grylos-aggouridakis

Τα γεγονότα του “Γαλλικού Μάη” του 1968

Επειδή δεν είναι η πρώτη φορά που σημειώνεται μεγάλη αναταραχή στο Παρίσι, όπως αυτή που βρίσκεται τις τελευταίες μέρες σε εξέλιξη, και επειδή κάποιοι επιχειρούν να μιμηθούν το παρελθόν, αγνοώντας ότι η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, καλό είναι να θυμηθούμε (ή να μάθουμε) τί είχε γίνει στη Γαλλία το 1968, στα γεγονότα που άφησαν άφωνο τότε όλο τον πλανήτη.

 

Ο «Γαλλικός Μάης» του 1968 ήταν ένα κίνημα συνολικής πολιτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής αμφισβήτησης, που εκδηλώθηκε όχι σε κάποια δικτατορία, αλλά σε μία δυτική δημοκρατία, όπως η Γαλλία της εποχής του Ντε Γκολ. Ξεκίνησε ως φοιτητική διαμαρτυρία και γρήγορα αγκάλιασε ευρύτερα στρώματα της γαλλικής κοινωνίας, που θέλησαν να εκφρασθούν και να διεκδικήσουν έξω από τα παραδοσιακά κόμματα και τα εργατικά συνδικάτα.

Τα γεγονότα του «Γαλλικού Μάη» ξεκίνησαν με τη φοιτητική διαμαρτυρία της Ναντέρ (22 Μαρτίου), και διήρκεσαν έως την επικράτηση του Ντε Γκολ στις προεδρικές εκλογές της 30ης Ιουνίου 1968, που σηματοδότησαν το συμβατικό τέλος της αναταραχής. Ο κύριος κορμός των γεγονότων, που συγκροτούν το σύμβολο αυτό της εξέγερσης και των επαναστατικών οραμάτων, εκτυλίχθηκε το μήνα Μάιο με επίκεντρο το Παρίσι, εξού και η ονομασία που επικράτησε.

Τα γεγονότα

Μετά από μήνες συγκρούσεων μεταξύ των σπουδαστών και των Αρχών στο Πανεπιστήμιο της Ναντέρ στα περίχωρα του Παρισιού, το Πανεπιστήμιο έκλεισε στις 2 Μαΐου 1968 με λοκ άουτ από τη διεύθυνσή του. Γύρω στις 2 το μεσημέρι της Παρασκευής 3 Μαΐουσυγκεντρώθηκαν λιγότεροι από 300 φοιτητές στο προαύλιο του πανεπιστημίου της Σορβόννης. Η παραπομπή στο πειθαρχικό συμβούλιο οκτώ φοιτητών του πανεπιστημίου της Ναντέρ, οι οποίοι θεωρήθηκαν πρωταίτιοι της αναταραχής που ταλάνιζε το πανεπιστήμιο αυτό από τον Νοέμβριο, δεν προκάλεσε κανένα άξιο λόγου κίνημα συμπαράστασης. Γύρω στις 3 η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε. Ένας λαχανιασμένος αγγελιαφόρος έφερε το μήνυμα ότι “εκατό φασίστες” έχουν συγκεντρωθεί και ετοιμάζονται να βαδίσουν κατά της Σορβόννης. Οι συγκεντρωμένοι φοιτητές, μέλη κυρίως κινεζόφιλων και τροτσκιστικών αριστερών οργανώσεων, άρχισαν πυρετώδεις προετοιμασίες αντιμετώπισης του εχθρού. Οπλίστηκαν με καρεκλοπόδαρα, μάζεψαν πέτρες από ένα γιαπί και έβγαλαν κράνη μοτοσυκλετιστών από τους σάκους τους. Ο πρύτανης της Σορβόννης, Ρος, ασυνήθιστος καθώς ήταν σε τέτοιες σκηνές και φοβούμενος μην έχει την τύχη του κοσμήτορα της Ναντέρ, Πιερ Γκραπέν, ο οποίος αδυνατώντας να επαναφέρει την τάξη στο πανεπιστήμιό του υποχρεώθηκε να το κλείσει επ’ αόριστον την προηγουμένη, σκέφτηκε αμέσως να φωνάξει την αστυνομία να πετάξει τους φοιτητές έξω από το προαύλιο. “Παρακαλείσθε να αποκαταστήσετε την τάξη στο εσωτερικό της Σορβόννης εκβάλλοντας τους ταραξίες“, ανέφερε η γραπτή αίτηση του πρύτανη προς την αστυνομία.

