Ο Γκριμάλντι απέκτησε το λιμάνι της Ηγουμενίτσας και τώρα ετοιμάζεται και για το Ηράκλειο

Αποτίμηση-ρεκόρ για ελληνικό λιμένα διαμόρφωσε η προσφορά του ομίλου Γκριμάλντι με την οποία απέκτησε το 67% του Οργανισμού Λιμένος Ηγουμενίτσας στον σχετικό διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ. Κατέβαλε 84,17 εκατομμύρια υπερκαλύπτοντας την προσφορά του ανταγωνιστή του, του Οργανισμού Λιμένος Θεσσαλονίκης, διαμορφώνοντας έτσι την αξία του 100% της επιχείρησης στα 125 εκατομμύρια. Πρόκειται για ποσό που αντιστοιχεί στο ένα τρίτο της αποτίμησης του Οργανισμού Λιμένος Πειραιώς (360 εκατ. στο Χ.Α.), ο οποίος έχει εικοσαπλάσιο τζίρο, ενώ ισοδυναμεί με 150 φορές τα λειτουργικά κέρδη του λιμανιού της Ηγουμενίτσας, τα οποία διαμορφώθηκαν κατά το 2021 στα επίπεδα των 863.000.

Για πολλούς το ύψος της προσφοράς αποτελεί επίδειξη οικονομικής ισχύος του Ιταλού επιχειρηματία Εμμανουέλε Γκριμάλντι και μήνυμα για το πώς σκοπεύει να κινηθεί και στον έτερο διαγωνισμό για ελληνικό λιμάνι, αυτόν για τον Οργανισμό Λιμένος Ηρακλείου στην Κρήτη, όπου έχει επίσης προκριθεί στη δεύτερη φάση. Ωστόσο όσοι γνωρίζουν τα επιχειρηματικά σχέδια του ιταλικού ομίλου αντιλαμβάνονται τις προοπτικές που βλέπει στην Ηγουμενίτσα ο εφοπλιστής.

Δύο είναι οι λόγοι για τους οποίους κατέβαλε ένα τόσο υψηλό τίμημα, σύμφωνα με κύκλους του ιταλικού ομίλου: ο πρώτος, τον οποίο ανέφερε μάλιστα δημόσια πριν από μία εβδομάδα σε συνέδριο στην Ιταλία και ο ίδιος ο Γκριμάλντι, είναι αμυντικός. Με δεδομένο ότι η Ηγουμενίτσα αποτελεί ένα από τα δύο βασικά λιμάνια (το άλλο είναι η Πάτρα) προσέγγισης των γραμμών με τις οποίες συνδέει την Ελλάδα με την Ιταλία και ότι τα λιμενικά τέλη που καταβάλλει αντιστοιχούν στο 60% περίπου του κύκλου εργασιών του Οργανισμού Λιμένος Ηγουμενίτσας επιδίωξε να αποτρέψει την απόκτηση του ελέγχου από τρίτα μέρη. Ναι μεν η σύμβαση παραχώρησης ορίζει πολύ συγκεκριμένους όρους –και ειδικότερα τον πληθωρισμό– υπό τους οποίους μπορούν να αυξηθούν τα λιμενικά τέλη, πλην όμως είναι σαφές πως η ιδιοκτησία του λιμανιού του δίνει περισσότερη ασφάλεια και πολύ λιγότερα ρίσκα, εξηγούν πηγές του ομίλου. Ο δεύτερος λόγος που προσέφερε ένα τόσο υψηλό τίμημα είναι τα μελλοντικά σχέδια ανάπτυξης. Ειδικότερα, ο όμιλος Γκριμάλντι θέλει αφενός να βελτιώσει τις υποδομές του λιμανιού της Ηγουμενίτσας ώστε οι προσφερόμενες υπηρεσίες στους βασικούς πελάτες του, που είναι οι εταιρείες μεταφορών και φορτηγών, να αναβαθμιστούν και αφετέρου να αναπτύξει εμπορευματικό κέντρο το οποίο αξιοποιώντας την οδική σύνδεση της Εγνατίας να προσελκύσει ακόμα μεγαλύτερους αριθμούς φορτηγών που κατευθύνονται στην Ευρώπη, με αφετηρία όχι μόνο την Ελλάδα αλλά και σε βαλκανικές χώρες και την Τουρκία. «Είμαστε αποφασισμένοι να αναπτύξουμε το λιμάνι και να το καταστήσουμε πύλη του εμπορίου των Βαλκανίων και της Ελλάδας προς την Κεντρική και Δυτική Ευρώπη», δηλώνουν στην «Καθημερινή» κορυφαίες πηγές του ιταλικού ομίλου που ρωτήθηκαν σχετικά. Η προσοχή δηλαδή βρίσκεται στην Εγνατία Οδό, η οποία επίσης ιδιωτικοποιείται αυτή την περίοδο και επεκτείνεται με κάθετους άξονες και η οποία εκτιμάται πως μπορεί να προσελκύσει πολύ περισσότερη εμπορική δραστηριότητα με κατεύθυνση την Ιταλία.

