Τα δικαιώματα των επιβατών στις αεροπορικές μεταφορές κατά την πανδημία

Της Αθηνάς Ι. Κοντογιάννη(*)

Ι. ​Οι αεροπορικές μεταφορές είναι αναμφισβήτητα ένας από τους τομείς που έχει πληγεί καίρια από τον COVID-19, ιδίως μετά την ανακήρυξη της πανδημίας από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, στις 11.3.2020. Τα ερωτήματα που τίθενται από νομικής απόψεως είναι πολλά και όχι πάντοτε ευχερώς διαχειρίσιμα, ιδίως διότι το ισχύον ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο (Κανονισμός 261/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου) παρουσιάζει κενά τα οποία, ως τώρα, καλύπτονταν, κατά τρόπο περιπτωσιολογικό, άλλοτε μέσω της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλοτε μέσω των σχετικών ερμηνευτικών κατευθυντήριων γραμμών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Το άρθρο 5 του Κανονισμού 261/2004 ρυθμίζει την περίπτωση της ματαίωσης πτήσεων, χωρίς να διακρίνει τον λόγο της ματαίωσης, αν πρόκειται, δηλαδή, για ανωτέρα βία ή για λόγο που εμπίπτει στη σφαίρα επιρροής της αεροπορικής εταιρείας, άρα εφαρμόζεται και όταν ο λόγος της ματαίωσης αφορά το σύνολο των αερομεταφορέων, όπως στην περίπτωση της πανδημίας. Ως ματαίωση νοείται κατά τον Κανονισμό η μη διενέργεια προηγουμένως προγραμματισθείσας πτήσης για την οποία υπήρχε τουλάχιστον μία κράτηση θέσης. Με ματαίωση εξομοιώνεται και η περίπτωση που ο επιβάτης ήταν αδύνατο να προσεγγίσει στο αεροδρόμιο λόγω απαγόρευσης κυκλοφορίας, όχι, όμως, ματαιώσεις με πρωτοβουλία του επιβάτη.

Συνεπώς, στην περίπτωση της ματαίωσης πτήσης λόγω της πανδημίας, ο επιβάτης δικαιούται κατ’ επιλογήν του: α) Επιστροφή χρημάτων και μάλιστα του πλήρους αντιτίμου του εισιτηρίου που κατέβαλε, εντός 7 ημερών (άρθρο 8 παρ. 1 του Κανονισμού), χωρίς κρατήσεις ή έξοδα ακύρωσης. Αν σκέλος μόνο του ταξιδιού του δεν πραγματοποιήθηκε, η επιστροφή αφορά το σκέλος αυτό. Μπορεί, όμως, να καλύπτει και σκέλος που πραγματοποιήθηκε αν η πτήση δεν εξυπηρετεί πλέον τον αρχικό σκοπό του επιβάτη. β) Μεταφορά στον τελικό προορισμό του το συντομότερο δυνατόν και υπό συγκρίσιμες συνθήκες μεταφοράς, αν, βεβαίως, αυτή η επιλογή είναι δυνατόν να προσφερθεί με βάση τις αποφάσεις των αρμόδιων ευρωπαϊκών ή εθνικών,ή γ) αλλαγή εισιτηρίου και μεταφορά του σε άλλη ημερομηνία που τον εξυπηρετεί,υπό συγκρίσιμες συνθήκες μεταφοράς, εφόσον υπάρχει διαθεσιμότητα θέσεων. Αν χρειάζεται να περιμένει ο επιβάτης για επόμενη πτήση κατά τη δεύτερη επιλογή, η εταιρεία υποχρεούται σε παροχή φροντίδας προς αυτόν (γεύματα και αναψυκτικά, διευκολύνσεις επικοινωνίας ή ακόμη και διαμονή σε ξενοδοχείο εάν απαιτηθεί), ανάλογα με τον χρόνο αναμονής.

Βεβαίως, υπό τις παρούσες εξαιρετικές συνθήκες είναι προφανές ότι δεν μπορεί να προσδιορισθεί αν η δεύτερη ή ακόμη και η τρίτη επιλογή είναι πραγματοποιήσιμες και πότε, υπό την έννοια ότι η αναστολή των πτήσεων δεν εξαρτάται από τη βούληση των μερών ούτε συνδέεται με γεγονότα, η άρση των οποίων μπορεί να προβλεφθεί ή έστω να πιθανολογηθεί βάσιμα. Ούτε μπορεί να εκτιμηθεί εκ των προτέρων σε ποιες χώρες θα επιτραπούν οι πτήσεις και για ποιους προορισμούς.

Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι ο επιβάτης να ενημερωθεί ορθά από τον αερομεταφορέα για τα δικαιώματά του και στη συνέχεια να επιλέξει ποιο από αυτά θα ασκήσει. Για τον σκοπό αυτό απαιτείται ειδική ενημέρωση που να μπορεί να αποδειχθεί αν και πότε έγινε, και όχι, π.χ. γενική ανακοίνωση προς το κοινό. Περιεχόμενο της προσήκουσας ενημέρωσης θα πρέπει να αποτελεί και η αδυναμία συγκεκριμένης πρόβλεψης για επανέναρξη των πτήσεων για τον προορισμό που αφορά η ματαίωση.

