Ήταν η λαμπερή τελευταία αυτοκράτειρα του Ιράν, η οποία ήταν γνωστή ως «Τζάκι Κένεντι της Μέσης Ανατολής» και έκανε παρέα με τους Σαλβαντόρ Νταλί και Άντι Γουόρχολ.
Όμως πολλοί είναι διχασμένοι πάνω στο τι έχει αφήσει πίσω της η 82χρονη Φαράχ Παχλαβί και τη θεωρούν σύγχρονη Μαρία Αντουανέτα που αντιπροσώπευε τις χειρότερες υπερβολές του καθεστώτος του Σάχη, πριν από την επανάσταση του 1979.
Λέγεται πως ο σύζυγός της διοργάνωσε ένα τριήμερο πάρτι στην Περσέπολη τον Οκτώβριο του 1971, με το ζευγάρι να πηγαίνει αεροπορικώς, κουβαλώντας δεκαοκτώ τόνους φαγητού για να γιορτάσει την 2500ή επέτειο του Ιράν.
Η Φαράχ εργάστηκε για πολλές φιλανθρωπικές οργανώσεις και ίδρυσε το πρώτο πανεπιστήμιο αμερικανικού τύπου του Ιράν, επιτρέποντας σε περισσότερες γυναίκες να γίνουν φοιτήτριες. Διευκόλυνε επίσης την αγορά ιρανικών αρχαιοτήτων από μουσεία στο εξωτερικό.
Ήταν επίσης προστάτιδα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Τεχεράνης, στο οποίο συγκέντρωσε μια συλλογή έργων τέχνης, μαζεύοντας μοντέρνα κομμάτια που τώρα θα εκτιμώντο σε 3 δισεκατομμύρια δολάρια.
Σήμερα, η ζωή της έχει έρθει ξανά στο προσκήνιο με την κυκλοφορία ενός αμφιλεγόμενου νέου βιβλίου από την 78χρονη Αμερικανίδα Ντόνα Στάιν, με τίτλο «The Empress and I: How an Ancient Empire Collected, Rejected, and Rediscovered Modern Art».
Η Φαράχ γεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1938 στην Τεχεράνη από μια οικογένεια ανώτερης τάξης. Η οικογένεια του πατέρα τής Φαράχ είναι ιρανικής-αζερικής καταγωγής. Στα απομνημονεύματά της γράφει ότι η οικογένεια της μητέρας της ήταν καταγωγής Γκιλάκων, από το Λαχιτζάν στις ακτές της Κασπίας.
Στα τέλη του 19ου αιώνα ο παππούς τής Φαράχ ήταν πετυχημένος διπλωμάτης, υπηρετώντας ως Πέρσης πρέσβης στην αυλή των Ρομανόφ στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Ο πατέρας της ήταν αξιωματικός στις αυτοκρατορικές ιρανικές ένοπλες δυνάμεις και απόφοιτος της διάσημης Γαλλικής Στρατιωτικής Ακαδημίας St. Cyr. Είχε στενό δεσμό με τον πατέρα της, ο οποίος πέθανε ξαφνικά όταν ήταν μόλις 10 ετών, αφήνοντας την οικογένεια να αγωνίζεται για να τα βγάλει πέρα οικονομικά.
Ο απροσδόκητος θάνατός του το 1948 την επηρέασε βαθιά. Η νεαρή οικογένεια βρισκόταν σε δύσκολη οικονομική κατάσταση. Σε αυτές τις συνθήκες, αναγκάστηκαν να μετακινηθούν από τη μεγάλη οικογενειακή βίλα τους στη βόρεια Τεχεράνη σε ένα κοινό διαμέρισμα με έναν από τους θείους της. Πριν από τον θάνατό του, ο πατέρας τής Φαράχ ενστάλαξε στην κόρη του μια αγάπη για τη γαλλική γλώσσα και τον γαλλικό πολιτισμό.
Πώς γνώρισε τον Σάχη του Ιράν
Η νεαρή Φαράχ ξεκίνησε την εκπαίδευσή της στην Ιταλική Σχολή της Τεχεράνης και μετά στη Γαλλική Σχολή Ζαν ντ’ Αρκ μέχρι την ηλικία των 16 ετών και αργότερα στο Λύκειο Ραζή. Ήταν ικανή αθλήτρια στα εφηβικά της χρόνια και έγινε αρχηγός της ομάδας μπάσκετ του σχολείου της. Μετά το τέλος των σπουδών της, ακολούθησε σπουδές στην αρχιτεκτονική στο Παρίσι, όπου ήταν μαθήτρια του Αλμπέρ Μπεσόν. Σύμφωνα με το All That Is Interesting, οι συμφοιτητές της την περιέγραψαν ως «σκληρά εργαζόμενη που μελετούσε πολύ τη νύχτα».
