Το «κόμμα θεσμός», η Δημοκρατική Αρχή και οι παθογένειες
Του Πέτρου Μηλιαράκη(*)
Η Μεταπολίτευση, που ίδρυσε τη λεγόμενη Τρίτη Δημοκρατία με το Σύνταγμα του 1975, έφερε μία σημαντική καινοτομία στο «όλον σύστημα», του «κομματικού φαινομένου».
Στο άρθρο 29 του Συντάγματος για πρώτη φορά τυποποιείται η έννοια του κόμματος, ως εννόμου αγαθού. Με βάση τη συνταγματική τάξη, οι Έλληνες πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα μπορούν ελεύθερα να ιδρύουν και να συμμετέχουν σε πολιτικά κόμματα, που η δράση και η λειτουργία τους οφείλει να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Επίσης, νομιμοποιείται και η «κομματική νεολαία» για τους πολίτες που δεν απέκτησαν ακόμα το δικαίωμα να εκλέγουν, δηλαδή που δεν ανήκουν ακόμα στο εκλογικό σώμα. Ωστόσο, μπορούν και αυτοί να μετέχουν στα Τμήματα Νέων των κομμάτων.
• Μακρά η ιστορία των κομμάτων
Έτσι, ο «θεσμός κόμμα» αποκτά «νομικοπολιτική αξία». Συνεπώς, ο οποιοσδήποτε εντάσσεται σε ένα τέτοιο κομματικό φορέα, που αποτελεί πολιτικό υποκείμενο, εκ προοιμίου γνωρίζει τις καταστατικές του αρχές και τη λειτουργία του, ενώ εάν υπό τον φορέα αυτόν εκλεγεί και βουλευτής, του δίδεται το δικαίωμα να λειτουργεί ενώπιον της εθνικής αντιπροσωπίας, με αυξημένες όμως υποχρεώσεις έναντι του κομματικού του φορέα.
Όπως προαναφέρθηκε, ο «θεσμός» έχει ήδη τυποποιηθεί σε συνταγματικό κανόνα. Η έννοια, όμως, του κόμματος – παρά που καθυστέρησε να ενταχθεί ως «θεσμός» στη συνταγματική τάξη – έχει μακρά ιστορία και μάλιστα από το τέλος του 18ου αιώνα, όπου ο Edmund Burke όριζε το πολιτικό κόμμα ως «ομάδα ανθρώπων ενωμένων προκειμένου να προαγάγουν διά των κοινών προσπαθειών τους το εθνικό συμφέρον βάσει ιδιαίτερης αρχής επί της οποίας είναι σύμφωνοι»(1). Ως ορισμός δε του πολιτικού κόμματος, που σήμερα γίνεται γενικά αποδεκτός, είναι ότι «κόμμα αποτελεί ομάδα πολιτών που οργανώνονται προκειμένου να δράσουν από κοινού με στόχο την κατάληψη και άσκηση της κρατικής εξουσίας»(2).
Οι «πολιτικής στόχευσης ομαδοποιήσεις», όμως, των πολιτών δεν είναι μόνο επιφαινόμενο της σύγχρονης πολιτικής πραγματικότητας. Ήδη στην ελληνική αρχαιότητα, η φρατρία ή φράτρα ή φατριά, κατά τη νεότερη απόδοσή της, και η «στάσις» στη ρωμαϊκή περίοδο, η curia και η factio, αντιπροσώπευαν κοινωνικής ιδίως υφής σχηματισμούς, που εντάσσονταν στο πολίτευμα. Κατά τη μεσαιωνική περίοδο, οι factions υπήρξαν ανταγωνιζόμενες η μία την άλλη ομάδες επηρεασμού της πολιτικής εξουσίας.
• Το κόμμα και ως «ευρωπαϊκός θεσμός»
Των πολιτικών κομμάτων, όμως, προηγήθηκαν σχήματα συντεχνιακού χαρακτήρα, λαϊκές λέσχες, σύλλογοι προβληματισμού και ομάδες αντιπροσώπων στα νομοθετικά σώματα. Στις ημέρες μας, στο πλαίσιο του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος, ομαδοποιήσεις πολιτικού χαρακτήρα εμφανίζονται στην Αγγλία, όπου από τα τέλη του 17ου αιώνα σχηματίστηκαν τα πρώτα κόμματα, τα οποία παραμένουν και σήμερα στους ίδιους σχηματισμούς: τα κόμματα είναι οι Tories και οι Wings, που καθίστανται κυρίαρχοι του βρετανικού Κοινοβουλίου. Εξάλλου, οργανωμένα με συμμετοχή των πολιτών κόμματα κάνουν την εμφάνισή τους το 1828 και το 1832, αντιστοίχως, όχι μόνο στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά και στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (άρθρο 191 Συνθ. Ε.Κ.) αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά και τυπικά ο ρόλος και η σημασία των πολιτικών κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η έννοια δε των πολιτικών κομμάτων σε «ευρωπαϊκό επίπεδο»(3) καθιερώνεται εντέλει με τη Συνθήκη της Λισαβόνας (άρθρο 224 ΣΛΕΕ).