Δημόσια πλατεία της Σορβόννης στο Καρτιέ Λατέν, Παρίσι.
Στις 5 παρά 10 οι αστυνομικοί εισέβαλαν στο κτίριο. Οι φοιτητές ήταν παγιδευμένοι και οι ηγέτες τους απέφυγαν κάθε σύγκρουση με την αστυνομία. Οι αστυνομικοί δεν αρκέστηκαν στην πρόθεση των φοιτητών να αποχωρήσουν άνευ όρων. Ήθελαν να τους μεταφέρουν και στο αρχηγείο της αστυνομίας για “εξακρίβωση ταυτότητας”. Η μαζική σύλληψη, όμως, 500 -τόσοι είχαν γίνει στο μεταξύ- φοιτητών μέσα στην καρδιά του Καρτιέ Λατέν αποτελούσε κάτι παραπάνω από πρόκληση. Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία από όσους κατάφεραν να διαφύγουν τη σύλληψη. Καθώς οι αστυνομικοί δεν είχαν ούτε καν “κλούβες” για να μεταφέρουν 500 άτομα, οι ειδοποιημένοι φοιτητές άρχισαν να καταφθάνουν κατά εκατοντάδες. Η πρώτη “κλούβα” με συλληφθέντες αντιμετώπισε μόνο τα συνθήματα των φοιτητών: “CRS-SS” (ΜΑΤ ίσον Ες-Ες). Η δεύτερη και η τρίτη, όμως, αντιμετώπισαν τους ίδιους τους φοιτητές, οι οποίοι έπεσαν πάνω τους, τις τράνταξαν και προσπάθησαν να τις ανατρέψουν. Την ίδια ώρα ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ, πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, όχι μόνο δεν είχε ιδέα για τα μικροεπεισόδια της Σορβόννης, αλλά αντιθέτως έπλεε σε πελάγη ευτυχίας. Εκείνη την ημέρα η γαλλική διπλωματία σημείωσε ένα θρίαμβο: Αποφασίστηκε ότι το Παρίσι θα είναι τελικά η πόλη που θα φιλοξενήσει τις ιστορικές συνομιλίες Η.Π.Α.Βιετνάμ, με στόχο την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης στον πόλεμο που διαρκούσε ήδη έξι χρόνια. Ήταν εξαιρετικά ευδιάθετος, καθώς μάλιστα είχε φιλοξενούμενο τον διάσημο κωμικό Φερναντέλ.

Στη Σορβόννη όμως τα πράγματα εκτραχύνθηκαν. Ακριβώς στις 17.30, στη λεωφόρο Σαν-Μισέλ, μπροστά από το λύκειο Σαν Λουί, ένας διαδηλωτής πλησίασε και πέταξε με ορμή μία πλάκα που έχει ξεκολλήσει από το λιθόστρωτο στο τζάμι μιας αστυνομικής “κλούβας”. Ο ενωμοτάρχης Κριστιάν Μπρινέ, που βρισκόταν πίσω από το τζάμι που θρυμματίστηκε, έβγαλε μία σπαρακτική κραυγή, καθώς η πέτρα τού έσπασε το κεφάλι. Οι αστυνομικοί όρμησαν με λύσσα πάνω στο πλήθος, μόλις έμαθαν το νέο. Χτυπούσαν αδιακρίτως, με μανία, οποιονδήποτε βρισκόταν μπροστά τους -φοιτητή, περαστικό ή και πελάτη καταστήματος. Κατάπληκτοι όμως διαπίστωσαν ότι οι φοιτητές έδειχναν απροσδόκητη διάθεση αντίστασης και μαχητικότητας, ενώ ταυτόχρονα γίνονταν όλο και περισσότεροι. Άρχισαν σκληρές μάχες. Υψώθηκε, συμβολικά, το πρώτο οδόφραγμα στην πλατεία Λουξεμβούργου. Οι οδομαχίες κράτησαν πάνω από τρεις ώρες και οι φοιτητές είχαν πια υπερβεί τις δύο χιλιάδες. Στις 8 το βράδυ ο πρύτανης ανακοίνωσε το κλείσιμο της Σορβόννης. Μόλις στις 11 τη νύχτα διαλύθηκαν οι τελευταίοι διαδηλωτές. Όμως ο “Γαλλικός Μάης”, όπως έμεινε στην ιστορία, είχε μόλις αρχίσει.

Το Σαββατοκύριακο 4 και 5 Μαΐου ήταν το “Γουίκ-εντ των δικαστών”. Το Σάββατο μία πρώτη φουρνιά φοιτητών καταδικάστηκε σε ποινές φυλάκισης, αλλά με αναστολή. Την Κυριακή το δικαστήριο συνήλθε και πάλι -πράγμα εντελώς ασυνήθιστο. Αυτή τη φορά δεν υπήρχε αναστολή. Τέσσερις φοιτητές οδηγήθηκαν κατευθείαν στις φυλακές. Ο κύβος είχε ριφθεί. Ο στρατηγός Ντε Γκωλ είχε απαιτήσει πυγμή.

Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ το 1968.
Η Δευτέρα, 6 Μαΐου, αποδείχθηκε όσο δραματική αναμενόταν. Είναι η ημέρα που ο ηγέτης των φοιτητών της Ναντέρ, ο Γερμανός Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, ο “κόκκινος Ντανί”, όπως έμεινε στην Ιστορία, παρουσιάστηκε στο πειθαρχικό συμβούλιο που συνεδρίαζε στη Σορβόννη, μαζί με άλλους επτά συναδέλφους του. Τους συνόδευαν 3.000 φοιτητές. Η αστυνομία όρμησε να διαλύσει τους φοιτητές, μόλις οι παραπεμπόμενοι έμπαιναν στην αίθουσα του πειθαρχικού. Άρχισαν συγκρούσεις οι οποίες κράτησαν όλη μέρα. Κλιμακώθηκαν από το απόγευμα, όταν 6.000 φοιτητές συγκεντρώθηκαν στην πλατεία Ντανφέρ-Ροσρό και άρχισαν πορεία. Η αστυνομία τούς επιτέθηκε στο Σαν Ζερμέν ντε Πρε. Το ξήλωμα των πλακόστρωτων δρόμων και πεζοδρομίων του Παρισιού, που αποτελούσε “σήμα κατατεθέν” της τακτικής των διαδηλωτών του “Γαλλικού Μάη”, παρείχε στους φοιτητές τα αναγκαία “πολεμοφόδια” για να αντιμετωπίσουν τα κλομπ και τα δακρυγόνα των αστυνομικών. Οι οδομαχίες ήταν άγριες. Η αστυνομία γινόταν όλο και πιο βίαιη στην προσπάθειά τους να διαλύσει τους διαδηλωτές. Τα οδοφράγματα εμφανίζονταν με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα. Δεν είχαν πρακτική αξία μπροστά στις μηχανοκίνητες μονάδες της αστυνομίας. Η ψυχολογική σημασία τους όμως ήταν τρομερή στη Γαλλία, καθώς παρέπεμπαν ευθέως στην ιστορία των επαναστάσεων και των εξεγέρσεων του 1789, του 1848 και του 1870. Οι οδομαχίες κράτησαν ως τα μεσάνυχτα και ο απολογισμός ήταν βαρύτατος -ακόμη και ο επίσημος: 481 τραυματίες, εκ των οποίων 279 φοιτητές.