Πολλοί Ιρανοί φοιτητές, που σπούδαζαν στο εξωτερικό, εξαρτώνταν από κρατικές υποτροφίες. Ως εκ τούτου, όταν ο Σάχης, ως αρχηγός του κράτους, πραγματοποιούσε επίσημες επισκέψεις σε ξένες χώρες, συναντιόταν συχνά με επιλεγμένους Ιρανούς φοιτητές. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας συνάντησης το 1959 στην ιρανική πρεσβεία στο Παρίσι, η Φαράχ Ντίμπα παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στον Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί.
Λίγο αργότερα, το ζευγάρι άρχισε να βγαίνει, πριν ανακοινώσει τον αρραβώνα του στις 23 Νοεμβρίου 1959. «Ήξερα μόλις συναντηθήκαμε… ότι ήταν η γυναίκα που περίμενα πολύ καιρό, καθώς και η βασίλισσα που χρειαζόταν η χώρα μου», ανέφερε αργότερα σε δηλώσεις του ο Σάχης.
Η Φαράχ Ντίμπα παντρεύτηκε τον Σάχη Μοχάμεντ Ρεζά στις 20 Δεκεμβρίου 1959, σε ηλικία 21 ετών. Η νεαρή βασίλισσα του Ιράν (όπως ήταν η προσφώνησή της εκείνη την εποχή) ήταν το αντικείμενο μεγάλης περιέργειας και ο γάμος της έλαβε παγκόσμια προσοχή από τον Τύπο. Το νυφικό της ήταν σχεδιασμένο από τον Yves Saint Laurent, τότε σχεδιαστή στον οίκο Dior, και φορούσε τη διαμαντένια τιάρα Νουρ-ολ-Αΐν.
Μετά τους εορτασμούς για τον αυτοκρατορικό γάμο, η επιτυχία αυτής της ένωσης εξαρτιόταν από την ικανότητα της βασίλισσας να φέρει στον κόσμο έναν άνδρα κληρονόμο. Παρόλο που είχε προηγουμένως παντρευτεί δύο φορές, οι προηγούμενοι γάμοι του Σάχη του έδωσαν μόνο μια κόρη η οποία δεν μπορούσε να κληρονομήσει τον θρόνο. Η πίεση για τη νεαρή βασίλισσα ήταν μεγάλη. Ο ίδιος ο Σάχης ήταν πολύ ανήσυχος να αποκτήσει άνδρα κληρονόμο, όπως και τα μέλη της κυβέρνησής του.
Το ζευγάρι απέκτησε τέσσερα παιδιά: τον πρίγκιπα Ρέτζα, την πριγκίπισσα Φαρανάζ, τον πρίγκιπα Αλί και την πριγκίπισσα Λέιλα. Ένα μέρος της γοητείας της Φαράχ που κέρδισε τον σάχη ήταν η δυτική εκπαίδευσή της και η κατανόηση της κουλτούρας. Μαζί, το ζευγάρι ισχυρίστηκε ότι θα οδηγήσει το Ιράν σε μια «χρυσή εποχή».
Το έργο της ως βασίλισσας
Η βασίλισσα αρχικά περιορίστηκε σε έναν τελετουργικό ρόλο. Το 1961 κατά τη διάρκεια επίσκεψης στη Γαλλία, η γαλλόφιλη Φαράχ έγινε φίλη με τον Γάλλο υπουργό Πολιτισμού Αντρέ Μαλρό, οδηγώντας την να οργανώσει την ανταλλαγή πολιτιστικών αντικειμένων μεταξύ γαλλικών και ιρανικών γκαλερί τέχνης και μουσείων, ένα εμπόριο που συνεχίστηκε μέχρι την ισλαμική επανάσταση του 1979.
Κατά τη διάρκεια της βασιλείας της, η Φαράχ ενδιαφέρθηκε ενεργά για την προώθηση του πολιτισμού και των τεχνών στο Ιράν. Μέσα από τη δράση της, δημιουργήθηκαν και καλλιεργήθηκαν πολυάριθμοι οργανισμοί για να προωθήσει τη φιλοδοξία της να φέρει την ιστορική και σύγχρονη ιρανική τέχνη σε εξέχουσα θέση, τόσο στο Ιράν όσο και στον δυτικό κόσμο. Υπό την καθοδήγησή της, το μουσείο σύγχρονης τέχνης απέκτησε σχεδόν 150 έργα τέτοιων καλλιτεχνών, όπως των Πάμπλο Πικάσο, Μονέ και Άντι Γουόρχολ.
