Μεγάλη συγκίνηση έχει προκαλέσει το άγγελμα του θανάτου ενός από τους πιο αγαπητούς και σεβαστούς Ιερείς της Εκκλησίας Κρήτης, του παπα Σταύρου Καρπαθιωτάκη. Βασικός λόγος που όλοι αισθάνονται σήμερα μέσα στην ψυχή τους την απώλεια, είναι βέβαια η ευγένεια, η καλοσύνη, η ταπεινότητα και η σεμνότητα που ανεκαθεν τον χαρακτήριζε. Αλλά και το γεγονός που ποτέ κανείς δεν θα ξεχάσει, ότι ο παπα Σταύρος ήταν ο μοναδικός ιερέας που συνόδευσε το Νίκο Καζαντζάκη, στην τελευταία του κατοικία, στον προμαχώνα του Μαρτινέγκο.
Ήταν αυτή μια γενναία πράξη του τότε νεαρού στρατιωτικού ιερέα που, πράττοντας κατά συνείδηση, αγνόησε τις τυπικές και άτυπες “απαγορεύσεις” και μπήκε μπροστά, φορώντας το πετραχείλι του, στην πορεία των χιλιάδων Κρητικών που συνόδευσαν το Μεγάλο Κρητικό στο Μαρτινέγκο.
Ο παπα Σταύρος, με την απόφασή του αυτή, διέσωσε το κύρος της τοπικής Εκκλησίας και απάλλαξε τους συγχρόνους του από τη ντροπή που θα τους συνόδευε, αν εκείνος δεν ξεπερνούσε τον ίδιο του τον εαυτό.
Για την γενναία αυτή πράξη, έχουν γραφεί πάρα πολλοί έπαινοι. Εμείς σήμερα ξεχωρίσαμε και αναδημοσιεύουμε ένα αντικειμενικό άρθρο του Κώστα Παππά από την “Ορθόδοξη Αλήθεια” που γραφτηκε τον Απρίλιο του 2016, σε μια προσπάθεια να αποδειχθεί ότι ο Νικος Καζαντζάκης ουσιαστικά αλλά και τυπικά “δεν είχε ποτέ αφοριστεί από την επίσημη Εκκλησία”.
Τίτλος του άρθρου:
Η Εκκλησία δεν αφόρισε ποτέ τον Καζαντζάκη!
Υπότιτλος:
Τι λέει σήμερα ο ιερέας που τέλεσε τη νεκρώσιμη ακολουθία
“Ο Νίκος Καζαντζάκης υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες συγγραφείς του περασμένου αιώνα. Εργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες.
Κάποια από αυτά, ως γνωστόν, δημιούργησαν τριβές με κάποιους εκκλησιαστικούς χώρους, οι οποίοι σε μια ψυχροπολεμική εποχή τα αντιμετώπιζαν ως μη αποδεκτά.
Οπως συνήθως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, παράλληλα με τα γεγονότα και τις διαμαρτυρίες, καταφέρνουν να επιβιώνουν και φήμες οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, όπως ότι ο Καζαντζάκης αφορίστηκε από την Εκκλησία.
Ουδέν αναληθέστερο. Η «Ορθόδοξη Αλήθεια» επιχειρεί να καταρρίψει αυτούς τους αστικούς μύθους μέσα από συγκεκριμένα γεγονότα και έγγραφα, που αποδεικνύουν ότι ουδέποτε ο Νίκος Καζαντζάκης αφορίστηκε από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στα γεγονότα του 1957 ξεχωρίζει η ιστορία ενός στρατιωτικού ιερέα -ο οποίος ακόμη βρίσκεται εν ζωή-, του π. Σταύρου Καρπαθιωτάκη, που συνόδευσε τον Καζαντζάκη στην τελευταία κατοικία του, και μάλιστα χρειάστηκε να φύγει από το στρατόπεδο όπου υπηρετούσε, χωρίς άδεια.
Μάλιστα, για την πράξη του αυτή δικάστηκε από Στρατοδικείο, το οποίο και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 20 ημερών.
Η ιστορία του π. Σταύρου, καθώς και τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στην Κρήτη το 1957, την ημέρα της κηδείας του συγγραφέα, δεν έχουν σημασία αν δεν τα εντάξει κάποιος στο γενικότερο ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής, όταν οι αριστερών πεποιθήσεων διανοούμενοι στον δυτικό κόσμο βρίσκονταν σε δυσμένεια.
Λίγο πριν από την κηδεία του Καζαντζάκη στο Ηράκλειο, ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης κ. Ευγένιος Ψαλιδάκης επικοινώνησε με το Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να ενημερώσει για την κατάσταση και να λάβει σχετικές οδηγίες.