Μεταξύ των σχεδίων περιλαμβάνεται και ο εξηλεκτρισμός της παραμονής των πλοίων στο λιμάνι ώστε να μη ρυπαίνουν το περιβάλλον κατά την εκεί παρουσία τους. Επιπλέον όμως ο Οργανισμός Λιμένος Ηγουμενίτσας έχει την προοπτική να αναπτυχθεί και από περιφερειακές δραστηριότητες μεταξύ των οποίων και οι τρεις μαρίνες τις οποίες ελέγχει. Υπενθυμίζεται πως ο Οργανισμός έχει το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης και λειτουργίας των γηπέδων, κτιρίων και εγκαταστάσεων τεσσάρων λιμένων, και συγκεκριμένα του Λιμένος Ηγουμενίτσας, του αλιευτικού καταφυγίου Σαγιάδας, του αλιευτικού καταφυγίου Πλαταριάς και του καταφυγίου σκαφών αναψυχής Συβότων, που βρίσκονται στη βορειοδυτική Ελλάδα, στην Περιφέρεια Ηπείρου, δυνάμει της σύμβασης παραχώρησης με το ελληνικό Δημόσιο. Η σύμβαση παραχώρησης έχει διάρκεια 60 έτη από την υπογραφή της και λήγει την 3η Φεβρουαρίου 2062.

Καθώς η Ελλάδα αποτελεί δημοφιλή προορισμό yachting και συγκεντρώνει ολοένα και περισσότερες θαλαμηγούς από το εξωτερικό που εκτελούν πλόες στα ύδατά της και επειδή υπάρχει σημαντική απουσία υποδομών ελλιμενισμού τους, οι τρεις αυτές μαρίνες προοπτικά μπορούν να αποτελέσουν αξιόλογα κέντρα κερδοφορίας για την εταιρεία. Σήμερα, οι κύριες δραστηριότητες του Οργανισμού αφορούν την εξυπηρέτηση και παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού σε πορθμειακά πλοία (ferry boat) και πλοία Ro-Ro (φορτηγά και άλλα οχήματα), τόσο εγχώριων όσο και διεθνών ακτοπλοϊκών γραμμών. Επιπλέον, παρέχει βοηθητικές υπηρεσίες σε πλοία (υδροδότηση, ηλεκτροδότηση, επικοινωνίες κ.λπ.) και αξιοποιεί χερσαίες και κτιριακές υποδομές του Λιμένος Ηγουμενίτσας.