Μία από τις κύριες πρωτοβουλίες της αυτοκράτειρας Φαράχ ήταν η ίδρυση του Πανεπιστημίου του Σιράζ, το οποίο προοριζόταν να βελτιώσει την εκπαίδευση των Ιρανών γυναικών και ήταν το πρώτο πανεπιστήμιο αμερικανικού τύπου στο Ιράν.
Εν τω μεταξύ, το στιλ, η γοητεία και η υποστήριξη των τεχνών της Φαράχ την οδήγησαν να χαρακτηριστεί «Τζάκι Κένεντι της Μέσης Ανατολής». Ταυτόχρονα, ο Σάχης πίεζε τη χώρα να υιοθετήσει τον κοσμικό εκσυγχρονισμό δυτικού προσανατολισμού, επιτρέποντας κάποιο βαθμό πολιτιστικής ελευθερίας.
Πίστευε ότι η μαντίλα κατέπνιγε τις γυναίκες και απαγόρευσε το χιτζάμπ, και έδωσε στις γυναίκες το δικαίωμα ψήφου, ενώ ένας αυξανόμενος αριθμός τους προσχώρησε στο εργατικό δυναμικό.
Υπό τη διακυβέρνηση του Σάχη, οι Ιρανοί απολάμβαναν την πολυτέλεια νέων κολεγίων, πανεπιστημίων και βιβλιοθηκών. Τα δευτεροβάθμια σχολεία ήταν δωρεάν για όλους και η οικονομική υποστήριξη επεκτάθηκε σε φοιτητές πανεπιστημίου.
Ωστόσο, η αποφασιστικότητα του Σάχη να επιδείξει ένα όλο και πιο φιλελεύθερο και μοντέρνο μέτωπο στον κόσμο και η απαγόρευση των θρησκευτικών ενδυμάτων απογοήτευσε τους συντηρητικούς στο Ιράν.
Η Ιρανική Επανάσταση
Στο Ιράν, στις αρχές του 1978, ορισμένοι παράγοντες συνέβαλαν, ώστε η εσωτερική δυσαρέσκεια προς την αυτοκρατορική κυβέρνηση να γίνει πιο έντονη.
Η δυσαρέσκεια στη χώρα εξακολούθησε να αυξάνεται και αργότερα μέσα στο έτος οδήγησε σε διαδηλώσεις κατά της μοναρχίας. Η Παχλαβί έγραψε στα απομνημονεύματά της ότι κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου «υπήρχε μια όλο και πιο μεγάλη αίσθηση ανησυχίας». Υπό αυτές τις συνθήκες, οι περισσότερες από τις επίσημες δραστηριότητές της ακυρώθηκαν λόγω ανησυχιών για την ασφάλειά της.
Καθώς το έτος έφτανε στο τέλος του, η πολιτική κατάσταση επιδεινώθηκε περαιτέρω. Οι ταραχές αυξήθηκαν, με αποκορύφωμα τον Ιανουάριο του 1979. Η κυβέρνηση θέσπισε στρατιωτικό νόμο στις περισσότερες μεγάλες ιρανικές πόλεις και η χώρα ήταν στα πρόθυρα μιας ανοιχτής επανάστασης.
Ως απάντηση στις βίαιες διαμαρτυρίες, ο Μοχάμεντ Ρεζά και η Φαράχ αποφάσισαν να φύγουν από τη χώρα. Και οι δύο αναχώρησαν από το Ιράν με αεροσκάφος στις 16 Ιανουαρίου 1979.
Το ζήτημα του πού θα πάνε ο Σάχης και η σύζυγός του μετά την αναχώρηση από το Ιράν αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Ρεζά είχε διατηρήσει στενές σχέσεις με τον πρόεδρο της Αιγύπτου, Ανουάρ Σαντάτ, και η Φαράχ είχε αναπτύξει στενή φιλία με τη σύζυγο του προέδρου. Ο Αιγύπτιος πρόεδρος εξέδωσε πρόσκληση στο αυτοκρατορικό ζεύγος για άσυλο στην Αίγυπτο, την οποία δέχτηκαν.
Λόγω της πολιτικής κατάστασης που εξελισσόταν στο Ιράν, πολλές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είχαν φιλικές επαφές με την Ιρανική Μοναρχία πριν από την επανάσταση, είδαν την παρουσία του Σάχη στα σύνορά τους ως ευθύνη. Η επαναστατική κυβέρνηση στο Ιράν διέταξε τη σύλληψη (και αργότερα θανάτωση) τόσο του Σάχη όσο και της συζύγου του. Η νέα ιρανική κυβέρνηση απαίτησε έντονα την έκδοσή τους αρκετές φορές.