Η απάντηση που έλαβε ήταν ότι εναπόκειται στον Αρχιερέα πώς θα χειριστεί το ζήτημα. Ο Αρχιεπίσκοπος Ευγένιος κλήθηκε να αποφασίσει για την τέλεση της νεκρώσιμης ακολουθίας του Νίκου Καζαντζάκη.
Τα γεγονότα σχετικά με την εξόδιο εξιστορεί σε κείμενό του με τον τίτλο «Η Εκκλησία και ο Νίκος Καζαντζάκης» ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου κ. Ανδρέας, σημειώνοντας μεταξύ άλλων τα εξής: «Το πρόβλημα, βέβαια, των σχέσεων του Καζαντζάκη με την Εκκλησία, και ειδικότερα τα θρυλούμενα περί αφορισμού του και μη ενταφιασμού του από την Ορθόδοξη Εκκλησία, είναι επιμέρους ζήτημα των σχέσεων που είχε ο μεγάλος διανοούμενος και στοχαστής με τον Θεό, την πίστη και την Εκκλησία.
Βέβαια, οι μύθοι αυτοί βοηθήθηκαν και από την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα της εποχής και από τη δυσπιστία συγκεκριμένων κοινωνικών δυνάμεων προς την Εκκλησία, κυρίως εκ του γεγονότος ότι στη δυτική Ευρώπη το Βατικανό στήριξε τα λαϊκά κόμματα.
Την ίδια όμως στιγμή, η Εκκλησία περνούσε δύσκολες ημέρες στην τότε Σοβιετική Ενωση και στα κράτη του Συμφώνου της Βαρσοβίας».
Στη συνέχεια, ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου αναφέρει: «Για την εξόδιο, τη νεκρώσιμη δηλαδή ακολουθία του Καζαντζάκη, τα δεδομένα είναι σαφέστατα.
Εγινε κανονικά στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, στο Ηράκλειο, με όλα τα προβλεπόμενα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα προεξήρχε ο Κρήτης Ευγένιος μετά του πρωτοσυγκέλου του» και 17 ιερέων.
ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ ΕΙΝΑΙ ΜΥΘΟΣ
«Ο μακαριστός Ευγένιος έπραξε το αυτονόητο. Κήδευσε ένα από τα σημαντικότερα αναστήματα που στη διαχρονική της πορεία έχει αναδείξει η πόλη του Ηρακλείου και η Κρήτη, παρόλο που δεν έλειψαν οι αντιδράσεις» υπογραμμίζει ο Μητροπολίτης Αρκαλοχωρίου και καταλήγει στο κείμενό του: «Συνεπώς, ο Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε ποτέ από την Εκκλησία και ετάφη κανονικά, προεξάρχοντος μάλιστα της νεκρωσίμου ακολουθίας του Κρήτης Ευγενίου. Τα περί αντιθέτου λεγόμενα αποτελούν μύθο, δημιουργηθέντα κυρίως από κάποιους κύκλους θρησκευομένων και αθέων, οι οποίοι για δικούς τους λόγους επιζητούσαν και ήθελαν έναν αφορισμένο Καζαντζάκη. Είναι όμως βέβαιο ότι οι μύθοι συνοδεύουν μεγάλες μορφές και τέτοιος υπήρξε ο διανοούμενος, ο στοχαστής, διαχρονικός συγγραφέας της Κρήτης, Νίκος Καζαντζάκης».
«Ως παπάς, δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου
τέτοιο άδικο. Το έσκασα κρυφά από τον Στρατό
και έτρεξα στο Μαρτινέγκο. Μπήκα έξι μήνες
φυλακή!» λέει ο π. Σταύρος, που τον συνόδευσε
Συγκλονιστική και αντιπροσωπευτική των γεγονότων εκείνων των φορτισμένων ημερών στην Κρήτη είναι και η ιστορία του π. Σταύρου Καρπαθιωτάκη, του ιερέα που συνόδευσε στο Μαρτινέγκο τη σορό του Νίκου Καζαντζάκη. Οπως συνήθως συμβαίνει, ο ιερέας συνοδεύει με το πετραχήλι τον νεκρό στον τάφο.
Σε τεταμένο κλίμα, με χιλιάδες ανθρώπους στους δρόμους του Ηρακλείου, αρκετούς υποστηρικτές της άποψης ότι η Εκκλησία δεν θα έπρεπε να τελέσει εξόδιο ακολουθία για τον Νίκο Καζαντζάκη, αλλά και πολλούς άλλους που υποστήριζαν το αντίθετο, βρέθηκε ένα ιερέας να ακολουθεί τον Καζαντζάκη στην τελευταία κατοικία του.