Στις 7 και στις 8 Μαΐου, οι διαδηλωτές ξεπέρασαν τις 10.000. Οι συγκρούσεις την πρώτη μέρα κράτησαν τρεις περίπου ώρες, ενώ η πορεία της δεύτερης έληξε ειρηνικά. Στις διαδηλώσεις μπήκαν και οι μαθητές των λυκείων, οι οποίοι ενώθηκαν με φοιτητές, καθηγητές και νέους εργάτες και συγκεντρώθηκαν στην Αψίδα του Θριάμβου απαιτώντας:

  1. την απόσυρση όλων των ποινικών κατηγοριών εναντίον των συλληφθέντων φοιτητών
  2. την απόσυρση της αστυνομίας από το Πανεπιστήμιο και
  3. το άνοιγμα των Πανεπιστημίων της Ναντέρ και της Σορβόννης από τις Αρχές.

Οι ηγέτες είδαν τους φοιτητές να αρνούνται να διαλυθούν πολλές ώρες μετά τη λήξη της πορείας. Ήταν προφανές ότι οι διαθέσεις των μαζών γίνονταν όλο και πιο επιθετικές. Ταυτόχρονα, δημοσκόπηση της κοινής γνώμης αποκάλυψε ότι το 61% των Παριζιάνων τάσσονταν υπέρ των φοιτητών και μόνο το 16% εναντίον τους. Η κρίση κάθε άλλο παρά πλησίαζε προς την εκτόνωση.

Την Παρασκευή 10 Μαΐου, ήρθε η “Νύχτα των οδοφραγμάτων”. Νωρίς το πρωί, στο Παρίσι, ο Αμερικανός αντιπρόσωπος Σάιρους Βανς και ο Βιετναμέζος Μα Βαν Λάου έδωσαν τα χέρια, καθώς άρχιζαν οι μακρές συνομιλίες ειρήνευσης του Βιετνάμ. Το απόγευμα όμως ένα τεράστιο πλήθος δεκάδων χιλιάδων νέων μαζεύτηκε στην Αριστερή Όχθη (Rive Gauche) του Σηκουάνα. Κατέβηκαν σε αποχή τώρα πια οι μαθητές των λυκείων, τα πανεπιστήμια της επαρχίας και όλες οι σχολές που μέχρι εκείνη την ημέρα δεν είχαν συμμετάσχει σε κινητοποιήσεις. “Απελευθερώστε τους συντρόφους μας!” ήταν το σύνθημα που κυριάρχησε. Όταν η αστυνομία τους εμπόδισε να διασχίσουν το ποτάμι, οι φοιτητές κατέλαβαν το Καρτιέ Λατέν, καθώς χωρίστηκαν σε μικρότερες ομάδες. Ύψωσαν παντού οδοφράγματα[1].

Η αστυνομία επιτέθηκε στις δύο τα ξημερώματα έπειτα από αποτυχημένες διαπραγματεύσεις. Οι μάχες της “Νύχτας των οδοφραγμάτων” είχαν τρομερή αγριότητα και διάρκεια, καθώς δεν κόπασαν πριν από τις 5.30 το πρωί, ενώ προκάλεσαν εκατοντάδες τραυματισμούς και συλλήψεις. Σύμβολο της αντίστασης των φοιτητών εκείνη τη νύχτα ήταν τα οδοφράγματα της οδού Γκε-Λουσάκ. Η αστυνομία κέρδισε τις οδομαχίες, όμως ο στρατηγός Ντε Γκωλ και η κυβέρνησή του υπέστησαν συντριπτική ήττα στη συνείδηση των Γάλλων πολιτών. Τα γεγονότα μεταδίδονταν απευθείας από το ραδιόφωνο, ενώ την επόμενη ημέρα προβλήθηκαν πλάνα στην τηλεόραση. Η διαρκής ραδιοφωνική αναμετάδοση των επεισοδίων από το Ράδιο Λουξεμβούργο και την Ερόπ-1, η πρώτη “ζωντανή μετάδοση επανάστασης”, συγκλόνισε τη Γαλλία, η οποία συμπαρατάχθηκε με τους φοιτητές.

Ο στρατηγός Ντε Γκωλ το κατάλαβε και ετοιμάστηκε να κατεβάσει τα τανκς για να ξαναπάρει με τη δύναμη των όπλων την πολιτική πρωτοβουλία. Ήταν μόλις 6 τα χαράματα του Σαββάτου, 11 Μαΐου, όταν ο υπουργός Στρατιωτικών Πιερ Μεσμέρ συζητούσε με τον Ντε Γκωλ στο Μέγαρο των Ηλυσίων. “Αν κανείς θέλει ενεργητική κατάπνιξη των διαδηλώσεων, πρέπει να αποδεχτεί τον κίνδυνο να ανοίξουμε πυρ“, δήλωσε ο Μεσμέρ. “Ακριβώς! Έχετε αρκετές μονάδες στη διάθεσή σας για να το κάνετε;“, απάντησε στον εμβρόντητο Μεσμέρ χωρίς δισταγμό ο Ντε Γκωλ. “Μπορώ να φέρω εντός της ημέρας συντάγματα αλεξιπτωτιστών“, δήλωσε ο υπουργός.

