Σε μια αναδρομή στην ιστορία της διεκδίκησης των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας καθώς και στο αποτύπωμά τους στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και οικονομία, 20 χρόνια μετά, προχώρησαν στο 9o Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, ο Πρόεδρος της ΔΟΕ Τόμας Μπαχ και η πρόεδρος της Οργανωτικής Επιτροπής των Ολυμπιακών Αγώνων «Αθήνα 2004», Γιάννα Αγγελοπούλου – Δασκαλάκη.
Μιλώντας για τη σημασία και την κληρονομιά των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 στη σύγχρονη Ελλάδα, η κυρία Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη επισήμανε ότι «κάναμε αυτό που δεν περίμενε κανείς ξένος, αλλά ούτε εμείς οι ίδιοι και τελικά πετύχαμε».
«Ολα αυτά τα χρόνια, συναντώ ανθρώπους και μου λένε για το 2004: “Ημουν και εγώ εκεί”. Η Ελλάδα διεκδικούσε για δεύτερη φορά σε 10 χρόνια και έπρεπε να αλλάξουμε τη βάση της διεκδίκησης και την εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό. Δεν τους διεκδικούσαμε με κληρονομικό δικαίωμα, αλλά με βάση το ότι θα διοργανώσουμε τους καλύτερους Αγώνες. Δεν μας πίστευαν, δεν ήταν εύκολο να τους πείσουμε, αλλά τους πείσαμε», ανέφερε αρχικά.
Οπως είπε, «η Ελλάδα ήταν η μικρότερη χώρα που ανέλαβε να διοργανώσει Ολυμπιακούς Αγώνες και πέτυχε. Αφησε ένα manual οργανωτικής αριστείας, καλής λειτουργίας, συνεργασίας μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού φορέα, το οποίο δεν πρέπει να μείνει αναξιοποίητο. Οι αγώνες πέτυχαν γιατί έγιναν εθνική υπόθεση, στοίχημα κάθε Ελληνίδας και κάθε Ελληνα. Αν δεν ήταν εκείνοι, δεν θα φτάναμε ούτε στην τελετή έναρξης».
Ερωτηθείσα από τον δημοσιογράφο του ΣΚΑΪ, Παύλο Τσίμα, εάν οι αγώνες συνέβαλαν στη μετέπειτα οικονομική κρίση, η Γιάννα Αγγελοπούλου σημείωσε πως ο προϋπολογισμός τους ανερχόταν σε 2.098.400.000 ευρώ.
«Επιστρέψαμε στο κράτος 130,6 εκατ. ευρώ πλεόνασμα. Αυτό που δεν γνωρίζετε ήταν ότι σύμφωνα με μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ήταν οι δεύτεροι φθηνότεροι Αγώνες μετά του Λος Αντζελες το 1932», πρόσθεσε.
Απαντώντας σε άλλη ερώτηση σχετικά με το κόστος των υποδομών και των έργων, επικαλέστηκε το ΙΟΒΕ, το οποίο έκανε έρευνα το 2015 και διαπίστωσε ότι για το διάστημα 2000-10, «δαπανήθηκαν 6,5 δισ. ευρώ για Ολυμπιακά Εργα, ενώ το 2004 μόνο, 2,5% προστέθηκε στο ΑΕΠ. Το κράτος είχε 2,9 δισ. ευρώ έσοδα από φόρους, χωρίς να υπολογίσουμε τα έσοδα από τον τουρισμό. Δεν χρεοκόπησαν την Ελλάδα οι Ολυμπιακοί Αγώνες, οι αριθμοί μιλάνε».
«Η Ελλάδα ξαναμπήκε στον χάρτη όταν έκανε τους Ολυμπιακούς Αγώνες» σημείωσε από το βήμα του συνεδρίου προσθέτοντας ότι αν δεν ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν θα ολοκληρώνονταν στην ώρα τους βασικά έργα υποδομών. «Φανταστείτε τη ζωή μας χωρίς να είχαν γίνει αυτά τα έργα, ενώ ωφελήθηκε πολύ και η ελληνική οικονομία. Για μένα όμως έχει πιο μεγάλη αξία η εικόνα που απέκτησαν για τη χώρα, Ελληνες και ξένοι. Αυτό δεν έχει εξατμιστεί, όσα και να πέρασε η Ελλάδα», κατέληξε η επικεφαλής του Αθήνα 2004.
Τόμας Μπαχ: «Αξέχαστοι και ονειρεμένοι» οι Αγώνες του 2004
Νωρίτερα, ο πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, Τόμας Μπαχ, αναφέρθηκε στην Ελλάδα ως διαχρονικό σύμβολο των Ολυμπιακών Αγώνων. Σύμφωνα με τον ίδιο, «πριν από 3.000 χρόνια ο καταπληκτικός ελληνικός πολιτισμός έδωσε ένα δώρο στην ανθρωπότητα, τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Είμαστε ευγνώμονες στους Ελληνες για αυτό, οι Ολυμπιακοί Αγώνες είναι ένας θεσμός που λατρεύουν εκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο. Με την αναβίωση των Αγώνων το 1896, ο Πιερ Ντε Κουμπερτέν εξασφάλισε ότι αυτή η κληρονομιά θα συνεχιζόταν. Η Ελλάδα θα έχει πάντα ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μας και στη δική μου καρδιά».
Εξήρε τη συμβολή της Γιάννας Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη στον θεσμό, λέγοντας πως «οι αγώνες του 2004 πάντοτε θα συνδέονται με τη Γιάννα Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη», η οποία, όπως ανέφερε «μετέτρεψε την υποψηφιότητα της Αθήνας σε μια νικηφόρα προσπάθεια για τη διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων, ήταν εκείνη που κατάφερε με εξαιρετικό τρόπο να κινητοποιήσει τη διοργάνωση».
«Την εποχή που ανέλαβε, η προετοιμασία των Αγώνων δεν ήταν στον καλύτερο δυνατό δρόμο. Ομως έφερε ενότητα, έδωσε ένα μάθημα ότι ο Ελληνας θα είναι πάντα Ελληνας και ότι θα ενίσχυε αυτό το δώρο της Ελλάδας στην ανθρωπότητα». Χαρακτήρισε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 ως «αξέχαστους, ονειρεμένους αγώνες» προσθέτοντας ότι θεωρούνται δικαίως η επιστροφή στις ρίζες, γιατί μέσω αυτών συνδέθηκε η αρχαία κληρονομιά με τη σύγχρονη πραγματικότητα.
Καθημερινή – Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