Ένα άκρως ανησυχητικό φαινόμενο παρατηρήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, προδιαγράφοντας τη φθίνουσα πορεία την οποία πρόκειται να ακολουθήσει η ζήτηση των ορυκτών-υγρών καυσίμων τα επόμενα χρόνια.
Σε μια αγορά όπου το χαμηλός κόστος της βενζίνης και του diesel σε συνδυασμό με το πιο χαλαρό πλαίσιο σε σχέση με τους εκλυόμενους ρύπους των οχημάτων και τις προδιαγραφές αυτών, δημιουργεί ένα σαφώς ευνοϊκότερο περιβάλλον σε σχέση με αυτό που βιώνουμε όλοι στην ευρωπαϊκή ήπειρο, τα στοιχεία της ζήτησης των υγρών καυσίμων μαρτυρά το τι πρόκειται να ακολουθήσει στο μέλλον.
Ειδικότερα, το 2022 η ζήτηση της βενζίνης δεν κατάφερε να επιστρέψει στα προ κορωνοϊού επίπεδα γεγονός που κάνει τους ειδικούς να δηλώνουν βέβαιοι πως κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί ούτε στο μέλλον, καθώς εφεξής η πορεία της κατανάλωσης ορυκτών καυσίμων σε μια από τις μεγαλύτερες αγορές του πλανήτη θα έχει σταθερά πτωτική πορεία.
Οι προβλέψεις μιλούν για νέα πτώση στη ζήτηση της βενζίνης το 2023, η οποία ποσοστιαία θα αγγίξει το 1%, ωστόσο, σε βάθος πενταετίας -μέχρι δηλαδή το 2027– η πτώση αυτή θα αγγίξει το 15%, κάτι που περιορίσει την ημερήσια παραγωγή-διάθεση κατά 1,4 εκατομμύρια βαρέλια.
Ένας από τους παράγοντες που πρόκειται να οδηγήσει στην περαιτέρω πτώση στη ζήτηση των υγρών καυσίμων είναι οι σταθερά υψηλές τιμές τους, οι οποίες μάλιστα δεν αναμένεται να υποχωρήσουν, καθώς τα ίδια τα διυλιστήρια θα προσαρμόσουν αναλόγως την παραγωγή των καυσίμων διατηρώντας τα επίπεδα των τιμών τους σε υψηλά επίπεδα.
Ένα ακόμα στοιχείο που μπορεί να εξηγήσει την πτώση στη ζήτηση των ορυκτών καυσίμων είναι η αύξηση των πωλήσεων των εξηλεκτρισμένων οχημάτων και η μεταστροφή της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας στην ηλεκτροκίνηση.
Όπως είναι φυσικό, η σταδιακή μείωση των θερμικών οχημάτων στους δρόμους της Ευρώπης και της Αμερικής οδηγεί στην αντίστοιχη πτώση στη ζήτηση των ορυκτών καυσίμων, ενώ το ίδιο αποτέλεσμα έχουν και οι τεχνολογίες οι οποίες περιορίζουν την κατανάλωση και των συμβατικών οχημάτων.
Η πτώση στην κατανάλωση υγρών καυσίμων αναμένεται να προκαλέσεις αλυσιδωτές αντιδράσεις, οδηγώντας σε λουκέτο πολλά πρατήρια και μειώνοντας δραματικά τα κρατικά έσοδα από τη φορολογία τόσο της βενζίνης όσο και του diesel.
Αυτό με τη σειρά του θα αναγκάσει τις κυβερνήσεις να αναζητήσουν νέους τρόπος κάλυψης του δημοσιονομικού κενού που σταδιακά πρόκειται να δημιουργηθεί αίροντας, σε πρώτη φάση, το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς που συνήθως ακολουθεί οχήματα μηδενικών ρύπων.
Φτάνοντας μετά το 2035, όπου η διάθεση των θερμικών οχημάτων θα απαγορευθεί πλήρως στην ευρωπαϊκή αγορά, οι τριγμοί στον κλάδο της εμπορίας των υγρών καυσίμων θα είναι τόσο ισχυροί, που ουδείς μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια το τι μπορεί να συμβεί.
Το πιθανότερο σενάριο, πάντως, θέλει τους ιδιοκτήτες αυτοκινήτων με κινητήρες βενζίνης και diesel να έχουν να αντιμετωπίσουν δύο σοβαρούς κινδύνους. Την απαγόρευση της κυκλοφορίας στα περισσότερα αστικά κέντρα και τον περιορισμό του αριθμού των πρατηρίων σε τέτοιο βαθμό που θα καταστήσει δύσκολη την εύρεση υγρών καυσίμων και την απόκτησή τους ιδιαίτερα ακριβή.
carandmotor.gr