Τα σχέδια Γκριμάλντι για την Ηγουμενίτσα-1

Στόλος 130 πλοίων και διεθνές δίκτυο 20 λιμανιών

Κατά την τελευταία χρήση, του 2021, ο όμιλος Γκριμάλντι ενέγραψε κύκλο εργασιών 3,46 δισ. ευρώ, τα κέρδη προ φόρων τόκων και αποσβέσεων (EBITDA) έφτασαν τα 947 εκατ. ευρώ, από 659 εκατ. ευρώ το 2020, ενώ τα ίδια κεφάλαια αυξήθηκαν σε 4,45 δισ. ευρώ, όπως ανακοίνωσε νωρίτερα φέτος. Αν και η ακτοπλοΐα και η ποντοπόρος εμπορική ναυτιλία αποτελούν τις βασικές του δραστηριότητες, ο όμιλος δεν είναι καινούργιος στη διαχείριση λιμένων: Ηδη ελέγχει με ολικές ή μερικές παραχωρήσεις περισσότερα από 20 λιμάνια διεθνώς, με συνολική χερσαία ζώνη και αποθηκευτικούς χώρους που ξεπερνούν τα 6 εκατομμύρια τετραγωνικά μέτρα. Αυτό το δίκτυο τερματικών λιμενικών σταθμών θεωρείται ένα από τα ισχυρά ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα του ομίλου που αυτή την εποχή επεκτείνεται περαιτέρω. Ο όμιλος λειτουργεί τους δικούς του περιφερειακούς τερματικούς κόμβους σε κύρια ευρωπαϊκά λιμάνια όπως η Αμβέρσα (Βέλγιο), η Civitavecchia (Ιταλία), το Σαλέρνο (Ιταλία), η Βαλένθια και η Βαρκελώνη (Ισπανία). Ελέγχει επίσης το 100% του λιμένα Wallhamn που είναι το πρώτο πλήρως ιδιωτικοποιημένο σουηδικό λιμάνι, ενώ ο τερματικός σταθμός Unikai Lagerei und Speditionsgesellschaft στο Αμβούργο (Γερμανία) ανήκει επίσης στα συμφέροντα Γκριμάλντι σε συνεργασία με την Hamburg Harbor και την κρατική εταιρεία Logistic AG. Αλλοι τερματικοί σταθμοί του βρίσκονται στη Βόρεια Ευρώπη, στη Νότια Μεσόγειο αλλά και στη Δυτική Αφρική. Οσον αφορά την περιοχή της Βαλτικής, η θυγατρική του Finnlines, μέσω της Finnsteve, διαθέτει τερματικούς σταθμούς στα φινλανδικά λιμάνια του Ελσίνκι και του Τουρκού. Στο λιμάνι του Λάγος (Νιγηρία) ο όμιλος έχει κατασκευάσει ένα τερματικό πολλαπλών χρήσεων για οχηματαγωγά, το οποίο διαχειρίζεται η επίσης ελεγχόμενη από αυτόν εταιρεία PTML. Τα περισσότερα από αυτά τα τερματικά είναι πραγματικές πλατφόρμες εφοδιαστικής, εξοπλισμένες με εγκαταστάσεις. Ορισμένα από αυτά προσφέρουν υπερσύγχρονες πολυτροπικές εγκαταστάσεις και συνδέονται απευθείας με το ευρωπαϊκό οδικό, σιδηροδρομικό και δίκτυο εσωτερικής ναυσιπλοΐας. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί πως ο όμιλος δραστηριοποιείται όχι μόνο στις γραμμές επιβατηγών οχηματαγωγών, όπως είναι οι Μινωικές Γραμμές, αλλά και στα αμιγώς οχηματαγωγά. Πλοία που μεταφέρουν δηλαδή αποκλειστικά μεταχειρισμένα και κυρίως ολοκαίνουργια οχήματα και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους ομίλους του κλάδου αυτού παγκοσμίως. Επιπλέον, ο στόλος του, που αριθμεί 130 πλοία, περιλαμβάνει και πλοία γενικού φορτίου και μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων.

