Μνημονιακή Ελλάδα: Τί άλλαξε από το 2010 ως το 2018

Το πρόγραμμα της ελληνικής διάσωσης ολοκληρώνεται – μια περισσότερο «συμβολική» κίνηση μετά την οκταετή κρίση χρέους, η οποία αφήνει την οικονομία και τις ζωές των Ελλήνων εντελώς απαράλλαχτες.

Πίσω στο Μάιο του 2010 -την εποχή του πρώτου από τα τρία πακέτα διάσωσης- ευρωπαίοι πολιτικοί από τις χώρες-πιστωτές της Ελλάδας δήλωναν πως η κρίση ήταν το αποτέλεσμα χρόνιας οικονομικής και δημοσιονομικής «απειθαρχίας».

Προκειμένου να δικαιολογηθεί αυτή η παραβίαση της «ρήτρας να μην υπάρξει διάσωση», τα δάνεια είχαν σφραγιστεί με αυστηρούς όρους, οι οποίοι περιλάμβαναν δημοσιονομική βιωσιμότητα, οικονομική σταθερότητα, ανάπτυξη και ανταγωνιστηκότητα, καθώς και αναδιάρθρωση του Δημοσίου και του νομικού συστήματος.

Λοιπόν… πως τα έχει πάει η Ελλάδα;

Βουτιά του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων

Παρότι η ελληνική οικονομική κατάρρευση επεκτάθηκε πολύ πέραν των συνόρων της χώρας των μόλις 11 εκατ. ανθρώπων, οι εγχώριες επιπτώσεις ήταν οι πιο δραματικές. Η παραγωγή βυθίστηκε καθώς το ΑΕΠ συρρικνώθηκε σχεδόν κατά 1/3, ενώ το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων έχει καταρρεύσει αφότου η απώλεια εκατομμυρίων θέσεων εργασίας εκτόξευσε την ανεργία στο 28%.

Η μέση τάξη πληρώνει το λογαριασμό

Η ελληνική «εστία» της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης άναψε όταν η νεοεκλεγείσα κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου αποκάλυψε πως η χώρα παραπλάνησε τον κόσμο με παραποιημένα δημοσιοικονομικά, καθώς το δημόσιο έλλειμμα του 2009 είχε «φουσκώσει» σε επίπεδα άνω του 15% του ΑΕΠ, πέντε φορές πάνω από το ευρωπαϊκό όριο.

Τα τελευταία χρόνια το ελληνικό ζήτημα περιστρέφεται περισσότερο γύρω από το υπέρογκο ποσό του δημοσίου χρέους και το δημοσιοοικονομικό ισοζύγιο, εξαιρώντας το κόστος εξυπηρέτησης αυτού του χρέους. Αυτό σημαίνει πως λιγότερη προσοχή στρέφεται στο γεγονός πως τα δύο τελευταία έτη τα έσοδα υπερβαίνουν τις δαπάνες, με αποτελέσμα η κυβέρνηση να λειτουργεί με πλεόνασμα.

Αυτό επετεύχθη με μεγάλες περικοπές δαπανών, διατηρώντας πάνω κάτω σε ίδια επίπεδα τα έσοδα. Όμως δεδομένου του μεγέθους της ύφεσης, η διατήρηση των εσόδων σε σταθερά επίπεδα σήμαινε «στράγγισμα» της ελληνικής μέσης τάξης, η οποία έχει αναγκαστεί να πληρώνει όλο και περισσότερους φόρους.

Το προβληματικό Δημόσιο

Σε ότι αφορά τις δαπάνες, τα δημοσιονομικά προβλήματα της Ελλάδας προκλήθηκαν εν μέρει από μια εκρηκτική αύξηση των θέσεων εργασίας στο Δημόσιο τα χρόνια που προηγήθηκαν της κρίσης. Η άρνηση της κυβέρνησης να απολύσει εργαζομένους έγινε από νωρίς αντικείμενο αντιπαράθεσης με τους δανειστές.

Η αντιπαράθεση στη συνέχεια αποκλιμακώθηκε όταν υπήρξαν ουσιαστικά περικοπές μισθών 150.000 θέσεων εργασίας με το να προσλαμβάνεται ένα μόνο άτομο για κάθε πέντε αποχωρήσεις, καθώς και με τη μη ανανέωση των προσωρινών συμβάσεων.

