Τα τεστ για τον κοροναϊό: Αναγκαιότητα ή πολυτέλεια;
Γράφει ο καθηγητής Απόστολος Βανταράκης(*)
Απόστολος Βανταράκης, Καθηγητής Υγιεινής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Πατρών,
Πρόεδρος Πανελλήνιας Ένωσης Βιοεπιστημόνων
Τις τελευταίες ημέρες βιώνουμε μια επιστημονική αντιπαράθεση, η οποία παίρνει και πολιτικές διαστάσεις, για σημαντικά θέματα που αφορούν τη ζωή μας και σχετίζονται με την πανδημία COVID-19 και την αναγκαιότητα των διαγνωστικών ελέγχων. Ας εξετάσουμε λίγο αναλυτικά το θέμα. Τα μέτρα περιορισμού, τα οποία εφαρμόζονται, έχουν στόχο να αποφευχθεί η μετάδοση του ιού, δηλαδή να μειωθεί η ταχύτητα αναπαραγωγιμότητας (R-factor) της επιδημίας. Τελικό επιθυμητό αποτέλεσμα η διακοπή της μετάδοσης , ώστε να δοθεί ο απαραίτητος χρόνος σε ένα φτωχό σύστημα υγείας, όπως το δικό μας, να αντιμετωπίσει την απότομη αύξηση των κρουσμάτων, καθώς αρκετά από αυτά τα κρούσματα θα έχουν αυξημένες απαιτήσεις περίθαλψης σε τριτοβάθμιο επίπεδο. Τα μέτρα αυτά περιορισμού δεν είναι σε θέση να αξιολογήσουν παράλληλα την υφιστάμενη κατάσταση της επιδημίας και της ανοσίας του πληθυσμού.
Ένα εξίσου σημαντικό εργαλείο που διαθέτουμε, τα διαγνωστικά τεστ, είναι δύο κατηγοριών και ανάλογα το είδος τους έχουν δύο διαφορετικούς στόχους. Η πρώτη κατηγορία, τα μοριακά τεστ (RT-qPCR), τα οποία ανιχνεύουν περιοχές του ϊικού γονιδιώματος, δύνανται να αξιολογούν αν ένας συμπτωματικός ασθενής, χρειάζεται παρακολούθηση και νοσηλεία γιατί έχει μολυνθεί από τον ιό SARS CoV-2 και πρέπει να απομονωθεί.. Σε περίπτωση δε, που αυτός ανήκει σε κάποια από τις ομάδες υψηλού κινδύνου θα είναι δυνατόν, αφού έχει γίνει το διαγνωστικό τεστ , να παρακολουθείται μέσω κλινικής εξέτασης ανά τακτά διαστήματα και ανάλογα με την κατάσταση της υγείας του να αποφασιστεί εγκαίρως η εισαγωγή του στο Νοσοκομείο ή ακόμη και στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Έτσι μέσω της ταυτοποίησης του ιού αφενός παρακολουθείται επαρκώς ο ασθενής σε επίπεδο 2βάθμιας περίθαλψης, αφετέρου αποφορτίζεται το ΕΣΥ σε τριτοβάθμιο επίπεδο:. Το μοριακό διαγνωστικό τεστ απαιτεί εξειδικευμένα και κατάλληλα εξοπλισμένα εργαστήρια στελεχωμένα με βιολόγους, οι οποίοι διαθέτουν την ανάλογη εκπαίδευση και εμπειρία στη Διαγνωστική Μοριακή Βιολογία. Αποτελούν σημαντικό διαγνωστικό εργαλείο για τους γιατρούς και για το ολοκληρωμένο σύστημα περίθαλψης, καθώς καταδεικνύουν την παρουσία του ιού.
Η δεύτερη κατηγορία διαγνωστικών τεστ, ο έλεγχος της ανοσίας του πληθυσμού, είναι χρήσιμη στον καθορισμό του ανοσολογικού επίπεδου του πληθυσμού ως σύνολο. Πραγματοποιείται σύμφωνα με ένα προσχεδιασμένο πλάνο δειγματοληψίας, το οποίο βασίζεται σε προσχεδιασμένη στατιστική ανάλυση του πληθυσμού. Το δεύτερο αυτό τεστ, ο ανοσολογικός έλεγχος (γνωστό ως rapid test), πραγματοποιείται πολύ γρήγορα και ο στόχος του είναι ο εντοπισμός της παρουσίας ή απουσίας ειδικών αντισωμάτων για τον ιό. Δείχνει την πρόσφατη μόλυνση από τον ιό.
