grylos-aggouridakis

Αφιέρωμα στην Πολεμική μας Αεροπορία

Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία ιδρύθηκε το 1911 και μετράει 114 χρόνια ιστορίας. Οι πρώτες προσπάθειες εισαγωγής της αεροπορίας στην Ελλάδα ανήκουν στον Πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο, τη συνεισφορά του οποίου η Ελληνική Κυβέρνηση αναγνώρισε το 2000, δίνοντας το όνομά του στον νέο Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών. Παρ’ όλα αυτά, οι πρώτες εμφανίσεις αεροπλάνων στην Ελλάδα, οφείλονταν σε ιδιωτική πρωτοβουλία, όπως αυτή του επιχειρηματία Λεωνίδα Αρνιώτη που το 1908 έκανε δύο αποτυχημένες προσπάθειες απογείωσης με το αεροσκάφος του τύπου Bleriot των 30 ίππων, με αποτέλεσμα την καταστροφή του. Στις 8 Φεβρουαρίου 1912 ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος έγινε ο πρώτος Έλληνας αεροπόρος πετώντας με ένα αεροσκάφος Nieuport IV.G Alcuin στην περιοχή του Ρουφ. Στη δεύτερη πτήση που εκτέλεσε ο Αργυρόπουλος την ίδια μέρα, πέταξε με τον τότε Πρωθυπουργό της χώρας Ελευθέριο Βενιζέλο. Ο δημοσιογράφος Αλέξανδρος Καραμανλάκης επέλεξε τον ίδιο χώρο απογείωσης με ένα αεροσκάφος Bleriot, όμως προτίμησε μια τολμηρή πτήση προς το Ρίο, με αποτέλεσμα την αναγκαστική προσθαλάσσωσή του λόγω απειρίας και ισχυρών ανέμων και κατά συνέπεια στον πνιγμό του.

Τον Μάρτιο του 1911, η Ελληνική Κυβέρνηση ανέθεσε σε Γάλλους ειδικούς τη δημιουργία Ελληνικής Αεροπορικής Υπηρεσίας. Τον Δεκέμβριο του 1911, έξι αξιωματικοί στάλθηκαν στη Γαλλία, στη σχολή των αδελφών Farman, λίγο έξω από το Παρίσι για να εκπαιδευτούν ως πιλότοι, ενώ παραγγέλθηκαν και τα πρώτα διπλάνα τύπου Farman III.

Η πρώτη στρατιωτική πτήση έγινε στις 13 Μαΐου 1912 από τον Υπολοχαγό Δημήτριο Καμπέρο με το πρώτο στρατιωτικό αεροπλάνο της Ελλάδας τύπου Farman III στο Φάληρο, εκεί που σήμερα βρίσκεται το μουσείο ιστορίας της Πολεμικής Αεροπορίας. Τον Ιούνιο του ίδιου έτους ο Καμπέρος πέταξε με τον «Δαίδαλο», το αεροσκάφος Farman HF Daedalus το οποίο είχε μετασκευαστεί σε υδροπλάνο, θέτοντας έτσι τις βάσεις της Ναυτικής Αεροπορίας. Τον Σεπτέμβριο ο Ελληνικός Στρατός απέκτησε την πρώτη του πολεμική αεροπορική μονάδα, τον «Λόχο Αεροπόρων», με έδρα τη Λάρισα.

Η Ελληνική Πολεμική Αεροπορία συμμετείχε στους Βαλκανικούς Πολέμους, αναδεικνύοντας το αεροπλάνο ως πρωτοποριακό πολεμικό μέσο. Λόγω της ανεπάρκειας των αεροσκαφών Farman III για πολεμικές επιχειρήσεις, παραγγέλθηκαν τα βελτιωμένα Maurice Farman MF.7και Henri Farman HF.10, ενώ μαζί τους κατατάχθηκε με το βαθμό του Ανθυπολοχαγού του Μηχανικού ο Εμμανουήλ Αργυρόπουλος με το Nieuport IV.G Alcuin, έπειτα από την προτροπή ένταξης στον Λόχο Αεροπορίας, όσοι ιδιώτες διέθεταν δίπλωμα αεροπόρου.

Στις 5 Οκτωβρίου 1912 πραγματοποιήθηκε η πρώτη παγκοσμίως πολεμική αεροπορική αποστολή αναγνώρισης των Οθωμανών στο μέτωπο της Θεσσαλίας, ενώ ακολούθησαν αποστολές βομβαρδισμού με ρίψεις αυτοσχέδιων βομβών στα οχυρά του Μπιζανίου, καθώς και ρίψεις τροφίμων και εφημερίδων στους πολιορκούμενους κατοίκους των Ιωαννίνων. Στις 24 Ιανουαρίου 1913 πραγματοποιήθηκε η πρώτη πολεμική αποστολή ναυτικής συνεργασίας στον κόσμο, πάνω από τα Δαρδανέλλια, γεγονός που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία των θαλάσσιων επιχειρήσεων. Με τη βοήθεια από το αντιτορπιλικό του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού Βέλος, ο Υπολοχαγός Μιχαήλ Μουτούσης και ο Σημαιοφόρος Αριστείδης Μωραϊτίνης, πετώντας με ένα υδροπλάνο Farman MF.7, εντόπισαν και κατάρτισαν σχεδιάγραμμα των θέσεων του τουρκικού Στόλου, τον οποίο και βομβάρδισαν. Η αποστολή αυτή σχολιάστηκε ευρέως τόσο από τον ελληνικό όσο και τον διεθνή Τύπο.