Το αυτοκρατορικό ζευγάρι γνώριζε τον πιθανό κίνδυνο, που η παρουσία τους έφερε στους οικοδεσπότες τους. Σε απάντηση, έφυγαν από την Αίγυπτο, ξεκινώντας μια 14μηνη αναζήτηση για μόνιμο άσυλο και ένα ταξίδι που τους οδήγησε σε πολλές χώρες. Μετά την Αίγυπτο, ταξίδεψαν στο Μαρόκο, όπου ήταν για λίγο διάστημα φιλοξενούμενοι του βασιλιά Χασάν Β’ .
Μετά το Μαρόκο, ο Σάχης και η αυτοκράτειρα βρήκαν προσωρινό καταφύγιο στις Μπαχάμες. Μετά τη λήξη και μη ανανέωση της βίζας τους στις Μπαχάμες, έκαναν έκκληση στο Μεξικό, η οποία έγινε δεκτή, και ενοικίασαν μια βίλα στην Κουερναβάκα, κοντά στην Πόλη του Μεξικού.
Αφού έφυγε από την Αίγυπτο, η υγεία του Σάχη άρχισε να επιδεινώνεται λόγω μιας μακροχρόνιας μάχης με λέμφωμα. Η σοβαρότητα αυτής της ασθένειας έφερε σύντομα το εξόριστο αυτοκρατορικό ζευγάρι στις ΗΠΑ για αναζήτηση ιατρικής περίθαλψης. Η παρουσία του ζευγαριού στις Ηνωμένες Πολιτείες πυροδότησε περαιτέρω τις ήδη τεταμένες σχέσεις μεταξύ της Ουάσιγκτον και των επαναστατών στην Τεχεράνη. Η διαμονή του Σάχη στις ΗΠΑ, αν και για ιατρικούς σκοπούς, έγινε το σημείο εκκίνησης για νέες εχθροπραξίες μεταξύ των δύο εθνών. Αυτά τα γεγονότα οδήγησαν τελικά στην επίθεση και την κατάληψη της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη σε αυτό που έγινε γνωστό ως Κρίση των Ομήρων του Ιράν.
Υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες, δεν δόθηκε άδεια στον Σάχη και την αυτοκράτειρα να παραμείνουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Λίγο μετά τη βασική ιατρική φροντίδα, το ζευγάρι αναχώρησε και πάλι για τη Λατινική Αμερική, αν και αυτή τη φορά ο προορισμός ήταν το νησί Κονταδόρα στον Παναμά.
Ωστόσο, προέκυψε ότι η κυβέρνηση του Παναμά επιδίωκε να συλλάβει τον Σάχη και να τον εκδώσει στο Ιράν. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο Σάχης και η αυτοκράτειρα κάλεσαν εκ νέου τον πρόεδρο Σαντάτ για να επιστρέψουν στην Αίγυπτο. Το αίτημά τους έγινε δεκτό και επέστρεψαν στην Αίγυπτο τον Μάρτιο του 1980, όπου παρέμειναν μέχρι τον θάνατο του Σάχη τέσσερις μήνες αργότερα, στις 27 Ιουλίου 1980.
Η ζωή της Φαράχ στην εξορία
Μετά τον θάνατο του Σάχη, η Φαράχ παρέμεινε στην Αίγυπτο για σχεδόν δύο χρόνια. Λίγους μήνες μετά τη δολοφονία του προέδρου Σαντάτ τον Οκτώβριο του 1981, αυτή και η οικογένειά της έφυγαν από την Αίγυπτο. Ο πρόεδρος Ρόναλντ Ρίγκαν την ενημέρωσε ότι ήταν ευπρόσδεκτη στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Εγκαταστάθηκε για πρώτη φορά στη Μασαχουσέτη, αλλά αργότερα αγόρασε ένα σπίτι στο Κονέκτικατ. Μετά τον θάνατο της κόρης της, πριγκίπισσας Λέιλα, το 2001, αγόρασε ένα μικρότερο σπίτι στο Μέριλαντ, κοντά στην Ουάσιγκτον, για να είναι πιο κοντά στον γιο και τα εγγόνια της. Μοιράζει τώρα το χρόνο της μεταξύ Ουάσιγκτον και Παρισιού. Επίσης, μια φορά τον χρόνο, και συγκεκριμένα κάθε Ιούλιο, επισκέπτεται το μαυσωλείο του Σάχη στο Κάιρο.
Πηγή: iefimerida.gr