Σωκράτης Τσουρδαλάκης: Για να γίνομε ένα προηγμένο οικονομικά κράτος πρέπει να αλλάξομε

Ένα νοσταλγικό οδοιπορικό με τον σημαντικότερο της γενιάς των μεταναστών

 

Συνέντευξη 

στην 

Εύα Λαδιά

 

 

Ο κ. Σωκράτης Τσουρδαλάκης ανήκει στη γενιά των αποδήμων που έχουν πάντα στην καρδιά και στην σκέψη τη γενέτειρα. Τον παρακολουθώ καιρό από το μέσον κοινωνικής δικτύωσης που μας συνδέει να αναφέρεται στο παρελθόν επί της ουσίας και να καταθέτει με ώριμες σκέψεις εξαιρετικές προτάσεις. Αρκετές φορές μας τον έχουν εκθειάσει και παράγοντες του νησιού μας αξιολογώντας την δημιουργική παρουσία του όπου του ανατεθεί καθήκον. Γι’ αυτό και θελήσαμε να συζητήσουμε μαζί του για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της ομογένειας. Δέχτηκε ευχαρίστως την πρόσκληση και με τις δυνατότητες που μας παρέχει η σύγχρονη τεχνολογία μας παραχώρησε τη συνέντευξη καθρέπτη της ψυχολογίας ενός μετανάστη που ποτέ δεν ξέχασε τον τόπο του.

Ξεκίνησε φυσικά από τις ρίζες του αναφέροντας:

Σωκράτης Τσουρδαλάκης

Γεννήθηκα στις Μέλαμπες της τότε επαρχίας Αγίου Βασιλείου το Σεπτέμβριο 1941. Η εφταμελής τότε οικογένειά μας ζούσε στο μετόχι μας στη Γιαλιά, το οποίο είχε κτίσει ο αείμνηστος πατέρας μου Αντώνης Κων. Τσουρδαλάκης με τη βοήθεια των μεγαλύτερων αδελφών μου. Είχε διαισθανθεί ότι οι Γερμανοί θα καταλάμβαναν και την Κρήτη και ίσως βομβάρδιζαν και τις Μέλαμπες σαν κεφαλοχώρι που ήταν. Και πράγματι έτσι έγινε. Στις 28 και 29 του Μάη οι Γερμανοί έριξαν 5-6 βόμβες και σκοτώθηκαν 7 άτομα. Έντρομοι οι Μελαμπιανοί εγκατέλειψαν το χωριό και κατέφυγαν σε σπήλαια της υπαίθρου. Το σπήλαιο του «Μπέη» και το άλλο σπήλαιο στου «Σκιστή το Χάρακα» ανατολικά και δυτικά του μετοχιού μας, γέμισαν από Μελαμπιανούς. Τότε στο μετόχι μας φιλοξενήθηκαν προσωρινά μερικοί συγγενείς μας μέχρι που πέρασε η μπόρα και επέστρεψαν στο χωριό.

Πώς βρεθήκατε στην Αυστραλία;

– Θα πάω στην Αυστραλία μαζί με τους άλλους (εννοούσα τα αδέλφια μου), είπα του πατέρα μου μια μέρα του Μάη 1965.

– Και εσύ μωρέ θα φύγεις; Δεν θα μείνει λοιπόν κανείς κοντά μας; Γιατί δεν κάθεσαι εδώ να γίνεις παπάς; Γιατί σε έστειλα να φοιτήσεις στην Εκκλησιαστική Σχολή; Τουλάχιστο εσύ και ο Βαγγέλης (νυν ιερέας Μελάμπων) μπορείτε να ζήσετε εδώ. Γιατί λοιπόν θέλεις να φύγεις;

Εγώ κατέβασα το κεφάλι από ντροπή και ενοχή. Τι να πω; Είχε απόλυτο δίκιο.

– Το ξέρεις πως αν θα φύγεις είναι σαν να με προδίνεις; συνέχισε. Κρίμα τους κόπους μου και εμένα και των αλλωνών (αδελφών μου).