Το εντυπωσιακό είναι ότι ο τότε στρατιωτικός ιερέας π. Σταύρος Καρπαθιωτάκης δεν έλαβε από κανέναν τέτοια εντολή.
Αυτό προκύπτει από όσα ανέφερε κάποια χρόνια αργότερα στη δημοσιογράφο κυρία Πρεβελάκη και αποδεικνύουν την παράτολμη απόφασή του να φύγει από το στρατόπεδο, χωρίς σχετική άδεια, για να φτάσει στον χώρο του Μητροπολιτικού Ναού του Αγίου Μηνά.
Την ταυτότητά του αποκάλυψε ο ίδιος το 1972 στη Χανιώτισσα δημοσιογράφο κυρία Πρεβελάκη, όπως εξηγεί: «Τον Νοέμβριο του 1957 ήμουν στρατιώτης και παπάς, και υπηρετούσα τη θητεία μου στο Ηράκλειο. Μια ημέρα πριν από την κηδεία του Καζαντζάκη ο διοικητής κάλεσε όλους τους στρατιωτικούς και έδωσε διαταγή να μη βγει κανείς έξω από το στρατόπεδο στις 5 Νοεμβρίου. Οι Αρχές και ο Στρατός φοβούνταν μεγάλες φασαρίες, γιατί είχε έρθει εκκλησιαστική διαταγή να μην ταφεί ο Καζαντζάκης. Οταν θα το ‘παιρναν χαμπάρι οι Κρητικοί, θα έκαναν μεγάλες φασαρίες. Εγώ, ως παπάς, ένιωσα πολύ άσχημα. Η συνείδησή μου με πείραζε πολύ. Ημουν παπάς. Δεν άντεχα να πάρω στον λαιμό μου τέτοιο άδικο. Δεν μπορούσα να αρνηθώ τα ιερά μυστήρια σ’ έναν βαφτισμένο χριστιανό, που δεν έκανε ποτέ κάτι ανήθικο ή εγκληματικό. Οσον αφορά τα βιβλία του, δεν είμαι εγώ άξιος να τον κρίνω. Το ‘σκασα κρυφά από τον Στρατό την ημέρα της κηδείας. Πήρα αθόρυβα τα ράσα μου και έτρεξα στον Μαρτινέγκο και τον έθαψα. Ολοι νόμισαν ότι με έστειλε η Εκκλησία να τον κηδέψω. Είχαν δει και τον Μητροπολίτη Ευγένιο στον Αγιο Μηνά. Δεν ήξερε κανείς τι γινόταν στα παρασκήνια! Πέρασα από στρατιωτικό δικαστήριο και μπήκα φυλακή για έξι μήνες!»
Ο π. Καρπαθιωτάκης τιμωρήθηκε από στρατιωτικό δικαστήριο απλώς επειδή το έσκασε από το στρατόπεδο την ημέρα της κηδείας. Ισως δεν γνώριζαν τι ακριβώς είχε κάνει τις ώρες που έφυγε από τη μονάδα του, γιατί τότε η τιμωρία του μπορεί να ήταν αυστηρότερη. Στον π. Σταύρο, με το αιτιολογικό ότι απουσίασε από την υπηρεσία του χωρίς άδεια, επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 20 ημερών.
Στην πράξη αυτού του θαρραλέου ιερέα από την Κρήτη αναφέρθηκε αργότερα και ο τότε Αρχιεπίσκοπος Κρήτης Ευγένιος ο οποίος είχε πει: «Οταν έφτασε η σορός του στο Μαρτινέγκο, κάποιος έβγαλε επικήδειο λόγο. Τον επικήδειο εκφώνησε ο Μενέλαος Παρλαμάς, μα κανείς κληρικός δεν ήταν γύρω για να θάψει τον νεκρό. Σκεφτείτε τώρα μπροστά στα μάτια όλου του κόσμου και τις φωτογραφικές μηχανές του διεθνούς Τύπου! Πουθενά παπάς. Οι βρακοφόροι Κρητικοί άρχισαν να φουρτουνιάζουν, έμαθα από άλλους παρόντες, άναψαν τα αίματα και ήθελαν να βουτήξουν το φέρετρο και να το θάψουν με τα ίδια τους τα χέρια. Εκείνη την τραγική στιγμή, ως εκ θαύματος παρουσιάστηκε ένα νέος παπάς με ράσα και θυμιατό! Ούτε ήξερα ποιος ήταν και πώς βρέθηκε εκεί, από πού ξεφύτρωσε! Κανείς δεν ήξερε!»