…στη Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα.
Ξημερώματα Δευτέρας (13-06-22), έφυγε από τη ζωή η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα. Έπειτα σου λένε, «μη δίνεις σημασία στο 13». Ευτυχώς, μένουμε πίσω, ο Gabriele Maria Finaldi, διευθυντής της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, η Kaywin Feldman, διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης της Ουάσιγκτον, ο Klaus Biesenbach, διευθυντής της Neue Nationalgalerie του Βερολίνου … κι εγώ! Έτσι, μπορούμε να πούμε μερικά πράγματα για την εκλιπούσα, πέρα από τα γνωστά και τετριμμένα, που λέγονται και γράφονται σε τέτοιες περιπτώσεις. Μάλιστα, διαβάζοντας σχετικές ανακοινώσεις στο Διαδίκτυο, δεν μπορεί κανείς να μην εντοπίσει και κάποιες –όχι ηθελημένες, φαντάζομαι- ανακρίβειες, που γράφονται βιαστικά, πάνω στο κυνήγι της πρωτιάς για την είδηση και την επικαιρότητα. Για παράδειγμα, γράφτηκε: «Γεννήθηκε το 1939 στο Αρκαλοχώρι της Κρήτης. Ωστόσο σταμάτησε νωρίς την φοίτησή της (τελείωσε μόνο τις δύο πρώτες τάξεις του Γυμνασίου), καθώς Γυμνάσιο δεν υπήρχε στο χωριό και έπρεπε να πηγαίνει στην Κρήτη». (σ.σ. τι εννοεί «να πηγαίνει στην Κρήτη»; Στην Κρήτη δεν βρίσκεται το Αρκαλοχώρι; Μάλλον, να πηγαίνει από το Αρκαλοχώρι στο Ηράκλειο, θα εννοεί). Και παρακάτω, αναφέρει το άρθρο: «Σε ηλικία 15 χρονών γνώρισε τον Δημήτρη Πλάκα, έναν αδιόριστο δάσκαλο που έμελλε να γίνει ο μέντοράς της». (σ.σ. ο Δημήτρης Πλάκας δεν ήταν ούτε «αδιόριστος», ούτε «δάσκαλος». Ήταν διορισμένος καθηγητής, φιλόλογος, ο οποίος στη συνέχεια δίδαξε και στο 2ο -εξατάξιο, τότε-Γυμνάσιο, του Ηρακλείου, είχε άριστη κατάρτιση και απολάμβανε την αγάπη και το σεβασμό των μαθητών).
Για να μη χάσουμε το νήμα, αναφέρουμε ότι το αρχικό ενδιαφέρον του καθηγητή προς τη 15χρονη Μαρίνα έγινε αμοιβαία συμπάθεια, η συμπάθεια έρωτας και δυο χρόνια αργότερα, η 17χρονη μαθήτρια παντρεύεται τον καθηγητή και όπως έχει αναφέρει η ίδια, στην αρχή έμεναν στο πατρικό της σπίτι, για να έχει χρόνο να τελειώσει το (τότε εξατάξιο) Γυμνάσιο· πάντα με την ενθάρρυνση και την ψυχολογική υποστήριξη του Δημήτρη Πλάκα. Από το 1959 ως το 1964, σπουδάζει στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Αθήνας.
Να μην αναφερθούμε στις μεταπτυχιακές σπουδές, στις υποτροφίες του ΙΚΥ, στο ότι ήταν η πρώτη γυναίκα – καθηγήτρια στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, στη διδασκαλία της ως επισκέπτρια καθηγήτρια σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και της Αμερικής, στο 30χρονο έργο της ως Διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης και στις πολλές τιμητικές διακρίσεις, που έλαβε. Ή μάλλον … ψέματα! Να μείνουμε στην έκθεση που διοργάνωσε στην Εθνική Πινακοθήκη (1992-93) με θέμα «Από το Θεοτοκόπουλο στον Σεζάν». Το σημαντικό σημείο είναι ότι ανάμεσα στις 600.000 των επισκεπτών ήταν και ο υπογράφων. Εκτός από την κοινή καταγωγή μας, εκτός από την έκφραση του θαυμασμού μου και τις ευχαριστίες μου για την συνεισφορά της στη γνωριμία του πολυπληθούς κοινού με τη ζωγραφική και με τα έργα μεγάλων και καταξιωμένων ζωγράφων, υπήρχε και ένας άλλος λόγος που θέλησα να τη συναντήσω, λόγος που αποτελεί και την αιτία της συγγραφής του παρόντος άρθρου. Δυστυχώς, η κυρία, υπεύθυνη της έκθεσης, στην οποία απευθύνθηκα και ζήτησα να συναντήσω τη Μαρίνα Λαμπράκη, με πληροφόρησε ότι απουσίαζε την ημέρα εκείνη, για κάποιο λόγο, που η χρονική απόσταση των τριάντα ετών, με δικαιολογεί να μη συγκρατώ ακριβώς. Πάντως, η σύντομη παραμονή μου στην Αθήνα και η έλλειψη εξοικείωσης με το καθημερινό αθηναϊκό «πήγαινε – έλα», με απέτρεψαν από το να προσπαθήσω να τη συναντήσω την επαύριο.