Ήταν όμως πια αργά για τη χρησιμοποίηση του στρατού, χωρίς τον κίνδυνο να προκληθεί επανάσταση. Ήδη από τις 5 τα χαράματα βρισκόταν στην έδρα της εργατικής σοσιαλιστικής συνομοσπονδίας ο γενικός γραμματέας της Εζέν Ντεκάν, ο οποίος επικοινώνησε με τον ομόλογό του της πανίσχυρης κομμουνιστικής συνομοσπονδίας (CGT) Ζορζ Σεγκί. Οι δύο συνδικαλιστές ηγέτες κατανόησαν την τρομακτική πολιτική σημασία της “Νύχτας των οδοφραγμάτων” και όταν συναντήθηκαν, στις 9 το πρωί, δεν δίστασαν. Εγκατέλειψαν την άκρως επιφυλακτική στάση που είχαν κρατήσει μέχρι τότε απέναντι στις φοιτητικές κινητοποιήσεις και έριξαν το σύνθημα: Από τη Δευτέρα, γενική απεργία.

Η διαδήλωση της Δευτέρας, 13 Μαΐου, ήταν συγκλονιστική. Οι συγκεντρωμένοι ήταν πάνω από 500.000 -“ένα εκατομμύριο” ισχυρίστηκαν οι οργανωτές, υπερβάλλοντας. Η κυβέρνηση του στρατηγού Ντε Γκωλ, η οποία περίμενε κάποια συμβολική διαδήλωση, πανικοβλήθηκε. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ζωρζ Πομπιντού ανήγγειλε την απελευθέρωση των κρατουμένων και την επαναλειτουργία της Σορβόννης. Το κύμα των απεργιών εντούτοις δεν υποχώρησε, παρά το πλήθος εξοργίστηκε περισσότερο[3].


Στις επόμενες ημέρες, οι εργαζόμενοι άρχισαν να κάνουν κατάληψη στα εργοστάσια, ξεκινώντας με καθιστική διαμαρτυρία στις αεροπορικές εγκαταστάσεις κοντά στη Ναντ στις 14 Μαΐου, κατόπιν με άλλη απεργία σε εργοστάσιο συναρμολόγησης της Renault κοντά στη Ρουέν, η οποία επεκτάθηκε στα κατασκευαστικά εργοστάσια της Renault στην κοιλάδα του Σηκουάνα και στο παρισινό προάστιο Μπουλόν-Μπιγιανκούρ. Μέχρι τις 16 Μαΐου οι εργαζόμενοι είχαν καταλάβει περίπου πενήντα εργοστάσια. Από τις 16 Μαΐου η κρίση ξέφυγε από τα όρια των φοιτητών και των πανεπιστημίων. Το μεσημέρι ο Γ.Γ. της κομμουνιστικής CGT έριξε το σύνθημα της απεργίας. Στις 5 το απόγευμα οι απεργοί είχαν φθάσει τις 300.000. Στις 10 το βράδυ ο αριθμός των απεργών είχε υπερβεί τις 600.000. Ο Πομπιντού, ανήσυχος, υπέγραψε την ίδια νύχτα διάταγμα κλήσης των εφέδρων της χωροφυλακής υπό τα όπλα.

Οι φοιτητές έκαναν αμέσως κατάληψη της Σορβόννης, την οποία “άνοιξαν” οι πρυτανικές αρχές καθ’ υπόδειξιν του πρωθυπουργού, ενώ οι απεργοί κατέλαβαν το ένα μετά το άλλο τα μεγάλα εργοστάσια. Η Γαλλία ολόκληρη παρέλυσε. Σε τρία 24ωρα ο αριθμός των απεργών είχε υπερβεί τα 6.000.000. Δύο ακόμη 24ωρα και ο αριθμός των απεργών ξεπέρασε τα 10.000.000. Κατά προσέγγιση δηλαδή τα δύο τρίτα του γαλλικού εργατικού δυναμικού βρισκόταν σε απεργία. Υπήρχαν πλέον δύο κέντρα εξουσίας στη χώρα -η κυβέρνηση και το κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο ηγείτο των απεργών. Οι φοιτητές περιθωριοποιήθηκαν. Αφήνοντας την πρωτοβουλία στη συνδικαλιστική του οργάνωση, τη CGT, ήταν φανερό ότι το Γαλλικό Κ.Κ. αποσκοπούσε σε διαπραγματεύσεις, όχι σε επανάσταση.

Στις 22 Μαΐου ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ μετέβη στη Γερμανία και την Ολλανδία για να μιλήσει σε φοιτητές των χωρών αυτών για τη γαλλική φοιτητική εξέγερση. Η γαλλική κυβέρνηση βρήκε την ευκαιρία να του αφαιρέσει την άδεια παραμονής στη χώρα, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι ο “κόκκινος Ντανί” είχε γερμανική υπηκοότητα. Πρόκειται για σοβαρό λάθος, καθώς οδήγησε αμέσως σε αναβίωση του φοιτητικού κινήματος. Πέντε χιλιάδες φοιτητές άρχισαν να συγκρούονται από το απόγευμα ως τις 5 το πρωί με την αστυνομία.