– Θα πάω να δω και αν δεν μου αρέσει εκεί θα δουλέψω τα εισιτήριά μου και θα γυρίσω πίσω να γίνω παπάς του απάντησα με σιγανή φωνή.

Αυτός κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση και δεν απάντησε.

Ο αδελφός μου ο Νικολής μου είχε κάνει την πρόσκληση μερικούς μήνες ενωρίτερα. Και έτσι το τέλος του Μάη 1965 ετοίμασα τη βαλίτσα μου έτοιμος για αναχώρηση.

Την παραμονή το βράδυ το σπίτι ήταν γεμάτο από συγγενείς και φίλους. Θείοι, θείες και ξαδέλφια. Όλοι μου παραγγέλνουν να πω τα χαιρετίσματά τους στα υπόλοιπα αδέλφια που ήταν ήδη στη Μελβούρνη.

– Να μην μας ξεχάσετε. Να μας κάνετε και εμάς πρόσκληση να έρθομε εκειδά… έλεγαν οι απάντρευτοι.

– Να κάνετε γρήγορα πολλά λεφτά και να γυρίσετε στον τόπο σας. Έλεγαν οι θείοι και οι θειάδες.

– Ναι. Δυο τρία χρόνια το πολύ… έλεγα εγώ.

Μόνο ο πατέρας μου δεν μιλούσε. Ήταν σκεφτικός. Τα μάτια του και ο νους του ταξίδευαν στα περασμένα σαν να έλεγε. Κρίμα στους κόπους μου…

Στις 26 του Μάη έφυγα. Μου έδωσε τις τελευταίες συμβουλές και παραγγελίες για τα αδέλφια μου που ήδη ήταν στην Αυστραλία και πέντε Καινές Διαθήκες μια για τον καθένα μας με την παραγγελία να την διαβάζομε τακτικά. Τον αποχαιρέτησα, τον φίλησα για τελευταία φορά και έφυγα, ενώ αυτός έκλαιγε μαζί με την μάνα μου. Δεν τον ξαναείδα γιατί πέθανε τον Ιανουάριο 1968.

Ο Θεός ν’ αγιάσει τα κόκαλα του.

Στο καράβι του Μισεμού

Στις 28 του Μάη 1965 ήμουν πάνω στο καράβι «Ελληνίς». Ακουμπισμένος στην πλώρη του καραβιού, παρατηρούσα την απέραντη λαοθάλασσα στην προβλήτα του λιμανιού του Πειραιά. Χέρια υψωμένα ανεμίζουν πολύχρωμα μαντίλια, σε ένα τελευταίο χαιρετισμό.

Πολλοί κλαίνε, άλλοι γελούν και εγώ σκέφτομαι αυτούς που άφησα πίσω αν θα τους ξαναδώ, ως επίσης αυτούς που θα συναντήσω εκεί που θα πάω. Σε λίγο το καράβι σαλπάρει και όλοι μας αποχαιρετούμε για τελευταία φορά την Ελλάδα, ενώ ο ήλιος κρυβόταν πίσω από τα βουνά της Αττικής. Άραγε πότε θα ξαναγυρίσομε; Ποιους θα βρούμε ακόμα ζωντανούς; Με αυτές τις σκέψεις κατευθύνομαι στην καμπίνα μου που ήταν στο επάνω πάτωμα δίπλα από την πόρτα που οδηγούσε στην πλώρη του καραβιού.

Το Ταξίδι

Βράδυ φύγαμε από τον Πειραιά και σε λίγο μας κατάπιε το σκοτάδι του Αιγαίου Πελάγους. Το καράβι ήταν πολύ μεγάλο και είχε όλες τις ανέσεις και πολυτέλειες της εποχής εκείνης. Στην καμπίνα μέναμε 4 άτομα. Ένας Ηπειρώτης, ένας Πελοποννήσιος και δύο Κρητικοί, εγώ και ένας άλλος από τα Χανιά. Η ζωή στο καράβι ήταν ωραία. Καλό φαγητό, μπόλικος ύπνος και αρκετή διασκέδαση. Γρήγορα γνωρίστηκα με πολλούς Κρητικούς και Κρητικές οι περισσότεροι από τα Χανιά και μερικοί από το χωριό της μέλλουσας γυναίκας μου την Ασή Γωνιά Χανίων. Μαζευόμαστε στο κατάστρωμα και το στρώναμε στο χορό με το μαγνητόφωνο.