Στις 4 Απριλίου 1913 ο αεροπόρος Εμμανουήλ Αργυρόπουλος έγινε ο πρώτος νεκρός της Ελληνικής Πολεμικής Αεροπορίας, χάνοντας τη ζωή του όταν έπεσε το αεροπλάνο του τύπου Bleriot ΧΙ.

Κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, χρησιμοποιήθηκαν διάφορα Γαλλικά αεροσκάφη των αδερφών Henry και Maurice Farman. Στις 16 Αυγούστου 1913, η Θεσσαλονίκη ορίστηκε ως η έδρα του “Λόχου της Αεροπορίας”, ενώ στις 23 Δεκέμβριου 1913, ο «Λόχος Αεροπορίας» υπήχθη στο Υπουργείο Στρατιωτικών με Διοικητή τον Λοχαγό Δημήτριο Καμπέρο και έδρα το αεροδρόμιο Λεμπέτ (σημερινή Ευκαρπία).

Τον Οκτώβριο του 1915, ο «Λόχος» μετονομάστηκε σε Αεροπορική Υπηρεσία Στρατού (ΑΥΣ), και παράλληλα διέθετε το Αεροδρόμιο, τον Έμπεδο Λόχο Αεροπόρων και την Αεροπορική Μοίρα Παλαιού Φαλήρου. Η ΑΥΣ αποτελούσε το επιτελείο με τα σημερινά δεδομένα και είχε ως διοικητή τον Ταγματάρχη Καμπέρο. Στις αρμοδιότητές της περιλαμβανόταν η οικονομική υπηρεσία, η διαχείριση υλικού και η υγειονομική υπηρεσία. Στο Αεροδρόμιο, ανήκαν οι εκπαιδευόμενοι χειριστές, το βοηθητικό προσωπικό οπλιτών και το συνεργείο τεχνιτών, ενώ στον Έμπεδο Λόχο Αεροπόρων ανήκε το προσωπικό για την στρατολογία και τη Διοικητική Μέριμνα.

Με την είσοδο της Ελλάδας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Ιούνιο του 1917 στο πλευρό των συμμάχων, ξεκίνησε μια νέα δραστηριοποίηση της ΑΥΣ με τους Έλληνες ιπτάμενους και τεχνικούς να εκπαιδεύονται από τους Γάλλους που είχαν σημαντική παρουσία στην Θεσσαλονίκη, στο αεροδρόμιο Σέδες. Το Νοέμβριο του 1917 η ΑΥΣ επανήλθε στη Θεσσαλονίκη και μετά την εκπαίδευση από τους Γάλλους, το 1918 μετατράπηκε σε διακριτό Σώμα Αεροπορίας, ισότιμο με τα υπόλοιπα Όπλα του Ελληνικού Στρατού.

Η πρώτη Ελληνική Πολεμική Μοίρα ήταν η 532 Μοίρα Αναγνωρίσεως που επιχειρούσε από την Αξιούπολη από τις 10 Δεκεμβρίου του 1917 με 12 αεροσκάφη Dorand AR.1 και λίγα Breguet 14A2/Β2 με αποστολή την φωτογράφιση και αναγνώριση των εχθρικών θέσεων, ενώ διέθετε μικτό προσωπικό Ελλήνων και Γάλλων έως το 1918.

Τον Αύγουστο του 1918 δόθηκε ένα οριστικό οργανωτικό σχήμα με την κατάργηση όλων των προηγούμενων νόμων. Έτσι η νέα οργανωτική μορφή της Αεροπορίας περιλάμβανε το Αεροπορικό Σώμα, στο οποίο υπάγονταν οι 531, 532 και 533 Αεροπορικές Μοίρες, η Έμπεδος Μοίρα, η Μοίρα Εκπαιδεύσεως (Σέδες), το Αεροπορικό Απόσπασμα στο Γουδί, το Αεροπορικό Απόσπασμα Ελευσίνας και το Τμήμα Αεροπορίας Υπαγόμενο στη Διεύθυνση Μηχανικού του Υπουργείου Στρατιωτικών.

