Είκοσι πέντε χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από το θάνατο της Μελίνας Μερκούρη, την οποία όλοι οι Ελληνες θυμούνται με συγκίνηση.
Η Μελίνα γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1920. Καταγόταν από φημισμένη οικογένεια πολιτικών. Ηταν κορυφαία ηθοποιός βραβευμένη με πλήθος διεθνών βραβείων και παγκόσμιας ακτινοβολίας προσωπικότητα. Διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού τα έτη 1981—89 και 1993—94 σε όλες τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, οπότε και όπως τόνισε και ο Ανδρέας Παπανδρέου «άντεξε» και στους 16 ανασχηματισμούς κυβέρνησης που πραγματοποίησε.
Η οικογένεια Μερκούρη, αρβανίτικης καταγωγής, προερχόταν από την Αργολίδακαι μέλη της είχαν πολεμήσει στην επανάσταση του 1821. Ο παππούς της, Σπυρίδων Μερκούρης, είχε διατελέσει για πολλά χρόνια δήμαρχος Αθηναίων. Ο πατέρας της, Σταμάτης Μερκούρης, ήταν αξιωματικός του Ιππικού και χρημάτισε βουλευτής και υπουργός, ενώ για πολλά χρόνια συμμετείχε στη διοίκηση της ομάδας του Παναθηναϊκού. Ο θείος της, Γεώργιος Μερκούρης, είχε ακροδεξιές πολιτικές απόψεις και ήταν ιδρυτής του Ελληνικού Εθνικού Σοσιαλιστικού Κόμματος, καθώς και διοικητής της Εθνικής Τράπεζας την περίοδο της Κατοχής.
Το Σεπτέμβρη του 1938 η Μελίνα γίνεται δεκτή στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου με συμμαθητές τη Δέσπω Διαμαντίδου, την Αλέκα Παΐζη, τον Ανδρέα Φιλιππίδη, τον Αλέξη Δαμιανό κ.ά. Το χειμώνα του 1939 παντρεύεται τον κατά πολύ μεγαλύτερο της, πάμπλουτο κτηματία Παναγή Χαροκόπο. Στην κατοχή η νεαρή Μελίνα Μερκούρη είχε για εραστή τον δοσίλογο μαυραγορίτη Φειδία (Αλέξη) Γιαδικιάρογλου, ενώ ήταν παντρεμένη με τον Χαροκόπο. Ο ίδιος, γνωστός και πριν από τον πόλεμο, είχε την κυνική άποψη ότι «είμαστε νέοι και η ζωή είναι μικρή – ας τη ζήσουμε. Ας τη γλεντήσουμε όσο είναι ακόμα καιρός!». [5][6][7] Για την συγκεκριμένη περίοδο η Μελίνα έχει κατηγορηθεί ότι ζούσε μέσα στις ανέσεις και στην πολυτέλεια σε διαμέρισμα 400 τ.μ. στην οδό Ακαδημίας 4, δίπλα στη Γαλλική πρεσβεία, τη στιγμή που ο Ελληνικός λαός λιμοκτονούσε, και δεν συνεισέφερε το παραμικρό στην εθνική αντίσταση. Η Μερκούρη, για αυτή την περίοδο της ζωής της, είχε μιλήσει δημόσια, τόσο στην αυτοβιογραφία της «Γεννήθηκα Ελληνίδα» όσο και στην τηλεόραση ως Υπουργός Πολιτισμού. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια ανάλαβε την ευθύνη της, για την μη συμμετοχή της στην Αντίσταση κατά την διάρκεια της Κατοχής. Η αφήγησή της στον δημοσιογράφο Γιώργο Δουατζή, είναι καθηλωτική: « […]εγώ δεν είμαι περήφανη για το τι έκανα μέσα στη Κατοχή. Αυτό είναι μια άλλη κουβέντα, που κάποτε θα εξηγηθεί. Θέλω να σου πω, ότι στην Κατοχή, αυτά τα παιδιά που ήμασταν εμείς, ήταν σκληρά και ευαίσθητα μαζί. Και αυτό έχει γίνει συνείδηση ζωής, για ό,τι συνέβη και παραπέρα. H Ελλάδα που γνωρίσαμε εμείς, είναι τρομακτική, είναι κατοχές, είναι τρεις κατοχές. Έβλεπες τους ανθρώπους μέσα στα κάρα, τα πτώματα των ανθρώπων και περνούσες. Σου λέω, ότι ήμουνα τολμηρή, ήμουνα ιδιωτικά τολμηρή. Δεν ήμουνα για την Ελλάδα, δεν έκανα αντίσταση και ίσως είναι η μόνη τύψη που έχω στη ζωή μου[…] »
Κατά την περίοδο του εμφυλίου, παρ΄όλο που η Μελίνα Μερκούρη ζούσε στο Κολωνάκι το οποίο ήλεγχαν οι Άγγλοι, η ίδια επισκεπτόταν στην Ασφάλεια φίλους και συναδέλφους της, που είχαν συλληφθεί λόγω των πολιτικών τους φρονημάτων. Η Αλέκα Παΐζη χρόνια αργότερα διηγιόταν με ευγνωμοσύνη, την επίσκεψη της Μελίνας στη φυλακή όπου και κρατείτο, για να της συμπαρασταθεί.