Και οι δύο διαγνωστικοί έλεγχοι είναι απολύτως απαραίτητοι για να επιτευχθεί μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα η ελαχιστοποίηση των κρουσμάτων και των επιπτώσεων για τη χώρα με τη μικρότερη χρονικά κοινωνική απομόνωση.. Όσο για τον αριθμό των θανάτων, είναι ένας πολυπαραγοντικός δείκτης που έχει να κάνει αφενός μεν με τον αριθμό των διαγνωστικών τεστ, με την επιτυχία του περιορισμού ανά ηλικιακή ομάδα, με το επίπεδο της τριτοβάθμιας περίθαλψης (διαθεσιμότητα αναπνευστήρων, ΜΕΘ κλπ), αφετέρου δε με τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του πληθυσμού κλπ. και δεν δίνει επομένως σαφή εικόνα του επιδημιολογικού προφίλ του πληθυσμού.
Σχετικά δε με το επιχείρημα ότι «δεν υπάρχει αρκετή εργαστηριακή υποδομή», πρέπει να τονιστεί ότι η χώρα μας διαθέτει αρκετά δημόσια και πανεπιστημιακά εργαστήρια Μοριακής Διαγνωστικής με εξαιρετικό δυναμικό και δυνατότητες, τα οποία δεν έχουν ως τώρα αξιοποιηθεί επαρκώς λόγω έλλειψης συντονισμού από πλευράς Πολιτείας. Αυτά τα Εργαστήρια με μεταξύ τους συνεργασία και κατανομή πόρων θα μπορούσαν, υπό την καθοδήγηση έγκριτων Μοριακών Βιολόγων, να αναπτύξουν in house μεθοδολογίες ταυτοποίησης του κορονοϊού, συγκριτικά χαμηλότερου κόστους (σύμφωνα με τις συστάσεις Π.Ο.Υ., του C.D.C., του Ελληνικού Ινστιτούτου Pasteur) με στόχο την μετέπειτα επιτυχή εφαρμογή της δοκιμής στον πληθυσμό. Τέλος όσον αφορά τα Εργαστήρια του Ιδιωτικού Τομέα, τα οποία ήδη προφέρουν διαγνωστικές υπηρεσίες, επισημαίνεται ότι η πλειοψηφία αυτών στελεχώνεται από εξειδικευμένους και ικανούς Βιολόγους. Σε αυτά, είναι χρέος της Πολιτείας να θέσει αυστηρά κριτήρια και να ελέγξει ότι δεν λειτουργούν υπεργολαβικά, διαθέτουν τις απαραίτητες προϋποθέσεις ασφαλείας για το προσωπικό και ότι υπάρχει διαπιστευμένη διαγνωστική διαδικασία για έκδοση αποτελέσματος, διασφαλίζοντας παράλληλα την αποφυγή υπέρογκων χρεώσεων και φαινομένων αισχροκέρδειας.
Συνεπώς δεν τίθεται θέμα διλήμματος μεταξύ της αναγκαιότητας των διαγνωστικών τεστ και των μέτρων περιορισμού. Οι δύο κατηγορίες διαγνωστικών εξετάσεων θα πρέπει να ακολουθούνται από συστηματική ιχνηλάτηση. Για την τεκμηρίωση της αναγκαιότητας των διαγνωστικών τεστ και των αποτελεσμάτων που μπορεί να επιφέρει, θα πρέπει να αναφερθούν οι πρόσφατες οδηγίες του Π.Ο.Υ που μιλάει για “test-test -test”.
Τονίζεται ότι την μάχη την δίνουν και πρέπει να την δίνουν Βιολόγοι, με τεκμηριωμένη επιστημονική γνώση και εργαστηριακή επάρκεια, συμμετέχουν στην διεξαγωγή των εξετάσεων και την αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Η συμβολή τους έχει αποτιμηθεί όσο άλλων εμπλεκόμενων Επιστημόνων, όπως δικαίως των Ιατρών και του Νοσηλευτικού προσωπικού που προφανώς δίνουν τη μεγάλη μάχη με τους ασθενείς; Οι βιολόγοι, με εξαντλητικά ωράρια εργασίας, υπό πρωτοφανείς συνθήκες εργασίες και με πολύ αυξημένη ευθύνη, εφόσον το κάθε αποτέλεσμα έχει γενικότερες, πέρα από τον συγκεκριμένο ασθενή, επιπτώσεις, συγκαταλέγονται στους συχνά αφανείς «ήρωες» της περιόδου που ζούμε. Ελάχιστη αναγνώριση του έργου τους θα αποτελούσε η διευθέτηση από πλευράς Πολιτείας του θεσμικού πλαισίου εργασίας και των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων.
(*) Ο κ. Απόστολος Βανταράκης είναι Καθηγητής Υγιεινής Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Πατρών, και Πρόεδρος Πανελλήνιας Ένωσης Βιοεπιστημόνων