Η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά στις 24 Μαΐου. Δεκάδες χιλιάδες νέοι -με τη γενική απεργία, οι περισσότεροι από αυτούς δεν ήταν φοιτητές- συγκεντρώθηκαν στο σιδηροδρομικό σταθμό Λιόν, στο Παρίσι, διαμαρτυρόμενοι εναντίον της απαγόρευσης εισόδου στη Γαλλία του Κον-Μπεντίτ. Στις 8 το βράδυ ο Ντε Γκωλ απηύθυνε διάγγελμα προς τον γαλλικό λαό, με το οποίο ανήγγειλε τη διενέργεια δημοψηφίσματος για ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση των υπερεξουσιών του προέδρου με στόχο την “ανανέωση”, όπως ισχυρίστηκε. “Σε περίπτωση που η απάντησή σας είναι “όχι”, είναι αυτονόητο ότι δεν θα διατηρήσω το αξίωμά μου“, κατέληξε ο Ντε Γκωλ. Η τελευταία φράση του πνίγηκε στους αλαλαγμούς ενθουσιασμού των νέων που ήταν συγκεντρωμένοι στον σταθμό Λιόν. Χιλιάδες από αυτούς έβγαλαν τα μαντίλια τους και τα κουνούσαν στο σήμα του αποχαιρετισμού, φωνάζοντας ρυθμικά: “Αντίο, Ντε Γκωλ! Αντίο, Ντε Γκωλ!“.


Σε λίγο άρχισε η πιο μεγάλη νύχα του “Γαλλικού Μάη”. Οι συγκρούσεις προσέλαβαν εξαιρετική βιαιότητα. Η κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να τσακίσει τους φοιτητές και τους νέους πάση θυσία, ώστε να τρομοκρατήσει τον υπόλοιπο πληθυσμό. Η αστυνομική βία ώθησε σε κλιμάκωση των βανδαλισμών εκ μέρους των διαδηλωτών. Αυτοκίνητα πυρπολήθηκαν, βιτρίνες έσπασαν και καταστήματα λεηλατήθηκαν.

Ο ίδος ο πρωθυπουργός Ζωρζ Πομπιντού κατεύθυνε προσωπικά τις επιχειρήσεις μαζί με τον αστυνομικό διευθυντή του ΠαρισιούΜορίς Γκριμό. Το σχέδιο ήταν συγκεκριμένο. Έπρεπε να τρομοκρατηθεί ο πληθυσμός, ιδίως ο εύπορος.

Τη νύχτα αυτή οι αστυνομικοί άρχισαν να χρησιμοποιούν και τα όπλα τους. Ταυτόχρονα, ο οργανισμός τηλεπικοινωνιών, καθώς η κυβέρνηση είχε αφομοιώσει τα διδάγματα της πρώτης “Νύχτας των οδοφραγμάτων” της 10 Μαΐου, αφαίρεσε τις απευθείας γραμμές από τους ρεπόρτερ των ραδιοφωνικών σταθμών κι έτσι δεν υπήρχε ζωντανή ραδιοφωνική κάλυψη. Ένας νέος, ο Φιλίπ Ματεριόν, σκοτώθηκε στο Καρτιέ Λατέν από έκρηξη χειροβομβίδας. Ένας αστυνομικός, ο Ρενέ Λακρουά, συνθλίφθηκε από ένα καμιόνι που εξαπέλυσαν οι διαδηλωτές εναντίον των αστυνομικών. Εκείνη τη νύχτα οι συγκρούσεις ήταν τόσο βίαιες, ώστε προβλήθηκαν τα αποτρόπαια σημάδια προμηνύματος εμφύλιου πολέμου. Αυτόν όμως δεν τον ήθελε κανείς. Η κοινή γνώμη τρομοκρατήθηκε.

Ο στρατηγός Σαρλ Ντε Γκωλ εξάλλου ήταν αποφασισμένος να χρησιμοποιήσει τον στρατό, αν έκρινε ότι οι διαδηλώσεις ξέφευγαν από τον έλεγχο της αστυνομίας. Την επαύριο των γεγονότων, Σάββατο, 25 Μαΐου, ένα σύνταγμα αλεξιπτωτιστών μετακινήθηκε με στόχο να επιτεθεί εναντίον των διαδηλωτών, αν λάμβανε διαταγές.

Το Γαλλικό Κ.Κ., μέσω της CGT, διαπραγματευόταν διαρκώς με το καθεστώς. Στόχος του ήταν η επιστροφή στην ομαλότητα, αφού όμως προηγουμένως αποσπάσει σοβαρότατες οικονομικές και θεσμικές παραχωρήσεις από την κυβέρνηση. Οι εργαζόμενοι υπέβαλαν ένα ευρύτερο, πιο πολιτικό και ριζοσπαστικότερο αίτημα, απαιτώντας την παραίτηση της κυβέρνησης και του προέδρου Σαρλ Ντε Γκωλ και, σε μερικές περιπτώσεις, προσπάθησαν να αναλάβουν την αυτοδιοίκηση των εργοστασίων όπου δούλευαν. Όταν η ηγεσία των εργατικών συνδικάτων διαπραγματεύτηκε με τις ενώσεις των μεγαλύτερων εργοδοτών αύξηση 35% στο βασικό μισθό, αύξηση μισθών 7% και το μισό των κανονικών μισθών για τις ημέρες της απεργίας, οι εργαζόμενοι που είχαν καταλάβει τα εργοστάσια αρνήθηκαν να επιστρέψουν στις θέσεις τους, αν και αυτή η συμφωνία ήταν καλύτερη από ό,τι θα μπορούσαν να είχαν λάβει ένα μήνα νωρίτερα. Αντίθετα, ο Φρανσουά Μιτεράν κατανοούσε βαθύτερα την πολιτική δυναμική και τις πολιτικές δυνατότητες της εξέγερσης και προσπαθούσε να τις εκμεταλλευθεί. Στις 28 Μαΐου κατέπληξε τη Γαλλία, όταν εμφανίστηκε στην τηλεόραση και δήλωσε, μεταξύ άλλων:

