Εκείνο το ανοιξιάτικο πρωινό της 20ης Μαΐου 1941, καθώς οι πρώτοι Γερμανοί αλεξιπτωτιστές ρίχνονταν στο κενό από τα τρικινητήρια μεταγωγικά αεροπλάνα με τους ναζιστικούς σταυρούς στα μεταλλικά τους φτερά πάνω από την Κρήτη, τα επόμενα λεπτά, οι επόμενες ώρες και οι επόμενες δώδεκα δραματικές ημέρες που επακολουθήσαν, θα ήταν πάντα χαραγμένες στη μνήμη όσων επέζησαν, αφού στο έδαφος, μετά το πρώτο σοκ της πτώσης, ο θάνατος θα παραμόνευε παντού στο ηλιόλουστο αυτό νησί της Μεσογείου, με την μακρά παράδοση αντίστασης ενάντια σε κάθε κατακτητή. Η Μάχη της Κρήτης ή όπως είναι περισσότερο γνωστή στον αγγλοσαξονικό κόσμο ως η μάχη για την Κρήτη είχε αρχίσει.
Ανάμεσα σ’ ένα «μωσαϊκό» υπερασπιστών του νησιού, του μοναδικού μέχρι εκείνη τη στιγμή ελληνικού εδάφους, που δεν είχε πατήσει ο Γερμανός εισβολέας ήταν και οι Μαορί, αυτόχθονες πολεμιστές από τη Νέα Ζηλανδία, ενταγμένοι στο 28ο Τάγμα Πεζικού, που αποτελούσε τμήμα της 2ης Νεοζηλανδικής Μεραρχίας του 2ου Νεοζηλανδικού Εκστρατευτικού Σώματος, που είχε φτάσει στο λιμάνι του Πειραιά στα τέλη Μαρτίου 1941, θέλοντας να ενισχύσει τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το τάγμα αποτελείτο από επτακόσιους εθελοντές.
Ο κ. Γεώργιος Λόης, συνταγματάρχης ε.α. των τεθωρακισμένων, με την ευκαιρία των 80 χρόνων της επετείου από τη Μάχη της Κρήτης, αναφέρει χαρακτηριστικά στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων: «Κατά τη διάρκεια της μνημειώδους μάχης της Κρήτης (20 Μαΐου–1 Ιουνίου 1941) διακρίθηκε ιδιαίτερα το 28οΝεοζηλανδικό Τάγμα Πεζικού, το οποίο αποτελείτο από ιθαγενείς Μαορί αξιωματικούς και στρατιώτες σχεδόν στο σύνολό του. Οι αυτόχθονες εθελοντές από τις νήσους της μακρινής Νέας Ζηλανδίας έλαβαν το βάπτισμα του πυρός πρωταρχικά στην ηπειρωτική Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας με αξιοθαύμαστο σθένος τα γερμανικά στρατεύματα κατά τον υποχωρητικό ελιγμό της Βρετανικής Εκστρατευτικής Δύναμης. Ωστόσο, έμελλε να εδραιώσουν τη φήμη τους ως ατρόμητοι πολεμιστές στο μαρτυρικό κρητικό έδαφος».