Διά του «αεί μυστηρίου» και «μεγάλου θαύματος» της θείας Ενανθρωπήσεως, το «μέγα τραύμα», ο εν σκότει και σκιά καθήμενος άνθρωπος, καθίσταται «υιός φωτός και υιός ημέρας», ανοίγει δι’ αυτόν η ευλογημένη οδός της κατά χάριν θεώσεως, τονίζει, μεταξύ άλλων, στο χριστουγεννιάτικο μήνυμά του ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Ακολουθεί το μήνυμα του Παναγιωτάτου:
Ιερώτατοι και Θεοφιλέστατοι αδελφοί, προσφιλέστατα τέκνα εν Κυρίω,
Δοξάζομεν τον Πανάγιον και Πανοικτίρμονα Θεόν, διότι ηξιώθημεν και εφέτος να φθάσωμεν εις την πανέορτον ημέραν των Χριστουγέννων, την εορτήν της σαρκώσεως του προαιωνίου Υιού και Λόγου του Θεού «δι’ ημάς τους ανθρώπους και διά την ημετέραν σωτηρίαν». Διά του «αεί μυστηρίου» και «μεγάλου θαύματος» της θείας Ενανθρωπήσεως, το «μέγα τραύμα», ο εν σκότει και σκιά καθήμενος άνθρωπος, καθίσταται «υιός φωτός και υιός ημέρας», ανοίγει δι’ αυτόν η ευλογημένη οδός της κατά χάριν θεώσεως. Εν τω θεανδρικώ μυστηρίω της Εκκλησίας και διά των ιερών μυστηρίων της, γεννάται και μορφούται ο Χριστός εις την ψυχήν και την ύπαρξίν μας. «Ο του Θεού Λόγος», θεολογεί ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «εφάπαξ κατά σάρκα γεννηθείς, αεί γεννάται θέλων κατά πνεύμα διά φιλανθρωπίαν τοις θέλουσι· και γίνεται βρέφος, εαυτόν εν εκείνοις διαπλάττων ταίς αρεταίς και τοσούτον φαινόμενος, όσον χωρείν επίσταται τον δεχόμενον». Δεν είναι «Θεός-Ιδέα», ως ο θεός των φιλοσόφων, ούτε Θεός κεκλεισμένος εις την απόλυτον υπερβατικότητά του και απροσπέλαστος, αλλά είναι ο «Εμμανουήλ», ο «Θεός μεθ’ ημών», ευρίσκεται εγγύτερον εις ημάς, από όσον ημείς οι ίδιοι εις τον εαυτόν μας, είναι «και ημών αυτών συγγενέστερος».
Η πίστις εις την απρόσιτον και άσαρκον Θεότητα δεν μεταμορφώνει την ζωήν του ανθρώπου, δεν αίρει την πόλωσιν μεταξύ ύλης και πνεύματος, δεν γεφυρώνει το χάσμα μεταξύ ουρανού και γης. Η Σάρκωσις του Θεού Λόγου είναι η φανέρωσις της αληθείας περί Θεού και ανθρώπου, η οποία σώζει το ανθρώπινον γένος από τους σκοτεινούς λαβυρίνθους, τόσον του υλισμού και του ανθρωπομονισμού όσον και του ιδεαλισμού και του δυισμού. Η καταδίκη του νεστοριανισμού και του μονοφυσιτισμού εκ μέρους της Εκκλησίας σηματοδοτεί την απόρριψιν δύο καθολικωτέρων τάσεων της ανθρωπίνης ψυχής, και δη αφ’ ενός της απολυτοποιήσεως του ανθρωποκεντρισμού και αφ’ ετέρου της εξιδανικεύσεως της ιδεαλιστικής εκδοχής της ζωής και της αληθείας, παρεκκλίσεων ιδιαιτέρως διαδεδομένων και εις την εποχήν μας.
Ο σύγχρονος «νεστοριανισμός» εκφράζεται ως πνεύμα εκκοσμικεύσεως, ως επιστημονισμός και απόλυτος προτεραιότης της χρηστικής γνώσεως, ως απόλυτος ιδιονομία της οικονομίας, ως αυτοσωτηρική αλαζονεία και αθεΐα, ως ο «μη πολιτισμός» του ατομοκεντρισμού και του ευδαιμονισμού, ως νομικισμός και ηθικισμός, ως «τέλος της αιδούς» και ταύτισις της θυσιαστικής αγάπης και της μετανοίας με την λεγομένην «ηθικήν των αδυνάτων». Ο «μονοφυσιτισμός» πάλιν εκπροσωπείται σήμερον από τας τάσεις δαιμονοποιήσεως του σώματος και του φυσικού ανθρώπου, από τον πουριτανισμόν και τα σύνδρομα «καθαρότητος», την εσωστρεφή άκαρπον πνευματικότητα και τους ποικίλους μυστικισμούς, από την περιφρόνησιν του ορθού λόγου, της τέχνης και του πολιτισμού, από την άρνησιν του διαλόγου και την απόρριψιν του διαφορετικού, με επικίνδυνον εκφραστήν, εν ονόματι της «μόνης και αποκλειστικής αληθείας», τον θρησκευτικόν φονταμενταλισμόν, ο οποίος τρέφεται από απολυτοποιήσεις και απορρίψεις και τροφοδοτεί την βίαν και την διάσπασιν. Είναι προφανές ότι, τόσον η νεστοριανίζουσα αποθέωσις του κόσμου όσον και η μονοφυσιτίζουσα δαιμονοποίησίς του αφήνουν τον κόσμον και την ιστορίαν, τον πολιτισμόν και τους πολιτισμούς, εκτεθειμένους εις τας δυνάμεις του «νυν αιώνος» και παγιώνουν τοιουτοτρόπως την αυτονόμησιν και τα αδιέξοδά των.