Στα τέλη της δεκαετίας του 40, η Μελίνα γνώρισε τον Πύρρο Σπυρομήλιο με τον οποίο υπήρξαν ζευγάρι για εφτά ολόκληρα χρόνια. Κατά πολλούς υπήρξε ο μεγάλος έρωτας της ζωής της, πριν συναντήσει τον Ντασέν. Ο Πύρρος Σπυρομήλιος ήταν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και ήρωας του αλβανικού μετώπου.
Το 1955 υπήρξε η χρονιά – σταθμός της καριέρας και της ζωής της. Ήταν η χρονιά που πρωταγωνίστησε στην πρώτη κινηματογραφική της ταινία, την Στέλλα. Η ταινία διαγωνίστηκε στο Φεστιβάλ των Καννών και κατά την προβολή της, γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Ζυλ Ντασέν, με τον οποίο έμεινε μαζί του, ως το τέλος της ζωής της.
Πρωτοεμφανίζεται στη θεατρική σκηνή το 1944 στο Θέατρο Βρετάνια με το θίασο του Γιώργου Παππά και Αντώνη Γιαννίδη, με το έργο του Αλέξη Σολομού «Το μονοπάτι της Λευτεριάς» και ακολουθεί το έργο του Laszlo Bus-Fekete «H κόμισσα και ο καμαριέρης». Ακολουθούν: 1945-1946 «Μις Μπα», «Θα σε παντρευτώ Τέρας», «Το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα», «Πωλείται Κέφι», «Η Μπόρα Πέρασε», «Επικίνδυνη Στροφή», «Ο Άνθρωπος και τα Όπλα», «Φαύλος Κύκλος», «Της Νύχτας τα Καμώματα», «Ένας Φίλος θα ‘ρθει απόψε» 1946 «Τρισεύγενη», «Ανατολικά του Σουέζ», «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ», «Δεν θα τα πάρεις μαζί σου», 1947 «Άνθρωπος και Υπεράνθρωπος», «Γαμήλιο Εμβατήριο», «Ο Βασιλικός», «Το τραγούδι της Κούνιας», 1949«Λεωφορείον ο Πόθος» που αποτέλεσε μια από τις παραστάσεις σταθμούς στην καριέρα της (παράσταση για την οποία γράφτηκε το τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι «Χάρτινο το Φεγγαράκι») καθώς το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν για τους ηθοποιούς του Εθνικού ήταν «απαγορευμένο», «Το μικρό Καλύβι»,«Το χαμόγελο της Τζοκόντα», «Ο Θάνατος του Εμποράκου», «Bolero», 1950«Άννα Λουκάστα», «Η Άννα των Χιλίων Ημερών» (Ιστορική παράσταση που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Μυράτ και έπαιζαν μεταξύ άλλων η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, η Άννα Συνοδινού, η Νίτσα Τσαγανέα, ο Χρήστος Τσαγανέας, ο Δημήτρης Μυράτ, ο Τίτος Βανδής, ο Ντίνος Ηλιόπουλος, ο Μίμης Φωτόπουλος, η Βούλα Ζουμουλάκη κλπ), 1951 «Το Επάγγελμα της Κυρίας Ουόρεν», «Η Μεγάλη Παρένθεση».
Από το 1951 αρχίζει να πρωταγωνιστεί παράλληλα και στην Γαλλική θεατρική σκηνή, όπου έγινε μούσα ενός από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς, του Μαρσέλ Ασάρ. Συνεχίζει την παράλληλη πορεία της και στις δύο σκηνές, την αθηναϊκή και την παριζιάνικη. Το 1960 παίζει με το θέατρο Τέχνης το «Γλυκό Πουλί της Νιότης» με τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Γιάννη Φέρτη. Επόμενος σημαντικός σταθμός στην θεατρική της καριέρα είναι το «Illya Darling» που ανεβάζει, με προπωλημένα όλα τα εισιτήρια των παραστάσεων και με συμπρωταγωνιστή τον Νίκο Κούρκουλο, στο Μπρόντγουέι στις ΗΠΑ, ενώ είχε ήδη κάνει περιοδεία σε κάθε πολιτεία των ΗΠΑ. Το έργο είναι η θεατρική διασκευή του κινηματογραφικού έργου «Never on Sunday» (Ποτέ την Κυριακή), που της είχε χαρίσει παγκόσμια αναγνώριση.