Στη Γαλλία, μετά τις 3 Μαΐου 1968, δεν υπάρχει πλέον κράτος… Η αναχώρηση του στρατηγού Ντε Γκωλ, την επαύριο της 16ης Ιουνίου, αν δεν λάβει χώρα νωρίτερα, θα προκαλέσει φυσικά την εξαφάνιση του πρωθυπουργού και της κυβέρνησής του. Σε αυτή την περίπτωση, προτείνω τη δημιουργία μεταβατικής κυβέρνησης… Αν χρειασθεί, θα αναλάβω εγώ την ευθύνη του σχηματισμού αυτής της κυβέρνησης… Στις προεδρικές εκλογές που θα επακολουθήσουν θα είμαι υποψήφιος“. Ο Μιτεράν έβαζε υποψηφιότητα για πρωθυπουργός μεταβατικής κυβέρνησης και για πρόεδρος της χώρας, τη στιγμή που αυτές οι θέσεις ήταν κατειλημμένες από τον Πομπιντού και τον Ντε Γκωλ και δεν είχαν προκηρυχθεί εκλογές. Επέτεινε έτσι την εικόνα επαναστατικής κατάστασης.

Λίγες ώρες αργότερα ο γ.γ. του γαλλικού Κ.Κ. Βαλντέκ Ροσέ συζητούσε με τον Φρανσουά Μιτεράν τη σύνθεση της μεταβατικής κυβέρνησης. Ταυτόχρονα η CGT ανήγγειλε την πραγματοποίηση μεγάλης διαδήλωσης για την επομένη, 29 Μαΐου.

Ο στρατηγός Ντε Γκωλ σχημάτισε την άποψη ότι η Αριστερά ετοιμαζόταν να καταλάβει την εξουσία. Το πρωί της Τετάρτης, 29 Μαΐου, το υπουργικό συμβούλιο εξέτασε τις λεπτομέρειες της επέμβασης του στρατού για την κατάπνιξη της αναμενόμενης επανάστασης. Όπως διηγήθηκε ο μετέπειτα συντηρητικός πρωθυπουργός Εντουάρ Μπαλαντίρ, ο Πομπιντού έδωσε εντολή να τεθούν σε κατάσταση συναγερμού οι μηχανοκίνητες ταξιαρχίες στο Μοντλερί και το Μεζόν-Λαφίτ, οι αλεξιπτωτιστές της Καστρ και της Καρκασσόν, οι βατραχάνθρωποι της Τουλόν, επίλεκτες μονάδες της χωροφυλακής που στρατωνίζονταν στο Σατορί και ήταν εξοπλισμένες με τανκς, καθώς και η 2η ταξιαρχία τεθωρακισμένων του Ραμπουιγέ και πολλές μονάδες της επαρχίας. Κατά τη διάρκεια της ημέρας άρματα μάχης μεταφέρθηκαν στα προάστια του Παρισιού.

Στις 8 το πρωί της ίδιας ημέρας ο στρατηγός Ντε Γκωλ ανέθεσε στον αρχηγό του επιτελείου του Μεγάρου των Ηλυσίων, τον στρατηγό Λαλάντ, την αποστολή να πάει να δει τον στρατηγό Μποβαλέ στο Νανσύ, τον στρατηγό Ιμπλό στο Μετς και τον στρατηγό Ζακ Μασί στο Μπάντεν-Μπάντεν, αρχηγό των γαλλικών στρατευμάτων που βρίσκονταν στη Δυτική Γερμανία μετά τη νίκη των συμμάχων κατά των ναζί. Από το προηγούμενο βράδυ ο Ντε Γκωλ είχε δώσει στον γιο του, Φιλίπ, ένα φάκελο με τις τελευταίες του επιθυμίες και είχε δώσει εντολή στον στρατηγό Λαλάντ να συνοδεύσει την οικογένειά του και τον γιο του στο Μπάντεν-Μπάντεν, όπου και να τους παραδώσει στην προστασία του στρατηγού Μασί.

Το πρωί της Τετάρτης, 29 Μαΐου, ο Ντε Γκωλ δέχθηκε τον γαμπρό του, στρατηγό Αλέν ντε Μπουασιέ, τον οποίο είχε καλέσει επειγόντως. “Ποια θα ήταν η στάση του στρατού, αν χρειαστεί να φτάσουμε στην ένοπλη αναμέτρηση;“, τον ρώτησε. “Ποτέ ο στρατός δεν ήταν τόσο πειθαρχημένος. Περιμένει διαταγές” απάντησε ο στρατηγός ντε Μπουασιέ. “Καλώς. Θα πάω να δω αν ο Μασί έχει την ίδια διάθεση. Κατόπιν θα μιλήσω από το Κολομπέ, από το Στρασβούργο… Το κράτος θα βρίσκεται εκεί που θα είμαι εγώ. Θα εγκαταλείψω το Παρίσι. Αν η διαδήλωση των κομμουνιστών σήμερα το απόγευμα κατευθυνθεί προς το Μέγαρο των Ηλυσίων, δεν θα έχει αντικείμενο“.

