Toυ Γρηγ. Νικολόπουλου (Πρώτο Θέμα)
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραμένει παρά τη μείωση του ποσοστού της Ν.Δ. στις ευρωεκλογές ένας πολύ ισχυρός ηγέτης – με διαφορά ο ισχυρότερος στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή
Το πρόβλημά του είναι ότι υπάρχουν μερικά πάρα πολύ μεγάλα προβλήματα τα οποία δεν έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει, με σημαντικότερο την ακρίβεια που εξανεμίζει τα μηνιαία εισοδήματα των πολιτών μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο. Το πρόβλημα για τους νέους εργαζόμενους, τους χαμηλόμισθους και τους συνταξιούχους είναι πλέον ζήτημα αξιοπρέπειας, αν όχι επιβίωσης. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους εργαζόμενους με παιδιά, που τρέφονται σχεδόν αποκλειστικά με ψωμί και μακαρόνια.
Ο πρωθυπουργός θεωρεί ότι τα έχει πάει πολύ καλά στα οικονομικά επειδή βλέπει τα συγχαρητήρια των ξένων οίκων, των διεθνών οργανισμών και τα δημοσιονομικά πλεονάσματα. Βλέπει επίσης έναν σχετικά ικανοποιητικό ρυθμό ανάπτυξης -όχι τόσο μεγάλο όσο ήλπιζε-, βλέπει και κάποιες ξένες επενδύσεις -δυστυχώς όχι παραγωγικές, αφού αφορούν αγορές ακινήτων και ξενοδοχειακών μονάδων και δεν προσφέρουν τίποτα στην ελληνική οικονομία-, αλλά εν πάση περιπτώσει μπορεί να λέει ότι έχουμε αύξηση ξένων επενδύσεων.
Ολα αυτά τον ικανοποιούν, αλλά αν τα ζύγιζε με τα προβλήματα που βιώνουν οι πολίτες θα έπρεπε να έχει ήδη αλλάξει πολιτική. Και επειδή ο Μητσοτάκης είναι ρεαλιστής και πραγματιστής, ας το πούμε και αλλιώς. Στις εκλογές δεν τον ψήφισαν οι ξένοι οίκοι, ούτε οι διεθνείς οργανισμοί, τον ψήφισαν οι Ελληνες πολίτες. Και στις επόμενες εκλογές οι Ελληνες πολίτες θα κληθούν να τον ψηφίσουν, ούτε η Goldman Sachs, ούτε η Κομισιόν. Ας το σκεφτεί αυτό κι ας σκεφτεί επίσης ότι μπορεί ακόμη το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ να μην τον απειλούν, αλλά αν ξεμπερδέψουν με τα εσωκομματικά τους και φτιάξουν μια πολιτική ατζέντα που θα απευθύνεται στον μισθωτό, στον αυτοαπασχολούμενο, στον συνταξιούχο και τη μικρομεσαία επιχείρηση, θα απειλήσουν ευθέως τη Ν.Δ. πολύ σύντομα.
Συνεπώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κάθε λόγο να στρέψει λίγο το βλέμμα του προς τους ψηφοφόρους και να δει πού οφείλεται αυτό το ενδιαφέρον φαινόμενο, ότι δηλαδή τα προϊόντα κοστίζουν πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στις άλλες χώρες (10%-30% λέει η Τράπεζα Ελλάδος). Ας σκεφτεί ο ίδιος, που είναι εξαιρετικός γνώστης των οικονομικών με τις καλές σπουδές και την εμπειρία στον τραπεζικό τομέα, τι φταίει και έχουμε καταντήσει μία από τις πάρα πολύ ακριβές χώρες και ταυτόχρονα έχουμε το χαμηλότερο εισόδημα.
Θα αντιληφθεί αμέσως ότι φταίνε κάποιες στρεβλώσεις, όπως για παράδειγμα ότι η οικονομία ελέγχεται από πολλά καρτέλ. Στις τράπεζες, στην ιδιωτική υγεία, στην τηλεφωνία, στις λιανικές πωλήσεις, σε αεροπορικές και ακτοπλοϊκές μεταφορές, σχεδόν παντού. Ενώ η πολιτική της κυβέρνησής του είναι να στηρίζει τις μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες στη μικρή οικονομία μας είναι λίγες. Και επειδή είναι λίγες, έχουμε ολιγοπώλια και τα ολιγοπώλια συνεργάζονται και φτιάχνουν καρτέλ. Και τα καρτέλ ανεβάζουν όσο θέλουν τις τιμές, πνίγουν τον ανταγωνισμό, κλείνουν ή εξαγοράζουν τους προμηθευτές τους, κάνουν ό,τι θέλουν. Το μοναδικό εμπόδιο που θα είχαν, αν η χώρα λειτουργούσε, θα ήταν η Επιτροπή Ανταγωνισμού και η κυβέρνηση. Ομως δεν λειτουργούν σωστά ούτε το ένα ούτε το άλλο.