• Η ελεύθερη βούληση και η πολιτική του κόμματος
Ειδικότερα, ως προς το καθεαυτό κοινοβουλευτικό του έργο, ο βουλευτής έχει, σύμφωνα με το άρθρο 60 του Συντάγματος, το απεριόριστο δικαίωμα της γνώμης και της ψήφου κατά συνείδηση. Ο βουλευτής, δηλαδή, κατά την άσκηση των βουλευτικών του καθηκόντων έχει το προνόμιο της ελεύθερης βούλησης.
Ωστόσο, το προνόμιο αυτό δεν μπορεί να είναι ασύνορο, εφόσον ο βουλευτής έχει εκλεγεί ενταγμένος σε συγκεκριμένο κόμμα, το οποίο μπορεί σε ζητήματα μείζονος σημασίας να έχει διαφορετική πολιτική. Εφόσον ο βουλευτής αντιστρατεύεται τη θέση του κόμματός του, αυτό αφορά «οπισθοδρόμηση του αντιπροσωπευτικού συστήματος»(4).
Για να εστιάσουμε, όμως, στην πρόσφατη πολιτική-συνταγματική ιστορία του τόπου από το 1965 και μετά, είναι πρόδηλη η παραδοχή στο «δημοκρατικό δόγμα», ότι βουλευτής που σέβεται την αποστολή του, εφόσον έχει εκλεγεί με συγκεκριμένο κόμμα, οφείλει (όχι νομικά ασφαλώς, αλλά ηθικά και πολιτικά), με την ανεξαρτητοποίησή του, να υποβάλει και την παραίτησή του από τη βουλευτική του ιδιότητα-αξίωμα.
• Η παθογένεια… καλά κρατεί!..
Προσφάτως υπήρξε αποχώρηση της βουλευτού του ΜέΡΑ25 κ. Αγγελικής Αδαμοπούλου. Η βουλευτής αυτή, με την από 8/3/2022 σχετική επιστολή της, που μεριμνά δικαιολογίες περί την «ανεξαρτητοποίησή της», απευθυνόμενη προς τον πρόεδρο της Βουλής, με τη δήλωση «ανεξαρτητοποίησης», όφειλε να υποβάλει ταυτόχρονα παραίτηση και από το βουλευτικό της αξίωμα. Ωστόσο, προέβη σε μία μακρά αναφορά – κατά την προσχηματική της γνώμη ασφαλώς – του τρόπου λειτουργίας του ΜέΡΑ25, δίνοντας την εντύπωση ότι το μόνο που επιδιώκει είναι να προκαλέσει «ηθική βλάβη» στο συγκεκριμένο κόμμα. Γίνεται δε αναφορά σε προσχηματική γνώμη, διότι πριν από λίγες μόλις ημέρες χειροκροτούσε ενθέρμως τις ομιλίες του γραμματέα του κόμματος κ. Γιάνη Βαρουφάκη στο Κοινοβούλιο. Βέβαιο είναι πάντως ότι η συγκεκριμένη βουλευτής θα κριθεί από το «πού» θα δηλώσει προσχώρηση, επιδιώκοντας την επανεκλογή της, εάν ασφαλώς της το επιτρέψει το οικείο εκλογικό σώμα!..
Αυτοί οι τακτικισμοί, που αφενός παραβιάζουν ευθέως τη Δημοκρατική Αρχή και αφετέρου συνιστούν ανεπίτρεπτη παθογένεια ενός συστήματος επαγγελματισμού της πολιτικής, αξίζουν τη μομφή κάθε δημοκράτη πολίτη στον οποίο ανήκει η τελική απάντηση. Πρέπει να δοθεί τέλος σε αυτή την παρακμιακή τακτική.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
(1) βλ. Κ. Μαυριάς, “Συνταγματικό Δίκαιο”, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας, Αθήνα, 2014, σελ. 404.
(2) βλ. Γ. Κασιμάτης, “Τα κόμματα ως συνταγματικός θεσμός” (αναδημοσίευση από το περιοδικό “Σύγχρονα Θέματα”, περίοδος β’, χρόνος 2ος, τεύχος 8, Ιούλιος 1980), σε Μελέτες Ι., Δημοκρατία, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1996, σελ. 199, καθώς και Γ. Παπαδημητρίου, “Δίκαιο των πολιτικών κομμάτων”, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1994, σελ. 19 και Δ. Τσάτσος, “Η ενδοκομματική αντιπολίτευση ως πρόβλημα του συνταγματικού δικαίου, Τετράδια Συνταγματικού Δικαίου”, Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1983, σελ. 20-21.
(3) βλ. Sir William Nicoll, Trevor C. Salmon, “Understanding the European Union”, Longman, 2001, σελ. 94 και επ., καθώς και D. Chalmers, C. Hadiemmanuil, G. Monti, A. Tomkis, “European Union Law”, Cambridge University Press, 2006, σελ. 111 και επ.
(4) βλ. Αριστόβουλος Μάνεσης, “Συνταγματική Θεωρία και Πράξη”, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/κη, 1980, σελ. 568.
(*) Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).