Σε 24 ώρες είχαμε φτάσει στο Πορτ Σάιντ μια μικρή πόλη της Αιγύπτου κτισμένη στο στόμιο της Διώρυγας του Σουέζ. Εδώ κατέβηκα με μια παρέα Κρητικούς να περιεργαστούμε την πόλη. Ήταν πολύ ακάθαρτη. Κατάμεστη από μελαψούς Βεδουίνους με τις μακρές κελεμπίες. Συνεχίζοντας το ταξίδι μέσα από τη διώρυγα του Σουέζ δεξιά και αριστερά μια απέραντη έρημος. Που και που καμιά Όαση με φοινικόδεντρα και καμήλες ξαπλωμένες κάτω από τον ίσκιο τους. Πιο κάτω άλλη πόλη Ισμαϊλία και πάλι έρημος. Βγαίνοντας από την διώρυγα ήταν η τελευταία πόλη το Σουέζ.

Ο επόμενος σταθμός ήταν το Άντεν, πόλη της Υεμένης κτισμένη στο τέρμα της Αραβικής χερσονήσου. Κατέβηκα και εδώ να περιεργαστώ την αραπιά και να αγοράσω μερικά αφορολόγητα πράγματα. Ήταν όμως η κατάσταση εμπόλεμη και δεν μείναμε για πολύ. Έτσι έπειτα από σύντομο ανεφοδιασμό, σαλπάρει το καράβι και σε λίγο μπήκαμε στον Ινδικό Ωκεανό με κατεύθυνση το Φρήμαντλ της Δυτικής Αυστραλίας στο οποίο φτάσαμε στις 14 Ιουνίου 1965. Εδώ κατέβηκα πάλι και για πρώτη φορά πάτησα το πόδι μου στην Αυστραλιανή ήπειρο στην «καινούρια πατρίδα».

Οι πρώτες μου εντυπώσεις ήταν καλές. Φαινόταν χώρα Ευρωπαϊκή. Ωραίοι δρόμοι, ωραία κτίρια, πολλή καθαριότητα, πολλή πρασινάδα και ο κόσμος ευρωπαϊκός. Στην πόλη αυτή έμειναν ελάχιστοι Έλληνες. Οι υπόλοιποι σαλπάρομε και πάλι για τη Μελβούρνη και το Σύδνεϋ.

Θα θέλατε να αναφερθείτε στο μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων προς την Ωκεανία;

Όσον αφορά την άφιξη των Ελλήνων στην Ωκεανία (Αυστραλία-Νέα Ζηλανδία) μπορούμε να τη χωρίσομε σε τέσσερις περιόδους.

Η πρώτη περίοδος (μικρή σε αριθμό) 1830-1890. Ήταν η εποχή που ανακαλύφτηκε το χρυσάφι (1851) στη Νέα Νότιο Ουαλία και Βικτώρια. Χιλιάδες χρυσοθήρες άρχισαν να καταφθάνουν στην Αυστραλία για εύκολο και γρήγορο πλουτισμό όπως νόμιζαν, μεταξύ αυτών Κινέζοι, πολλοί Ευρωπαίοι μεταξύ αυτών και μερικοί Έλληνες από την Κρήτη και την Ηπειρωτική Ελλάδα. Στην περιοχή Tambaroora στη Ν.Ν.Ο το 1860 οι Έλληνες χρυσοθήρες ίδρυσαν οικισμό το Greek Τown (Ελληνο-Χωριό). Εκεί παντρεύτηκαν ντόπιες γυναίκες και απόκτησαν περί τα 70 παιδιά, στα οποία έδωσαν ελληνικά ονόματα. Το ίδιο συνέβη και στις περιοχές Bendigo και Ballarat στη Βικτώρια. Στο Ballarat της Βικτώριας οι Χρυσωρύχοι (μεταξύ αυτών και Έλληνες) μη αντέχοντας την μηνιαία βαριά φορολογία για άδεια εξόρυξης (από £1 σε £3 το μήνα), επαναστάτησαν εναντίον Βρετανικών αρχών το 1854. Ήταν η λεγόμενη Eureka Stockade κατά την οποία σκοτώθηκαν 6 στρατιώτες και περίπου 30 χρυσωρύχοι.

