόθεση είναι η ψυχική υγεία των εκπαιδευτικών και η ενδυνάμωση της προσωπικότητας τους.
Λίγοι αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα της διαπίστωσης πως η διδασκαλία είναι μια αναπαράσταση ομαδικής και ατομικής ψυχοθεραπευτικής συνεδρίας με όλα τα ψυχαναλυτικά, γνωστικά, συμπεριφοριστικά ή ουμανιστικά χαρακτηριστικά της. Με μεταβίβαση και αντιμεταβίβαση, με αγαπητικές σχέσεις και με δυναμικές, που επηρεάζουν συθέμελα τόσο τον εκπαιδευτικό, όσο και τους μαθητές του. Πώς αυτή λαμβάνει χώρα δίχως εποπτεία ή συναισθηματική υποστηριξη είναι κάτι, που πρέπει να διερευνηθεί και σίγουρα να αλλάξει μέσα στα επόμενα χρόνια
Σε μια εποχή που η συναισθηματική ισορροπία, που προέκυπτε κάποτε από την σταθερότητα και την προβλεψιμότητα των κοινωνικών θεσμών, έχει γίνει δυσεύρετη Ιθάκη, η ψυχική ευρωστία του εκπαιδευτικού γίνεται προαπαιτούμενο και φορτίο βαρύ.
Πολλοί μηρυκάζουν τον όρο μαθητοκεντρικός και τον προβάλλουν ως πρότυπο δημοκρατικότητας ή προοδευτισμού. Οι ίδιοι πολλές φορές προσκυνούν γονεϊκά συστήματα παράλογων απαιτήσεων και αξιώσεων, από κηδεμόνες που επιβάλλουν, χωρίς να συμμετέχουν. Κανένα, όμως, από τα συστήματα, που απαρτίζουν το σχολείο, δηλαδή οι εκπαιδευτικοί, οι μαθητές, οι γονείς και η ίδια η κοινωνία δεν είναι συγκρουσιακό. Το σχολείο πρέπει να είναι μαθητοκεντρικό, δασκαλοκεντρικό, «γονεικο-κεντρικό» και βαθύτατα κοινωνικό.
Εμείς τονίζουμε την έμφαση, που πρέπει να δοθεί στην προσωπικότητα του εκπαιδευτικού και στην ψυχική του υγεία. Στην καταπολέμηση των νευρώσεων, των καταθλίψεων, των ψυχαναγκασμών, των κρίσεων πανικού, που συνοδεύουν πολλούς συναδέλφους στην τάξη. Στη διασφάλιση της ποιότητας ζωής και της αρμονίας.
Προτείνουμε δε να δημιουργηθούν νέες υπηρεσίες ψυχολογικής και συμβουλευτικής υποστήριξης για τους εκπαιδευτικούς και να διενεργηθούν έρευνες, που θα αποδείξουν την αναγκαιότητα αυτή.