Έχουμε ως κοινωνία, μία εμμονή με τη δουλειά. Μαθαίνουμε πως η εργασία καταξιώνει τον άνθρωπο, πως είναι ό,τι πολυτιμότερο, πως πρέπει να είναι η προτεραιότητα και η βασική μας επιδίωξη. Μαθαίνουμε πως η αξία μας κρίνεται από τη δουλειά, η χρησιμότητά μας απορρέει από το αν δουλεύουμε ή όχι.
Μάθαμε πως πρέπει ακόμα και η ενασχόλησή μας να μας εξασφαλίζει τα απαραίτητα. Μόνο αυτό. Δε χρειάζεται να αγαπάμε αυτό που καταπιανόμαστε, μόνο να εργαζόμαστε σκληρά. Γιατί μονάχα έτσι, γίνεται ο άνθρωπος χρήσιμος στην κοινωνία και δεν είναι ένας τεμπέλης αργόσχολος.
Αν και προσωπικά, δεν ήθελα ποτέ μου να χρησιμοποιώ τη λέξη δουλειά (η οποία προέρχεται από τη λέξη δουλεία), αλλά τη λέξη εργασία. Όμως, ας κάνω μία εξαίρεση σε αυτό το κείμενο.
Η σκληρή δουλειά είναι μία ουτοπία, μία κοινωνική πεποίθηση η οποία σε απομακρύνει από την ουσιαστική ζωή, όσο και αν η ίδια ισχυρίζεται το αντίθετο.
Σε καταστεί ένα ερείπιο, αφού ξεφεύγεις από τα λογικά πλαίσια της σωματικής καταπόνησης και προσπάθειας, καταλήγοντας σωματικά και ψυχικά διαλυμένος (στην Ιαπωνία η εμμονή με τη δουλειά και η ατελείωτες ώρες εργασίας, οδηγούν μέχρι και στο θάνατο).
Και το χειρότερο: σε απομακρύνει από τις ανθρώπινες, αληθινές σχέσεις. Δεν έχεις ουσιαστικό χρόνο να αφιερώσεις στους φίλους, στην οικογένεια, στους ανθρώπους στη ζωή σου. Η εμμονή με τη δουλειά σε οδηγεί στο να περιθωριοποιήσεις άλλες εκφάνσεις της ζωής σου, να χαθείς μέσα σε αυτό το κοινωνικό πρότυπο μάστιγα της εποχής: την παραγωγή και την κατανάλωση.
Όχι, δε θέλω να δουλεύω σκληρά. Θέλω να δουλεύω ισορροπημένα, να δουλεύω με ορθό τρόπο. Για αυτό και βλέπουμε μεγάλους φιλοσόφους και διανοητές να συνιστούν στους ανθρώπους να δουλεύουν λιγότερο και να ζουν περισσότερο.
Θέλω να είμαι απλώς ένας άνθρωπος με μία δουλειά. Όχι όμως, να ζω για να δουλεύω, όχι να χάνομαι μέσα σε αυτή. Θέλω να είμαι ένας άνθρωπος και όχι μία μηχανή.