Αργότερα βλέποντας ότι το όνειρο του εύκολου πλουτισμού ήταν επικίνδυνο, κοπιαστικό και τις περισσότερες φορές άπιαστο, ασχολήθηκαν με εποχιακά αγροτικά επαγγέλματα που δεν καταδέχονταν να εξασκήσουν οι Αγγλο-Κέλτες Αυστραλοί. Ταξιδεύοντας μεγάλες αποστάσεις στην ενδοχώρα εργάζονταν ατελείωτες ώρες με πολύ μικρούς μισθούς στην αμπελοκαλλιέργεια, στην καλλιέργεια και συγκομιδή ζαχαροκάλαμου, καπνών κ.α.

Στο δεύτερο κύμα μετανάστευσης (1891-1951), όσοι προνομιούχοι Έλληνες εγκαταστάθηκαν στις πόλεις επιβίωσαν εξασκώντας τα επαγγέλματα, που έφεραν από την ιδιαίτερη πατρίδα τους – ζαχαροπλάστες, οπωροπώλες, ψαράδες, ραφτάδες, τσαγκάρηδες, καταστηματάρχες και εστιάτορες.

Αρκετοί όμως κατόρθωσαν να διακριθούν στα δύσκολα εκείνα χρόνια του κατατρεγμού και του ρατσισμού. Η δυναστεία των Κομνηνών ίδρυσε στη Ν.Ν.Ο. την εκτροφή στρειδιών στα 1890 και έγινε εργοδότης πολλών Ελλήνων, ο Μυτιληνιός Μιχάλης Μανούσος έγινε διάσημος γαιοκτήμονας στην εποχή του, ο Καστελοριζιός Αθανάσιος Αυγουστής και ο Ανδριώτης Γεώργιος Φαλάγκας αναδείχθηκαν σε δεινότατους καλλιεργητές και εμπόρους στρειδιών στη Δυτική Αυστραλία. Οι Κρητικοί Στρατής Ανδρουλάκης, Γιάννης Στρατηγάκης και Νίκος Τυράκης έμποροι φρούτων και λαχανικών στην Κουηνσλάνδη και Ν.Ν.Ο., ο Σταύρος Βουτυράκης ιδιοκτήτης του Royal Cafe στο Daylesford, ο Γιώργης Νικάκης ιδιοκτήτης του Centenary Hotel στο κέντρο της Μελβούρνης, ο Ιθακήσιος Αντώνιος Λεκατσάς στα τέλη του 19ου αιώνα, διατηρούσε καταστήματα αναψυκτικών, με επιτυχία επιδόθηκε στην αγορά κτιρίων, ξενοδοχειακών συγκροτημάτων και θεάτρου στην πόλη της Μελβούρνης. Οι Καστελοριζοί αδελφοί Μιχάλης και Πέτρος Μιχελίδης αναδείχθηκαν ως οι μεγαλύτεροι καπνέμποροι και καπνοβιομήχανοι της Αυστραλίας με έδρα την Πέρθη. Ο Γεώργιος Λυμπερίδης που θεωρούνταν ως ο μεγαλύτερος σιτοπαραγωγός της Ν.Ν.Ο., ο Νικόλαος Λουράντος από τους πλουσιότερους γαιοκτήμονες με χιλιάδες πρόβατα καταξιώθηκαν ως μεγάλοι ευεργέτες της Ομογένειας και τιμήθηκαν από την Αυστραλιανή Κυβέρνηση.