Το 1964, η Μελίνα Μερκούρη και ο Ζυλ Ντασέν ανήγγειλαν την πρόθεσή τους να δεσμευτούν. Η Παρί Ζουρ δημοσίευσε την είδηση για τη Μελίνα και τον Ντασέν, από τη Λωζάνη όπου αναπαύονταν μετά τα γυρίσματα του Τοπ Καπί (Topkap, 1964), ως εξής: «Η Μελίνα Μερκούρη, 38 ετών, είναι η χαρά της ζωής, η ελευθερία, το απρόοπτο. Ο Ντασσέν 52 ετών είναι η διακριτική διάνοια, το ταλέντο, ο μη κραυγαλέος αντικομφορμισμός». «Αν στην ηλικία μου δεν γνωρίζω τι είναι σημαντικό εις την ζωήν δεν θα το μάθω ποτέ», ομολογεί η Μελίνα. «Ζω με τον Ντασσέν, τον αγαπώ, είναι καλύτερός μου. Και θα ήθελα αυτό να μην τελειώσει ποτέ».
Ο Ζυλ Ντασέν και η Μελίνα Μερκούρη παντρεύτηκαν στις 18 Μαΐου του 1966 στο δημαρχείο Λωζάνης. Ο Νίκος Κούρκουλος ήταν ο μόνος Έλληνας μάρτυρας στο γάμο. Ο άλλος μάρτυρας ήταν ο Ελβετός δικηγόρος του Ζυλ Ντασέν. Στην επτάλεπτη διαδικασία παραβρέθηκαν ακόμη ο ληξίαρχος και η σύζυγος του Ελβετού δικηγόρου. «Είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή στη ζωή μου», φέρεται ότι δήλωσε η Μελίνα Μερκούρη. «Θα ήθελα να είχαμε παντρευτεί στην Ελλάδα, αλλά τότε θα έπρεπε να καλέσουμε πολύ κόσμο και δεν ταίριαζε ο θόρυβος και η φασαρία σε μια απλή τελετή που επισφραγίζει συμβίωση 10 χρόνων». Το ίδιο βράδυ ακολούθησε ελληνικότατο γλέντι με συρτάκι και πολύ κέφι στο Λωζάν Παλλάς.
Κατά τα έτη 1967-1974, τα χρόνια της δικτατορίας, από τη στιγμή που τελείωσε τις παραστάσεις του «Illya Darling», η Μελίνα Μερκούρη έπαιξε μόνο την Λυσιστράτη το 1972 στο Μπρόντγουεϊ σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη. Το 1975 και ενώ έχει επιστρέψει στην Ελλάδα, ανεβάζει στο θέατρο Κάππα με τον Νίκο Κούρκουλο την «Όπερα της πεντάρας», το 1976 την «Μήδεια» με το Κ.Θ.Β.Ε., ενώ το 1978 το «Συντροφιά με το Μπρεχτ» από το Ελληνικό θέατρο του Μάνου Κατράκη, παράσταση για την οποία γράφτηκε από το Θάνο Μικρούτσικο το «Άννα μην κλαις» για να τραγουδηθεί από τη Μελίνα Μερκούρη και τον Γιάννη Κούτρα. Τέλος, το 1980 ανέβασε ξανά το «Γλυκό πουλί της Νιότης» με τον Γιάννη Φέρτη και έκλεισε ουσιαστικά την θεατρική της καριέρα με το «Ορέστεια» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου από το Θέατρο Τέχνης. Το 1992 κάνει μια τελευταία, έκτακτη, εμφάνιση στην όπερα Πυλάδης, σε βιντεοσκοπημένη σκηνή, στο ρόλο της Κλυταιμνήστρας, που παρουσιάστηκε στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Αρκετά σημαντική ήταν και η πορεία της στον διεθνή και ελληνικό κινηματογράφο. Της χάρισε αρκετά βραβεία με κορυφαίο το βραβείο πρώτης γυναικείας ερμηνείας του Φεστιβάλ των Καννών και επίσης μία υποψηφιότητα για Όσκαρ για το Ποτέ την Κυριακή(Never on Sunday) το οποίο έχασε απ’ την Ελίζαμπεθ Τέιλορ το 1960. Επίσης βραβεύτηκε με το ιταλικό βραβείο Ντονατέλλο (Donatello) για την ερμηνεία της στο Τοπ Καπί το 1965. Υπήρξε τρεις φορές υποψήφια για Χρυσές Σφαίρες (Golden Globes) και δυο φορές υποψήφια στα βραβεία BAFTA.