Η χριστιανική πίστις είναι η βεβαιότης της σωτηρίας του ανθρώπου υπό του Θεού της αγάπης, ο οποίος προσέλαβε φιλανθρώπως την ημετέραν φύσιν και εχαρίσατο ημίν πάλιν το διά της πτώσεως απολεσθέν «καθ’ ομοίωσιν», ικανώσας ημάς εις την κατ’ αλήθειαν ζωήν εν τω Σώματι Αυτού, τη Εκκλησία.
Σύνολος η ζωή της Εκκλησίας εκφράζει το μυστήριον της θεανθρωπότητος. Ο Θεάνθρωπος Σωτήρ ανέλαβεν «εκκλησίας σάρκα» και έδειξε, «πρώτος και μόνος», «τον αληθινόν άνθρωπον και τέλειον και τρόπων και ζωής και των άλλων ένεκα πάντων». Η Εκκλησία του Χριστού είναι ο τόπος της «κοινής σωτηρίας», της «κοινής ελευθερίας» και της ελπίδος της «κοινής βασιλείας», είναι ο τρόπος της βιώσεως της ελευθεροποιού αληθείας, ο πυρήν της οποίας είναι το αληθεύειν εν αγάπη. Η αγάπη αυτή υπερβαίνει τα όρια της απλής ανθρωπιστικής δράσεως, καθ’ ότι η πηγή και το πρότυπον αυτής είναι η υπερβαίνουσα τον ανθρώπινον λόγον θεία φιλανθρωπία. «Εν τούτω εφανερώθη η αγάπη του Θεού εν ημίν, ότι τον υιόν αυτού τον μονογενή απέσταλκεν ο Θεός εις τον κόσμον ίνα ζήσωμεν δι’ αυτού. Εν τούτω εστίν η αγάπη, ουχ ότι ημείς ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ’ ότι αυτός ηγάπησεν ημάς… Αγαπητοί, ει ούτως ο Θεός ηγάπησεν ημάς, και ημείς οφείλομεν αλλήλους αγαπάν». Όπου υπάρχει αγάπη, εκεί είναι παρών ο Θεός.
Αυτή η σωτηριώδης αλήθεια πρέπει να εκφράζεται και εις τον τρόπον με τον οποίον εορτάζομεν το σεπτόν Γενέθλιον του επισκεψαμένου ημάς εξ ύψους Σωτήρος ημών. Η εορτή είναι πάντοτε «πλήρωμα χρόνου», καιρός αυτογνωσίας, ευχαριστίας διά το μέγεθος της θείας φιλανθρώπου αγάπης, μαρτυρία της αληθείας της θεανθρωπότητος και της εν Χριστώ ελευθερίας. Ο χριστοτερπής εορτασμός της σαρκώσεως του Θεού Λόγου είναι μία πράξις αντιστάσεως εις την εκκοσμίκευσιν, εις τον αποχρωματισμόν της εορτής και την μετατροπήν της εις «Χριστούγεννα χωρίς Χριστόν» και εις πανήγυριν του Έχειν, του καταναλωτισμού και της ματαιοδοξίας, και δη εις ένα κόσμον πλήρη κοινωνικών εντάσεων, αξιολογικών ανατροπών και συγχύσεως, βίας και αδικίας, όπου το «παιδίον Ιησούς» ευρίσκεται και πάλιν αντιμέτωπον με άτεγκτα συμφέροντα ποικιλωνύμων εξουσιών.
Τιμιώτατοι αδελφοί και πεφιλημένα τέκνα,
Γενεά παρέρχεται και γενεά έρχεται, και αι επερχόμεναι εξελίξεις είναι κατ’ άνθρωπον δυσκόλως προβλέψιμοι. Η γνησία πίστις, όμως, δεν έχει διλήμματα. Ο Λόγος εγένετο σαρξ, η «αλήθεια ήλθε» και «παρέδραμεν η σκιά», μετέχομεν ήδη της Βασιλείας εν τη πορεία προς την τελείωσιν του έργου της ενσάρκου Θείας Οικονομίας. Έχομεν ακλόνητον την βεβαιότητα ότι το μέλλον ανήκει εις τον Χριστόν, ο Οποίος είναι «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας», ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι και θα παραμένη τόπος αγιασμού και ενθέου βιοτής, ανακαινίσεως του ανθρώπου και του κόσμου, πρόγευσις της δόξης της Βασιλείας, ότι θα συνεχίση «να δίδη την ευαγγελικήν μαρτυρίαν» και «να διανέμη εν τη οικουμένη τα δώρα του Θεού: την αγάπην Του, την ειρήνην, την δικαιοσύνην, την καταλλαγήν, την δύναμιν της Αναστάσεως και την προσδοκίαν της αιωνιότητος». Το σύγχρονον ιδεολόγημα περί «μεταχριστιανικής» εποχής είναι άτοπον. «Μετά Χριστόν», τα πάντα είναι και μένουν εις τον αιώνα, «εν Χριστώ».
Κλίνοντες ευσεβοφρόνως τα γόνατα ενώπιον του Θείου Βρέφους της Βηθλεέμ και της βρεφοκρατούσης Παναγίας Μητρός Αυτού, και προσκυνούντες τον ενανθρωπήσαντα «παντέλειον Θεόν», απονέμομεν, εκ του ακοιμήτου Φαναρίου, τοις ανά την οικουμένην τέκνοις της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας την Πατριαρχικήν ημών ευλογίαν επί τω Αγίω Δωδεκαημέρω, ευχόμενοι υγιεινόν, αγλαόκαρπον και ευφρόσυνον τον νέον ενιαυτόν της χρηστότητος του Κυρίου.