Τώρα πλέον συνειδητοποίησαν την ανάγκη να οργανωθούν σε Κοινότητες, Εθνοτοπικούς Συλλόγους και άλλους Οργανισμούς, ώστε να διασφαλίσουν την εθνογλωσσική και θρησκευτική τους ταυτότητα.

Με την υπογραφή της διακρατικής συμφωνίας Αυστραλίας-Ελλάδος (1952), αρχίζει το τρίτο και μεγαλύτερο κύμα Ελλήνων μεταναστών προς την Ωκεανία (1952-1980). Πάνω από 500.000 Έλληνες ήλθαν στην Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία με τα πλοία Πατρίς-Ελληνίς-Αυστραλίς κ.α. Την περίοδο αυτή ο Ελληνισμός με σκληρή δουλειά απογειώνεται πολιτιστικά, πολιτικά, οικονομικά, επιστημονικά, αθλητικά. Εκτός από τις παλιές Κοινότητες, δημιουργούνται σε παναυστραλιανή κλίμακα: 121 Ελληνορθόδοξες εκκλησίες, οκτώ Ελληνορθόδοξα Μοναστήρια, επτά Ελληνορθόδοξα Κολλέγια που λειτουργούν όπως τα Αυστραλιανά Κολλέγια και δέχονται μαθητές όλων των εθνικοτήτων στα οποία διδάσκεται και η ελληνική γλώσσα. Πάνω από 250 απογευματινά και Σαββατιανά σχολεία και γυμνάσια κοινοτικά και ιδιωτικά. Μια Θεολογική Σχολή στην οποία φοιτούν οι μελλοντικοί ιερείς, κέντρα Ελληνικής Πρόνοιας, ελληνικά γηροκομεία και γηριατρεία, δεκάδες ποδοσφαιρικά σωματεία, χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις μικρές και μεγάλες και το σπουδαιότερο ο Ελληνισμός αντιπροσωπεύεται στην Ομοσπονδιακή Βουλή με τρεις βουλευτές, στη Γερουσία με τρεις γερουσιαστές και στις Πολιτειακές Βουλές με 13 βουλευτές.

Έτσι ο Ελληνισμός αναδεικνύεται μία από τις πιο οργανωμένες και υπολογίσιμες Εθνικότητες της Αυστραλιανής Κοινωνίας.

Πόσες οικογένειες έχουν προστεθεί στην κοινότητα μετά την κρίση;

Με τις οικονομικές δυσκολίες της Ελλάδας μετά το 2008 αρχίζει το τέταρτο και συγκριτικά πιο μικρό κύμα μετανάστευσης προς Αυστραλία. Υπολογίζεται ότι την περίοδο αυτή ήλθαν στην Αυστραλία πάνω από 50.000 Έλληνες κυρίως νέοι και μορφωμένοι. Νέο αίμα και νέες προοπτικές. Είναι όμως και οι πιο τυχεροί γιατί βρήκαν ένα ελληνισμό οργανωμένο που τους συντρέχει επαγγελματικά, ηθικά, κοινωνικά και οικονομικά. Όπου και να βρεθούν ακούνε ελληνικά, διασκεδάζουν ελληνικά, στέλνουν τα παιδιά τους σε ελληνικά σχολεία και δεν τους λείπει τόσο πολύ η πατρίδα όσο εμάς των παλαιοτέρων.

Πόσο ευαισθητοποιημένοι είναι οι σημερινοί νέοι της Μελβούρνης, οι Έλληνες εννοώ, με τα εθνικά μας θέματα;