Το κινηματογραφικό της ντεμπούτο έγινε με ένα θεατρικό έργο που είχε γραφτεί από τον Ιάκωβο Καμπανέλλη ειδικά για τη Μελίνα Μερκούρη, το «Στέλλα με τα κόκκινα γάντια», που στην ταινία είχε τον τίτλο «Στέλλα» (1955). Η ταινία αυτή ήταν η μόνη που έκανε η Μελίνα Μερκούρη με ελληνική παραγωγή (Καραγιάννης Καρατζόπουλος). Για την ερμηνεία της στην Στέλλα, ήταν υποψήφια στο Φεστιβάλ των Καννών το οποίο έχασε, οδηγώντας την Isa Miranda στην απόφαση να της δώσει ένα ειδικό βραβείο με το όνομά της (Βραβείο Isa Miranda)
Η Μελίνα Μερκούρη τραγουδούσε από τα παιδικά της χρόνια, όπως μαρτυρούν ο αδελφός της Σπύρος Μερκούρης και άλλοι που τη γνώριζαν από μικρή[18]. Έκανε σπουδαία πορεία στη δισκογραφία καθώς έχουν κυκλοφορήσει πάνω από δεκαπέντε δίσκοι της, πέρα από soundtracks ταινιών και θεατρικών παραστάσεων. Έχει τραγουδήσει μεγάλους Έλληνες συνθέτες, Μάνο Χατζιδάκι (με τον οποίο τους συνέδεε προσωπική φιλία), Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρο Ξαρχάκο, Γιάννη Μαρκόπουλο, Βασίλη Τσιτσάνη αλλά και κορυφαία ερμηνεία μουσικών έργων των Κουρτ Βάιλ και Μπέρτολτ Μπρεχτ. Εμφανίσεις έκανε και στην τηλεόραση, σε σειρά ντοκιμαντέρ του BBC σε επεισόδιο με τίτλο «Η Ελλάδα της Μελίνας», από όπου και ο ομώνυμος δίσκος του Σταύρου Ξαρχάκου, όπως και σε σήριαλ και εκπομπές στη Γαλλική και τη Γερμανική τηλεόραση. Επίσης έγραψε και ένα βιογραφικό βιβλίο με τίτλο «Γεννήθηκα Ελληνίδα», του οποίου τα έσοδα από τις πωλήσεις διατέθηκαν για τον αντιδικτατορικό αγώνα (η έκδοσή του στα ελληνικά δεν είναι νόμιμη). Ο τίτλος του βιβλίου της είναι η απάντηση που έδωσε στους δημοσιογράφους όταν της ζήτησαν να κάνει μία δήλωση για την αφαίρεση της υπηκοότητας της από τους συνταγματάρχες: «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα».
Κατά τη διάρκεια της επταετίας (1967-1974) πολέμησε σφοδρά τη Χούντα, χρησιμοποιώντας τη φήμη και τη λάμψη που είχε αποκτήσει, με συνέπεια να της αφαιρεθεί η ελληνική υπηκοότητα. Έδωσε αρκετές συναυλίες και διοργάνωσε αρκετά μεγάλο αριθμό πορειών αντιδικτατορικού χαρακτήρα. Επεδίωξε και συναντήθηκε με πολιτικούς αλλά και με πνευματικές προσωπικότητες παγκοσμίου κύρους, με σκοπό να τους ευαισθητοποίησει ενάντια στη χούντα. Κατά την διάρκεια των αγώνων της έγιναν εναντίον της απόπειρες δολοφονίας, μία από τις οποίες παραλίγο να της στερήσει τη ζωή. Ήταν 7 Μαρτίου του 1969, όταν έγινε βομβιστική επίθεση στο θέατρο της Γένοβας, με σκοπό την δολοφονία της. Η βόμβα ανακαλύφθηκε τυχαία, μετά από έλεγχο της σκηνής. Είχε τοποθετηθεί ακριβώς στο σημείο που θα μιλούσε η Μελίνα. Αμέσως κλήθηκε η πυροσβεστική και η αστυνομία της πόλης. Αφού την τοποθέτησαν στο προαύλιο του θεάτρου, η βόμβα εξερράγη ευτυχώς χωρίς θύματα. Μια άλλη απόπειρα επίθεσης εναντίον της έγινε στο Τορίνο. Η Μελίνα είχε ξεκινήσει την ομιλία της καταγγέλλοντας την Χούντα. Μια φάλαγγα από εξαγριωμένους φασίστες ήταν έτοιμοι να της επιτεθούν. Εκείνη την στιγμή μπήκαν μπροστά μέλη του Κ.Κ. Ιταλίας, την περικύκλωσαν δημιουργώντας έτσι μια ανθρώπινη “ασπίδα” με σκοπό να την προστατέψουν, τραγουδώντας προς το μέρος τους, το γνωστό ιταλικό αντιστασιακό τραγούδι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, Bella Ciao. Οι φασίστες όταν είδαν την αντίδραση τους, τράπηκαν σε φυγή.