Στις 12 το μεσημέρι δύο ελικόπτερα Αλουέτ ΙΙΙ απογειώθηκαν από το Ισί-λε-Μουλινό. Μυστικά από την κυβέρνηση, ο Ντε Γκωλ εγκατέλειψε τη Γαλλία και μετέβη στη Γερμανία, για να αρχίσει από εκεί τη στρατιωτική επίθεση ανακατάληψης του Παρισιού, καθώς ήταν βέβαιος ότι το προεδρικό μέγαρο θα έπεφτε στα χέρια των κομμουνιστών και των εξεγερμένων.

Πανικόβλητη η κυβέρνηση Πομπιντού ανακάλυψε το μεσημέρι, γύρω στις 2, τη φυγή του Σαρλ Ντε Γκωλ, χωρίς να γνωρίζει πού έχει πάει. Μόλις στις 5 μ.μ. ο Πομπιντού έμαθε ότι ο στρατηγός βρισκόταν στο Μπάντεν-Μπάντεν.

Λίγο αργότερα ο Ντε Γκωλ, αφού είχε έρθει σε επαφή με όλους τους διοικητές των μεγάλων μονάδων και είχε εξασφαλίσει την υποστήριξή τους για την κατάπνιξη της εξέγερσης με τα όπλα, επέστρεψε στο εξοχικό του, στο Κολομπέ λε ντεζ Εγκλίζ. Πέρασε τη νύχτα εκεί. Τελικά, η τεράστια διαδήλωση της CGT έλαβε χώρα ειρηνικά, χωρίς κανένα επεισόδιο.

Στις 12.25 της Πέμπτης, 30 Μαΐου, ο Ντε Γκωλ επέστρεψε στο Μέγαρο των Ηλυσίων. Αισθανόταν πανίσχυρος. Στις 4.30 το απόγευμα ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας απηύθυνε διάγγελμα προς το γαλλικό λαό. Μίλησε μόνο από το ραδιόφωνο, για να ξυπνήσει τις αναμνήσεις των ραδιοφωνικών μηνυμάτων του της αντίστασης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το διάγγελμά του ήταν καταλυτικό. Απείλησε ευθέως με επέμβαση του στρατού και με εμφύλιο πόλεμο, ενώ ταυτόχρονα διέλυσε τη Βουλή, ώστε να μην υπάρχει δυνατότητα θεσμικής έκφρασης της αντιπολίτευσης σε περίπτωση αιματοκυλίσματος της χώρας:

Γαλλίδες, Γάλλοι,
Ως εγγυητής της εθνικής και δημοκρατικής νομιμότητας… πήρα τις αποφάσεις μου. Υπό τις παρούσες συνθήκες, δεν παραιτούμαι… Δεν θα αλλάξω τον πρωθυπουργό… Διαλύω σήμερα τη Βουλή… Αναβάλλω το δημοψήφισμα το οποίο είχα εξαγγείλει… Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση, θα πρέπει, για να διατηρήσω τη Δημοκρατία, να ακολουθήσω, σύμφωνα με το Σύνταγμα, άλλους δρόμους, πέραν της άμεσης καθολικής ψηφοφορίας. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, παντού και αμέσως πρέπει να οργανωθεί η αντίσταση των πολιτών… Η Γαλλία πραγματικά απειλείται με δικτατορία. Θέλουν να την υποχρεώσουν να υποκύψει σε μια εξουσία που θα επιβαλλόταν μέσα σε εθνική απελπισία. Μια εξουσία που θα ήταν τότε προφανώς κατ’ ουσίαν η εξουσία του νικητή, δηλαδή του ολοκληρωτικού κομμουνισμού. Φυσικά, στην αρχή θα την χρωμάτιζαν με απατηλή εμφάνιση, χρησιμοποιώντας τη φιλοδοξία ή το μίσος περιθωριακών πολιτικών. Έπειτα από αυτό, αυτά τα πρόσωπα δεν θα ζύγιζαν περισσότερο από το βάρος τους, που δεν είναι μεγάλο. Ε, λοιπόν, όχι! Η Δημοκρατία δεν θα παραιτηθεί, ο λαός θα ανακτήσει τον έλεγχο. Ζήτω η Δημοκρατία, ζήτω η Γαλλία!“.

Ο στρατηγός ήταν αποφασισμένος για όλα. Το διάγγελμά του δεν άφησε κανένα περιθώριο παρανόησης: Όποιος δεν ήταν έτοιμος να πάρει την εξουσία αντιμετωπίζοντας τον στρατό, όφειλε να υποταχθεί. Φυσικά, κανείς δεν ήταν έτοιμος για κάτι τέτοιο. Ούτε οι φοιτητές, ούτε, πολύ περισσότερο, το κομμουνιστικό κόμμα, το οποίο δεν είχε καμιά τέτοια επαναστατική πρόθεση.

Έτσι, το διάγγελμα του Ντε Γκωλ σφράγισε οριστικά και αμετάκλητα την τύχη της εξέγερσης του Μάη. Αμέσως μετά τη λήξη του, εκατοντάδες χιλιάδες Γάλλοι ξεχύθηκαν στους δρόμους για να συμμετάσχουν σε μία ήδη προγραμματισμένη διαδήλωση υποστήριξης του στρατηγού. Οι οργανωτές το πρωί, πριν από το διάγγελμα, περίμεναν περίπου 50.000 άτομα. Έκαναν τεράστιο λάθος. Ήρθαν τουλάχιστον δέκα φορές περισσότεροι -κάπου 500.000.