Εξάλλου, όταν η ματαίωση πτήσης οφείλεται σε «έκτακτες συνθήκες», όπως εν προκειμένω, η αεροπορική εταιρεία δεν υποχρεούται σε καταβολή και αποζημίωσης στον επιβάτη, όπως σε άλλες περιπτώσεις ματαίωσης, αφού η μη διενέργεια της πτήσης οφείλεται σε έκτακτες περιστάσεις, οι οποίες δεν θα μπορούσαν να αποφευχθούν, ακόμη και αν είχαν ληφθεί όλα τα εύλογα μέτρα (άρθρο 5 παρ. 3), ενώ η απόφαση αναστολής των πτήσεων λαμβάνεται από τις αρμόδιες κρατικές αρχές.

Όπως, όμως, διευκρινίζεται από τις ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τον Κανονισμό (ΕΚ)  αριθ. 261/2004 (10-6-2016, C(2016) 3502 τελικό, παρ. 4.3.3), δεν αναγνωρίζεται από τον Κανονισμό η ύπαρξη «ιδιαίτερα έκτακτων γεγονότων», τα οποία θα είχαν ως συνέπεια την απαλλαγή του αερομεταφορέα από το σύνολο των υποχρεώσεών του έναντι του επιβάτη.

ΙΙ.​Με βάση τα ανωτέρω, τυχόν εμπορικές πρακτικές που περιορίζουν άμεσα ή έμμεσα το δικαίωμα επιλογής του επιβάτη, προβάλλοντάς του ως μόνη επιλογή τηναλλαγή του εισιτηρίου ή την παροχή κάποιου κουπονιού/voucher, όταν υπάρχει ματαίωση πτήσης, ακόμη και λόγω πανδημίας, δεν συνάδουν με τον Κανονισμό. Άλλωστε, υπό τις παρούσες συνθήκες ενδεχομένως, για κάποιες εταιρίες, τίθενται και ζητήματα φερεγγυότητας που θέτουν σε κίνδυνο τη σε βάθος χρόνου εκπλήρωση των δικαιωμάτων των καταναλωτών.

Στην Ελλάδα, όπως και σε κάποια άλλα κράτη μέλη υπήρξε ρύθμιση του ζητήματος με το άρθρο εξηκοστό πρώτο της  Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου της 13.4.2020(Α΄ 84), σύμφωνα με την οποία από τις 25 Φεβρουαρίου 2020 έως την 31η Οκτωβρίου 2020, κατά παρέκκλιση των κείμενων διατάξεων: Απαιτήσεις επιστροφής του αντιτίμου αεροπορικών εισιτηρίων προς επιβάτες, λόγω ματαιώσεων πτήσεων, εφόσον προβλέπονται από την ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία, ικανοποιούνται με την παροχή προς τους δικαιούχους πιστωτικού σημειώματος ίσης αξίας με το αντίτιμο του εισιτηρίου της ματαιωθείσας πτήσης. Το πιστωτικό σημείωμα εκδίδεται από τον αερομεταφορέα και έχει ημερομηνία λήξης δεκαοκτώ (18) μήνες από την έκδοσή του. Κατά τη διάρκεια του δεκαοκτάμηνου, ο δικαιούχος του πιστωτικού σημειώματος μπορεί οποτεδήποτε να κάνει χρήση αυτού σε οποιονδήποτε προορισμό του δικτύου του αερομεταφορέα. Μέχρι τη λήξη του πιστωτικού σημειώματος, η οφειλή δεν καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή. Αυτό θα συμβεί εφόσον παρέλθουν δεκαοκτώ μήνες από την έκδοση του πιστωτικού σημειώματος και δεν έχει χρησιμοποιηθεί.

Επισημαίνεται, πάντως, ότι το ζήτημα θα πρέπει να ρυθμιστεί με τροποποίηση του σχετικού ευρωπαϊκού Κανονισμού, ο οποίος παραμένει δεσμευτικός ως υπερεθνικό δίκαιο άμεσης ισχύος. Οι ερμηνευτικές κατευθυντήριες γραμμές της Ε.Ε. για τα δικαιώματα των επιβατών στο πλαίσιο της εξελισσόμενης κατάστασης όσον αφορά τη νόσο Covid -19 (18-3-2020, C(2020) 1830 τελικό) δεν έχουν αποστεί – ούτε θα μπορούσαν – από τις ρυθμίσεις του.

Βεβαίως, απαιτείται  δίκαιη εξισορρόπηση των δικαιωμάτων επιβατών και εταιρειών υπό το καθεστώς των εξαιρετικών συνθηκών της πανδημίας, για τις οποίες δεν έχει πρόνοιες ο Κανονισμός 261/2004. Τέτοια εξισορρόπηση θα μπορούσε να υπάρξει μέσω της επιμήκυνσης της προθεσμίας επιστροφής των  χρημάτων του καταναλωτή π.χ. σε 60-90 ημέρες από τη ματαίωση, αντί της χορήγησης voucher που λήγει σε 18 μήνες, διάστημα αρκετά μακρό που θα μπορούσε κατά  περίπτωση να εκθέσει την ικανοποίηση του δικαιώματος του καταναλωτή στον κίνδυνο αφερεγγυότητας κάποιων εταιρειών, ενώ περιορίζει σημαντικά το δικαίωμα επιλογής του.

 

 

(*) Η κ Αθηνά Ι. Κοντογιάννη, είναι Λέκτορας στη Νομική Σχολή του Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου, τέως Αναπληρώτρια Συνηγόρου του Καταναλωτή

 

 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content