Ο Απόδημος Ελληνισμός διαχρονικά αγαπάει, πονεί, και φροντίζει την πατρίδα γιατί απλούστατα του λείπει. Πάντα είναι στο πλευρό της όταν χρειαστεί και το απόδειξε με τα μεγάλα συλλαλητήρια που έγιναν τελευταία για τη Μακεδονία. Οι εκατοντάδες εθνοτοπικοί Σύλλογοι βοηθούν κατά καιρούς τον τόπο που τους γέννησε. Δυστυχώς αλλεπάλληλες Ελληνικές Κυβερνήσεις μας έχουν αγνοήσει και εξακολουθούν να μας εμπαίζουν. Στις σποραδικές επισκέψεις ορισμένων πολιτικάντηδων μας υπόσχονται πράγματα τα οποία ξεχνούν μόλις μπουν στο αεροπλάνο. Ζητούμε χρόνια τώρα Υπουργείο Απόδημου Ελληνισμού και μας έδωσαν τη λεγόμενη Γραμματεία του Απόδημου Ελληνισμού που δεν εξυπηρετεί τα πάνω από 5 εκατομμύρια Έλληνες της διασποράς. Μια άλλη Ελλάδα έξω από την Ελλάδα. Ζητούμε τώρα και χρόνια να έχομε δικαίωμα ψήφου (κάτι που κάνουν τώρα και χρόνια οι Ιταλοί και οι Γάλλοι) για να στέλνομε τους δικούς μας αντιπροσώπους στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Δυστυχώς κανένα κόμμα δεν μας άκουσε.

Έχετε ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον του τόπου μας; Πόσο μπορούν να βοηθήσουν οι ομογενείς σ’ αυτό;

Βεβαίως ελπίζομε ότι η πατρίδα μας θα επανέλθει στην κανονικότητα. Ο Ελληνισμός έζησε διαχρονικά μεγάλες συμφορές αλλά απέδειξε καταπληκτική αντοχή και αναγεννήθηκε μέσα από τις στάχτες του. Για να γίνομε όμως ένα προηγμένο οικονομικά κράτος πρέπει να αλλάξομε. Σε κανένα προηγμένο κράτος του κόσμου δεν υπάρχει αυτή η γραφειοκρατία που στραγγαλίζει και εμποδίζει την ανάπτυξη. Ποιος σώφρων επενδυτής θα επενδύσει στην Ελλάδα που δεν γνωρίζει τι ξημερώνει αύριο; Νομοθεσίες παράλογες, αντιφατικές και απαρχαιωμένες. Σε ποιο προηγμένο κράτος υπάρχει μονιμότητα στο δημόσιο; Γιατί οι Έλληνες αντιδρούν στο άνοιγμα των καταστημάτων την Κυριακή; Στη χώρα που ζω είναι ανοιχτά 7 ημέρες την εβδομάδα και απασχολούν χιλιάδες εργάτες. Βεβαίως η εργατική νομοθεσία είναι πολύ αυστηρή και δεν υπάρχει η εκμετάλλευση του εργαζόμενου όπως γίνεται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια. Επίσης η φοροδιαφυγή είναι συστηματική στην Ελλάδα πράγμα που δεν συμβαίνει τουλάχιστον στο ίδιο βαθμό με αυτόν σε άλλα κράτη. Άφησα τελευταίο το πολιτικό γκουβέρνο που διαχρονικά νέμεται τον ιδρώτα του λαού. Αποδεδειγμένα πολλοί πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι, όμως δεν τιμωρούνται. Χρειαζόμαστε τόσους πολλούς πολιτικούς; Ασφαλώς όχι σύμφωνα με τον πληθυσμό της χώρας. Οι Έλληνες έχουν αρετές που δεν τις βρίσκεις σε άλλους λαούς όμως στερούνται σοφών και τίμιων ηγητόρων. Οι Ομογενείς προσπαθούν με κάθε τρόπο να βοηθήσουν τη Μητρίδα υποστηρίζοντας τα ελληνικά προϊόντα, τα οποία διαφημίζουν και προωθούν στις χώρες που ζουν. Και εδώ όμως υστερούμε στην οργάνωση. Ο τουρισμός που είναι η μεγαλύτερη βιομηχανία της Ελλάδας πρέπει να διαφυλαχτεί ως κόρη οφθαλμού γιατί αν χάσομε και αυτή τότε οδηγούμαστε σε οικονομική καταστροφή. Τέλος διερωτηθήκαμε ποτέ γιατί ο Έλληνας προκόβει και αναδεικνύεται εκτός Ελλάδος; Την απάντηση την ξέρομε όλοι μας.

 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content