Οι διαγωνισμοί σε Βόλο και Ηράκλειο και οι νέες ισορροπίες στη ναυτιλία

Η πρώτη ένδειξη πως τα λιμάνια του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης θα αρχίσουν τα επόμενα χρόνια να έχουν εντονότερο ανταγωνισμό από περιφερειακά λιμάνια όπως η Ηγουμενίτσα, η Πάτρα και ο Βόλος, και ενδεχομένως να απολέσουν και κάποια από τα μερίδια του εμπορίου που έχουν σήμερα, ήρθε με την εξαγορά του λιμένα της Ηγουμενίτσας από τον όμιλο Γκριμάλντι. Η ανάπτυξη αυτού του λιμένα μπορεί να οδηγήσει σε μετατόπιση φορτίων από τη Θεσσαλονίκη προς την Ηγουμενίτσα – ένας από τους λόγους εξάλλου που ο Οργανισμός Λιμένος Θεσσαλονίκης συμμετείχε μέχρι το τέλος στον διαγωνισμό για την απόκτηση της πλειοψηφίας του μετοχικού κεφαλαίου. Αυτό εξηγούν πηγές της λιμενικής βιομηχανίας, προσθέτοντας πως η δεύτερη πρόκληση για τον Οργανισμό Λιμένος Θεσσαλονίκης θα έρθει από την παραχώρηση του λιμένα στον Βόλο. Γι’ αυτό άλλωστε και εκτιμούν πως ο ΟΛΘ θα είναι μεταξύ των διεκδικητών στον διαγωνισμό που ξεκίνησε αυτή την εβδομάδα από το ΤΑΙΠΕΔ. Παράλληλα, η προοπτική παραχώρησης του Οργανισμού Λιμένος Πατρών τα επόμενα χρόνια θα δώσει άλλη μία διέξοδο προς την Ευρώπη σε φορτία που αυτή τη στιγμή χρησιμοποιούν τον Πειραιά, εξηγούν οι ίδιες πηγές. «Η δυνατότητα που έχουν μεγάλοι ιδιωτικοί όμιλοι να προσελκύσουν φορτία υιοθετώντας επιθετικές εμπορικές πολιτικές αναμένεται να αλλάξει τις ισορροπίες», αναφέρουν χαρακτηριστικά. Επιπλέον, η παραχώρηση του Οργανισμού Λιμένος Ηρακλείου στην Κρήτη που βρίσκεται στην τελική φάση (το πρώτο τρίμηνο του 2023 αναμένεται να κατατεθούν δεσμευτικές οικονομικές προσφορές για το 67% του μετοχικού κεφαλαίου του) μπορεί να διαμορφώσει νέα δεδομένα και στην αγορά της επιβατηγού ναυτιλίας και ειδικότερα στην κρουαζιέρα. Η αναβάθμιση των υποδομών στο μεγάλο λιμάνι της Κρήτης και η ανάπτυξη του νέου αεροδρομίου πλησίον του μπορούν να αποτελέσουν μαγνήτη για τις μεγάλες εταιρείες κρουαζιέρας, ώστε να ξεκινούν και να ολοκληρώνουν εκεί τα δρομολόγια, ειδικά αν έχουν καλύτερες εμπορικές συμφωνίες από αυτές που προσφέρονται, για παράδειγμα, από τον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς. Την ίδια ώρα, λιμάνια στρατηγικής σημασίας όπως της Καβάλας και κυρίως της Αλεξανδρούπολης, που εμπίπτουν στη σφαίρα ενδιαφέροντος των Ηνωμένων Πολιτειών για γεωστρατηγικούς λόγους, αναμένεται να αναζητήσουν και την οικονομική τους ανάταξη προκειμένου να καλυφθούν τουλάχιστον τα ολοένα αυξανόμενα λειτουργικά κόστη τους, αναζητώντας έτσι μερίδιο από τη διακίνηση των εμπορικών φορτίων τα οποία διέρχονται από τη χώρα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά, και ειδικότερα κατά την τελευταία δεκαετία, οπότε και «τρέχει» το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων των λιμανιών, έχουν εισαγάγει δύο βασικές δικλίδες ελέγχου σε όλα τα ιδιωτικοποιημένα ή υπό ιδιωτικοποίηση λιμάνια: αφενός για την παραχώρησή τους (για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα) απαιτούν δεσμευτικές επενδύσεις σε υποδομές, ώστε να μεγεθυνθεί το οικονομικό όφελος για την πραγματική οικονομία και να διασφαλιστεί η ποιότητα των επενδυτών. Αφετέρου έχουν εισαγάγει σε όλες τις συμβάσεις παραχώρησης ρήτρα με βάση την οποία μπορούν για λόγους εθνικού συμφέροντος και δημόσιας ασφάλειας να απαγορεύσουν την προσέγγιση οποιουδήποτε πλοίου αποφασίσουν. Στα περισσότερα από αυτά τα λιμάνια διατηρούν, και θα συνεχίσουν να διατηρούν, συμμετοχή με μειοψηφικά ποσοστά και έχουν συνάψει και συνάπτουν συμφωνίες μεταξύ μετόχων (shareholders agreement) που περιορίζουν τη δυνατότητα των επενδυτών να αποφασίζουν μονομερώς σημαντικές επιχειρηματικές κινήσεις.

 

Καθημερινή

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content