Το τέλος της εξέγερσης

Τυπικά τίποτα δεν άλλαξε -οι απεργίες συνεχίζονταν, τα πανεπιστήμια ήταν κατειλημμένα και οι φοιτητές διαδήλωναν κατά δεκάδες χιλιάδες. Στην πραγματικότητα τα πάντα τελείωσαν, αποτελούσε απλώς θέμα τυπικής διαδικασίας η έκδοση “πιστοποιητικού θανάτου” της εξέγερσης. Το σύνθημα των 30.000 φοιτητών που διαδήλωσαν την 1η Ιουνίου φωνάζοντας “εκλογές, προδοσία” δεν είχε καμία απήχηση σε μία χώρα σαν τη Γαλλία.

Στις 10 Ιουνίου ένας 17χρονος μαθητής, ο Ζιλ Τοτάν, πνίγηκε στον Σηκουάνα, καθώς έπεσε στον ποταμό κυνηγημένος από αστυνομικούς. Ακολούθησαν ολονύκτιες συγκρούσεις των αστυνομικών με τους φοιτητές. Την επομένη, στο Σοσό, τα ΜΑΤ δολοφονούν με σφαίρα τον Πιερ Μπεϊλό, εργάτη της Peugeot. Ένας άλλος εργάτης, ο Ανρί Μπλανσέ, σκοτώθηκε καθώς έπεσε από έναν τοίχο -οι αστυνομικοί που τον κυνήγησαν ισχυρίστηκαν ότι έπεσε μόνος του, οι διαδηλωτές ισχυρίστηκαν ότι τον πέταξαν οι αστυνομικοί. Το καθεστώς που τόσο επιμελώς κατόρθωσε να αποφύγει σχεδόν εντελώς του νεκρούς όταν διακυβευόταν η εξουσία, ήταν πολύ πιο αδιάφορο για το θέμα αυτό όταν τα πάντα είχαν κριθεί. Η τρίτη “Νύχτα των οδοφραγμάτων” που ακολούθησε τις δολοφονίες δεν τρόμαξε πλέον την κυβέρνηση.

Αντίθετα την επαύριο, Τετάρτη 12 Μαΐου, κήρυξε εκτός νόμου και διέταξε τη διάλυση 11 αριστερών οργανώσεων -όλων όσων πρωτοστάτησαν στην εξέγερση του Μάη. Ταυτόχρονα απαγόρευσε όλες τις διαδηλώσεις, με πρόσχημα τις εκλογές. Στις 14 Ιουνίουη αστυνομία εκκένωσε το Οντεόν και στις 16 Ιουνίου τη Σορβόννη, το σύμβολο της εξέγερσης. Στο μεταξύ, στις 15 Ιουνίου, ο Ντε Γκωλ αμνήστευσε τους ακροδεξιούς επίδοξους πραξικοπηματίες της Αλγερίας, οι οποίοι βρίσκονταν από εξαετίας στις φυλακές, καθώς είχαν αποπειραθεί επανειλημμένα μέχρι και να τον δολοφονήσουν. Πρόκειται για τον στρατηγό Ραούλ Σαλάν και τους υπολοίπους της τρομοκρατικής οργάνωσης OAS. Ήταν το αντίτιμο των συμφωνιών που είχε κάνει ο Ντε Γκωλ την κρίσιμη τελευταία εβδομάδα του Μαΐου για να εξασφαλίσει τη νομιμοφροσύνη και των ακροδεξιών στοιχείων του στρατεύματος και για να συνενώσει όλη τη συντηρητική παράταξη ενώπιον του κινδύνου της Αριστεράς.

Το εκλογικό αποτέλεσμα δικαίωσε πλήρως τον στρατηγό Σαρλ Ντε Γκωλ και τις επιλογές του: Η Δεξιά σάρωσε με 43,65% των ψήφων, ενώ η Αριστερά έχασε 5% στις εκλογές της 23 Ιουνίου.

Με το δεύτερο γύρο της 30 Ιουνίου ολοκληρώθηκε η γκολική πλημμυρίδα και στις έδρες, καθώς ο κυβερνητικός συνασπισμός πήρε 358 από τις 485 -97 περισσότερες- ενώ οι σοσιαλιστές έχασαν 61 έδρες και οι κομμουνιστές 39. Η πλειοψηφία ήταν πρωτοφανής για τη Γαλλία στον 20ό αιώνα.

Ο “Γαλλικός Μάης” παρά τη βιαιότητα των συγκρούσεων, είναι προφανές ότι υπήρξε εξέγερση εναντίον μίας υφιστάμενης τάξης πραγμάτων, δεν ήταν επανάσταση με πολιτικό στόχο την εγκαθίδρυση ενός άλλου καθεστώτος. Η μαρξιστική ρητορική των πρωταγωνιστών του, οι προσπάθειες των σοσιαλιστών να τον εκμεταλλευτούν πολιτικά και των κομμουνιστών να τον αξιοποιήσουν οικονομικά επέτεινε τις συγχύσεις γύρω από το χαρακτήρα της έκρηξης των φοιτητών.

Η διαχρονική σημασία του έγκειται στο ότι δημιούργησε πολιτική ριζοσπαστικοποίηση σε ολόκληρη τη γενιά των νέων εκείνης της εποχής, πυροδότησε εξεγέρσεις σε άλλα σημεία του πλανήτη και υποχρέωσε τις κυβερνήσεις να κάνουν σοβαρές μεταρρυθμίσεις στη συνέχεια. Κυρίως όμως ο “Γαλλικός Μάης” δημιούργησε έναν πολιτισμό άρνησης του παλαιού σε όλους σχεδόν τους τομείς της κοινωνίας, έναν πολιτισμό εξέγερσης και ανυπακοής που εκφράστηκε γλαφυρά με πολλά από τα συνθήματά του που έμειναν στην Ιστορία.

 

Σαν Σήμερα – Βικιπαιδεια

 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content