Ηράκλειο, 1963. Απόκριες. Γυμνασιόπαιδα, στο Λιμενικό Περίπτερο ή Glass House. Ήταν το κέντρο επιλογής, προκειμένου να διασκεδάσει η νεολαία, σε μια αποκριάτικη βραδιά Τσικνοπέμπτης. Το «Περίπτερο» ήταν ένα κέντρο – απόκεντρο, χτισμένο κυριολεκτικά πάνω στα κύματα του Κρητικού Πελάγους, (καθόλου νόμιμα, βέβαια), στη βορειοδυτική γωνιά του Βενετικού Τείχους, … αλλά οι νόμοι –τότε- δεν εφαρμόζονταν τόσο αυστηρά, όπως σήμερα… Δέσποζε με τον πρωτόγνωρο και πρωτοποριακό, τότε, εμβληματικό του πρόβολο, καθώς έδινε στον επισκέπτη την αίσθηση ότι αιωρείται ή κάθεται στο κενό, πάνω από τη θάλασσα, καθώς και με την τριγύρω τζαμαρία (εξ ου και η ονομασία Glass House), που του έδινε απεριόριστη θέα στον Κόλπο του Δερματά . Το «Περίπτερο» ήταν έργο του αρχιτέκτονα Γιάννη Τζομπανάκη, πατέρα της (επίσης αρχιτέκτονος) συμμαθήτριάς μας Χρυσούλας Τζομπανάκη, που έφυγε πρόωρα από τη ζωή. Ίσως, εκείνη να ήταν η αιτία, που το …αυθαίρετο «Περίπτερο» δεν κατεδαφίστηκε –τότε, και παραμένει κλειστό ως τα σήμερα!
Μια επιπλέον ατραξιόν, στην αποκριάτικη βραδιά, ήταν και η έκτακτη εμφάνιση του μοναδικού για το Ηράκλειο του ‘63, τετραμελούς μουσικού συγκροτήματος των Commets, από το οποίο οι γνωρίζοντες (fans) ανέμεναν ν’ ακούσουν τους καινούριους ρυθμούς των χορών Halli -Galli, Madison … κάτι τελευταία Rock ‘n Roll κ.ά. Επιπλέον, η βραδιά περιλάμβανε και διαγωνισμό ποίησης, σε μια εποχή, όπου η πνευματική άμιλλα δεν ήταν ασυμβίβαστη με το αποκριάτικο ξεφάντωμα… Κάποια στιγμή «έπεσε σύρμα» στην ορχήστρα, να μη συνεχίσει. Σταματήσαμε… Εκ μέρους της κριτικής επιτροπής ήρθε στο μικρόφωνο μια όμορφη, μελαχρινή και άγνωστη σε μας, νέα κοπέλα, λιτή, απέριττη … μια φρέσκια φυσιογνωμία. Κυκλοφόρησε πως ήταν φιλόλογος και λεγόταν Μαρίνα Λαμπράκη. Ανακοίνωσε τα αποτελέσματα του διαγωνισμού ποίησης. Νικητές ήσαν το δίδυμο των –τότε- φοιτητών στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης, Χάρης Βαϊλάκης και Σταύρος Νιώτης. Και μέσα στα χειροκροτήματα των παρευρισκομένων, η νεαρή φιλόλογος άρχισε να διαβάζει το ποίημα που βραβεύτηκε: «Τα σουβλερά κατσαβίδια κυνηγούν τα βατράχια, που πιασμένα απ’ τα βράχια προσπαθούν να σωθούν. Ο Δίας με την Ήρα παίζουν μπαρμπούτι και ο Ποσειδώνας τρώει … φάλαινας μπούτι»… με χαρακτηριστικό δισταγμό στην εκφορά του τελευταίου στίχου, υπομειδιώντας ταυτόχρονα.
Τα χρόνια πέρασαν. Το όνομα και η φήμη της κοπελιάς από το Αρκαλοχώρι γινόταν όλο και πιο γνωστά, ιδιαίτερα στο χώρο της τέχνης και σε κάθε της επιτυχία, ερχόταν στο μυαλό μου εκείνη η βραδιά της Τσικνοπέμπτης, του ’63, στο «Περίπτερο»… Είχαμε αρκετούς κοινούς γνωστούς, αλλά δεν έτυχε ποτέ να συναντηθούμε. Εντελώς αόριστα, αλλά με σταθερή επιθυμία, είχα πάντα στο μυαλό μου να τη συναντήσω και να της ζητήσω να την … «ξεμοναχιάσω», για λίγο, από τη συντροφιά της! Γιατί μόνο έτσι, θα είχα το θάρρος να της απαγγείλω το ποίημα με τα «σουβλερά κατσαβίδια…». Ήμουν περίεργος να έβλεπα την αντίδρασή της, τόσα χρόνια μετά…
Υ.Γ. Για τους νοσταλγούς του παρελθόντος (φωτο) -Καθήμενοι, από αριστερά: Λεωνίδας Φανουράκης, Γιώργος Βερνάρδος, Άννα Νιώτη – Βαϊλάκη, Νασούλα Μπαρμπαρήγου, Μπούλη Φαμελιάδου, Μανώλης Χατζηαδάμ, άγνωστος, άγνωστος. Commets: Γιάννης Περτσελάκης (ακορντεόν), Μίμης Τρικουράκης (ντραμς), Τίτος Πετράκης (κιθάρα) & Βαγ. Σαμαράκης (πιάνο).