Η κυβέρνηση υποτίθεται ότι προσπαθεί να μιλήσει με τα σούπερ μάρκετ για να ρίξουν τις τιμές, αλλά δεν το καταφέρνει. Είπε στις τράπεζες να δώσουν επιτόκιο καταθέσεων και εκείνες έδωσαν για ποσά άνω των 200.000 ευρώ κλεισμένα προθεσμιακά για 2 χρόνια, δηλαδή δεν έδωσαν τίποτα στον καταθέτη Ταμιευτηρίου που είναι το ζητούμενο. Αντίθετα, τον καταθέτη Ταμιευτηρίου τον γδύνουν με ληστρικές προμήθειες επί όλων των συναλλαγών, τις οποίες η κυβέρνηση τους είπε να μειώσουν (αντί να τους πει να καταργήσουν) και εκείνες τις μείωσαν όσο πατάει η γάτα.
Κανείς από την κυβέρνηση, ούτε από την Προστασία Καταναλωτή, δεν μιλάει με τις τηλεφωνίες που χρεώνουν γραμμές Ιντερνετ διαμέτρου σωλήνα αποχέτευσης και προσφέρουν ταχύτητες διαμέτρου κλωστής, όλοι κάνουν πως δεν βλέπουν τι γίνεται στα ιδιωτικά θεραπευτήρια, η βοήθεια της κυβέρνησης στις ασφαλιστικές εταιρείες είναι αμέριστη, αφού κάθε τόσο νομοθετεί για να γίνουν υποχρεωτικές και άλλες ασφαλίσεις, τα εισιτήρια στα καράβια έχουν φτάσει στον Θεό, τα δε αεροπορικά εισιτήρια εσωτερικού ας μην τα συζητάμε, είναι πιο ακριβά από του εξωτερικού (διότι εκεί υπάρχει ανταγωνισμός) – και πάει λέγοντας. Αυτά τα βλέπουν όλοι και τα ξέρουν όλοι.
Στον τομέα της ενέργειας τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα διότι εκεί πάνω στις τιμές ενέργειας (που για να τις καταλάβεις χρειάζεσαι διδακτορικό) προστίθενται και οι τεράστιοι φόροι, αλλά και όλες οι υποχρεωτικές πληρωμές υπέρ τρίτων, με αποτέλεσμα ο λογαριασμός που έρχεται να αδειάζει τον μισό μισθό.
Ολα αυτά δημιουργούν ένα πολύ σημαντικό ερώτημα: Ποια είναι η ισχύς της κυβέρνησης, και ακόμη περισσότερο ποια είναι η ισχύς του κράτους αν δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την παρανομία, δηλαδή τις πρακτικές καρτέλ, αν δεν μπορεί να διασφαλίσει την τήρηση των κανόνων του ανταγωνισμού, που οφείλει να το κάνει, αν δεν μπορεί να προστατεύσει τον καταναλωτή από αθέμιτες πρακτικές;
Και πώς αξιολογεί ο πρωθυπουργός την επίδοση των υπουργών του που «μιλάνε» με σούπερ μάρκετ, τράπεζες, εταιρείες μεταφορών, εταιρείες τηλεπικοινωνιών κ.λπ. και δεν καταφέρνουν τίποτα; Μήπως μιλάνε πολύ ευγενικά; Μήπως ξεχνάνε ότι μπορούν να εφαρμόσουν τους νόμους; Μήπως δείχνουν υπέρμετρη κατανόηση στην ανάγκη των εταιρειών για κέρδη ακόμη και με αθέμιτους τρόπους; Μήπως έχουν ξεχάσει ποιος είναι ο «πελάτης» της πολιτικής, ποιον πρέπει να υπηρετούν, ποιος τους έστειλε στην κυβέρνηση; Μήπως νομίζουν ότι οι ψηφοφόροι τους ανέθεσαν να φέρουν καλά αποτελέσματα στις αξιολογήσεις των ξένων οίκων;
Προφανώς κάτι δεν έχουν καταλάβει και πιστεύουν ότι με ελεημοσύνη, δίνοντας επιδόματα ίσα-ίσα να μη μετατραπεί η φτώχεια σε πείνα, για να μην υπάρξει εξέγερση, θα είναι όλα μια χαρά. Κάνουν τεράστιο λάθος.
Και αφού όλες αυτές οι προσπάθειες που κάνουν δεν αποδίδουν, μήπως θα έπρεπε ο Μητσοτάκης -δεδομένων των δημοσιονομικών πλεονασμάτων- να μειώσει τον ΦΠΑ στα βασικά τρόφιμα τουλάχιστον ή σε κάποιο μέρος των λογαριασμών της ενέργειας και των καυσίμων, π.χ. στην αρχική αστική κατανάλωση; Και μήπως θα έπρεπε να ξαναδεί τις προκαταβολές φόρων, το μη μισθολογικό κόστος που εμποδίζει τις αυξήσεις μισθών (μια πρόταση είναι να είναι μηδέν οι φόροι και οι εισφορές μόνο επί των αυξήσεων που θα δίνουν από εδώ και πέρα για δύο χρόνια οι επιχειρήσεις ώστε να διευκολυνθούν οι αυξήσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα).
Σε κάθε περίπτωση, ο πρωθυπουργός καλείται να λύσει το πρόβλημα με κάποιον τρόπο άμεσα. Πρέπει να φροντίσει τους πολίτες και να απαλύνει το βάρος. Αν το κάνει, θα έχει πολιτικό όφελος. Αν δεν το κάνει, θα εκπλαγεί από το πόσο γρήγορα θα τον εγκαταλείψουν.