Παρ’ όλα αυτά, η πρόοδος στο δικαστικό σύστημα είναι εξαιρετικά αργή, και η υπερβολική γραφειοκρατία καθιστά την προσέλκυση επενδύσεων πολύ πιο δύσκολη.

Χαμηλή ανταγωνιστικότητα – Ελαφρά ανάκαμψη των εξαγωγών

Τα τελευταία οχτώ χρόνια, τα ευρωπαϊκά κράτη και το ΔΝΤ υπογράμμιζαν πως η Ελλάδα χρειάζεται οπωσδήποτε δομικές μεταρρυθμίσεις προκειμένου να γίνει πιο ανταγωνιστική. Τρία πακέτα διάσωσης μετά, αυτό που έχει κάνει η Ελλάδα ήταν να πουλήσει κρατική περιουσία, να πραγματοποιήσει σαρωτικές αλλαγές στην αγορά ενέργειας καθώς και να αλλάξει τους κανονισμούς σε αμέτρητα επαγγέλαματα, από δικηγόρους μέχρι κομμωτές.

Υπήρξε επίσης μια ραγδαία πτώση του κόστους εργασίας, ειδικά μετά τις μεταρρυθμίσεις στους κανόνες συλλογικής διαπραγμάτευσης και την περικοπή του βασικού μισθού το 2012. Βέβαια οι δανειστές υποστηρίζουν πως η μείωση του βασικού μισθού στην πραγματικότητα απλώς αντισταθμίζει τις υπερβολικές αυξήσεις του τα χρόνια προ κρίσης, καθώς βρισκόταν σε παράλογα επίπεδα που δεν αντικατόπτριζαν την παραγωγική ικανότητα της οικονομίας της χώρας.

Το πλήγμα του βασικού μισθού μαζί με τους αυξανόμενους φόρους και την ανεργία ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για την απαξίωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων. Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας επιθυμεί να επαναφέρει μερικές από τις εργασιακές μεταρρυθμίσεις μετά τη διάσωση, συμπεριλαμβανομένης και της αλλαγής στο βασικό μισθό.

Άλλες χώρες ωστόσο βίωσαν ανάκαμψη ωθούμενη από εξαγωγές, όπως η Ιρλανδία και η Ισπανία. Τουλάχιστον η Ελλάδα έχει καταφέρει να εξαλείψει σχεδόν το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου, ενώ έχει αυξήσει ελαφρά και το μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ.

Εξακολουθεί να «παλεύει» ο τραπεζικός τομέας

Κατά το ξέσπασμα της κρίσης, οι Έλληνες τραπεζίτες υποστήριζαν πως τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα διοικούνταν με «συντηρητικές αρχές», και πως το πρόβλημα ξεκίνησε από το Δημόσιο τομέα. Όποια και αν είναι η αλήθεια, οι συστημικές τράπεζες δεν άργησαν να βρεθούν σε ένα φαύλο κύκλο κόκκινων δανείων που διέλυσε τον χρηματοπιστωτικό κλάδο.

Κρίθηκαν αναξιόχρεες για ένα διάστημα μετά την αναδιάρθρωση χρέους του 2012 η οποία έσβησε τελείως την αξία του χαρτοφυλακίου ομολόγων τους, ενώ τρίαχρόνια αργότερα έκλεισαν για εβδομάδες προτού ανοίξουν με τα περίφημα capital controls. Σήμερα ακόμη παλεύουν με κατάρρευση που υπέστησαν, επιβαρυμένες από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που αντιστοιχούν στο 50% των συνολικών δανείων.

Όλες αυτές οι παθήσεις οδήγησαν σε απώλεια καταθέσεων καθώς και διατραπεζικής χρηματοδότησης, με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα αυτά να κρατούνται ουσιαστικά στη ζωή από τη ρευστότητα της κεντρικής τράπεζας (μέσω του ELA). Η ανάγκη αυτή για έκτακτη χρηματοδότηση δείχνει να υποχωρεί σταδιακά, ενώ καθώς η χώρα αποχωρεί απο το πρόγραμμα διάσωσης, η εξάρτηση αυτή ξεπεράστηκε από τη διατραπεζική χρηματοδότηση, για πρώτη φορά μετά την κρίση.

 

Newmoney

 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content