Με την πτώση της χούντας επιστρέφει στην Ελλάδα όπου και εγκαθίστανται μόνιμα πλέον και συνεργαζόμενη με στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης Π.Α.Κ. και τον Ανδρέα Παπανδρέου ιδρύουν το Πανελλήνιον Σοσιαλιστικόν Κίνημα αργότερα ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Κατεβαίνει υποψήφια στη Β΄ Πειραιά το 1974 αλλά δεν καταφέρνει να εκλεγεί βουλευτής, πράγμα το οποίο επιτυγχάνει το 1977.
Διετέλεσε υπουργός Πολιτισμού κατά τα χρονικά διαστήματα 1981-1989 και 1993-1994, θέση η οποία της έδωσε το έναυσμα για να ξεκινήσει εκστρατεία για την επιστροφή των κλεμμένων μαρμάρων της Ακρόπολης από τον Λόρδο Έλγιν, τα οποία βρίσκονται στις προθήκες του Βρετανικού Μουσείου, να δημιουργήσει το θεσμό των δημοτικών περιφερειακών θεάτρων (γνωστά ως ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.) με σκοπό την πολιτιστική ανάπτυξη της ελληνικής περιφέρειας αλλά και τον θεσμό των πολιτιστικών πρωτευουσών της Ευρώπης, με πρώτη την Αθήνα το 1985. Έδωσε έμφαση στην αναστήλωση των μνημείων της Ακρόπολης, καθώς και στην ανάδειξη της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Επίσης ανέθεσε τη μελέτη για την ενοποίηση των αρχαιολογικών χώρων της Αθήνας (ιστορικό κέντρο της Αθήνας) ώστε να δημιουργηθεί ένα αρχαιολογικό πάρκο. Ενώ ως υπουργός πολιτισμού, υποστήριξε θερμά το πρόγραμμα «Αιγαίο Αρχιπέλαγος» με σκοπό να προστατέψει το περιβάλλον και τον πολιτισμό του Αιγαίου αρχιπελάγους.
Το 1990 διεκδίκησε την δημαρχία της Αθήνας, χωρίς όμως επιτυχία. Αντίπαλος της στις Δημοτικές εκλογές με την υποστήριξη της Νέας Δημοκρατίας, ήταν ο Αντώνης Τρίτσης, ο οποίος εκλέχθηκε Δήμαρχος της Αθήνας.
Στη δεύτερη θητεία της στο υπουργείο πολιτισμού δίνει μεγάλη σημασία στην εισαγωγή του πολιτισμού και της θεατρικής αγωγής στα σχολεία, αλλά καταβεβλημένη από πολύχρονη μάχη με τον καρκίνο άφησε την τελευταία της πνοή στο νοσοκομείο Memorial της Νέας Υόρκης, την Κυριακή 6 Μαρτίου του 1994.[20] Η σορός της έφτασε στην Ελλάδα στις 8 Μαρτίου του 1994 και τέθηκε σε διήμερο λαϊκό προσκύνημα στο παρεκκλήσι της Μητρόπολης Αθηνών, ενώ ταυτόχρονα κηρύχθηκε τριήμερο εθνικό πένθος. Την Πέμπτη 10 Μαρτίου του 1994 ψάλλεται η νεκρώσιμος ακολουθία στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών και αμέσως μετά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι τη συνοδεύουν ως το Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών. Ήταν η πρώτη Ελληνίδα που κηδεύτηκε με τιμές αρχηγού κράτους. Ενταφιάστηκε σε οικογενειακό τάφο.
Ο θάνατός της προκάλεσε πρωτόγνωρες εκδηλώσεις συγκίνησης σε όλο τον κόσμο. Πολλοί πολιτικοί ηγέτες στέλνουν συλλυπητήρια μηνύματα στην οικογένειά της και στην Ελλάδα. Την ώρα της κηδείας της τα θέατρα και τα μαγαζιά στο Μπρόντγουεϊ παραμένουν κλειστά.