Η Πολεμική Αεροπορία πραγματοποιούσε περιπολίες και αναγνωρίσεις, φωτογραφίσεις και συλλογή πολύτιμων πληροφοριών πάνω από τις εχθρικές γραμμές, καθώς και προσβολές των εχθρικών χαρακωμάτων. Το Ναυτικό Αεροπορικό Σώμα από την πλευρά του εκτελούσε νυκτερινές επιδρομές, ανθυποβρυχιακές έρευνες και προσβολές στόχων ζωτικής σημασίας, ενώ εμπλεκόταν και σε αερομαχίες.  Οι απώλειες της Πολεμικής Αεροπορίας στη διάρκεια του πολέμου ανήλθαν σε 17 αεροπόρους.

Μετά τη σύναψη ανακωχής από τη Βουλγαρία (30 Σεπτεμβρίου 1918) και την Οθωμανική Αυτοκρατορία (20 Οκτωβρίου 1918), η 531 Μοίρα διαλύθηκε στο αεροδρόμιο της Μίκρας τον Οκτώβριο του 1918, ενώ η 534 Μοίρα εστάλη στη Ρωσία προς ενίσχυση της συμμαχικής εκστρατείας το 1919. Παράλληλα η 533 Μοίρα παρέλαβε αεροσκάφη Breguet 14A2/Β2. Μετά τη λήξη του πολέμου οι εγκαταστάσεις πέρασαν στην κυριότητα της ΑΥΣ. Η Στρατιωτική Αεροπορία διέθετε 70 αεροσκάφη και η Ναυτική Αεροπορία 50.

Η Ελληνική Αεροπορία συμμετείχε ενεργά και στις επιχειρήσεις της Μικρασιατικής Εκστρατείας. Ήδη από τον Μάιο του 1919 είχε αναπτυχθή η Ναυτική Αεροπορική Μοίρα Σμύρνης, ενώ τον Ιούνιο του 1919 η 533 Μοίρα διενέργησε βομβαρδισμό στο Αϊδίνιο. Οι 3 Στρατιωτικές Μοίρες καθώς και η Ναυτική Μοίρα ανέλαβαν αποστολές αναγνωρίσεως, φωτογραφίσεως και βομβαρδισμού, χωρίς να λείπουν οι αερομαχίες. Στις 16/08/1920 ο αεροπόρος Ανθ/γός Πέτρος Πετροπουλέας, μετέπειτα διοικητής της Σχολής Αεροπορίας Στρατού και στη συνέχεια Αρχηγός αυτής, με το καταδιωκτικό του τύπου Spad γίνεται ο πρώτος Έλληνας πιλότος που έρχεται σε επαφή με τουρκικό αεροπλάνο, το οποίο και κυνήγησε αναγκάζοντας τον πιλότο του να το προσγειώσει ενώ στις 25 Ιουνίου 1920 είχε προσγειώσει το αεροπλάνο του μέσα στον περίβολο της Οθωμανικής Στρατιωτικής Ακαδημίας στην Προύσα, υψώνοντας την Ελληνική σημαία.

Τον Δεκέμβριο του 1919 οργανώθηκε η Διεύθυνση Αεροπορικής Υπηρεσίας Στρατιάς (ΔΑΥΣ) που ενσωμάτωσε όλες τις αεροπορικές δυνάμεις στη Μ. Ασία και οι Μοίρες 532, 533, 534 μετονομάσθηκαν σε Α’, Β’ και Γ’ αντίστοιχα, αριθμώντας 8-12 αεροσκάφη καθεμία. Το 1921 κάλυπτε αποτελεσματικά ένα μέτωπο που έφθανε τα 700 χλμ. Καθοριστικές ήταν οι αποστολές βομβαρδισμού της Κιουτάχειας και του Εσκί Σεχίρ.

Τον Αύγουστο του 1922, με την εκκίνηση της γενικής αντεπίθεσης από τις τουρκικές δυνάμεις, ξεκίνησε και η σύμπτυξη του Ελληνικού Στρατού με τα 10 αεροσκάφη Airco De Havilland DH.9 της ΝΑΜΣ, ενώ από πλευράς ΔΑΥΣ υπήρχαν περίπου 25-30 αναγνωριστικά / βομβαρδιστικά και 15 καταδιωκτικά στις Β’, Γ’ και Δ’ Μοίρες. Μέχρι τις 26 Αυγούστου, όλα τα αεροσκάφη που είχαν διασωθεί, είχαν επιστρέψει σε ελληνικό έδαφος. Οι απώλειες της Πολεμικής Αεροπορίας στη διάρκεια της Μικρασιατικής εκστρατείας ανήλθαν σε 23 αεροπόρους, ενώ η χρήση το αεροπορικού όπλου είχε πλέον αποδείξει την αξία της.

Μεσοπόλεμος

Αεροσκάφος Fairey Battle

Αεροσκάφος Bristol Blenheim

Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου η Πολεμική Αεροπορία ανασυγκροτήθηκε και εκσυγχρονίστηκε, παρόλο της συνεχής πολιτικής αστάθειας. Από το 1923 και έπειτα παρελήφθησαν νέοι τύποι αεροπλάνων αγγλικής και γαλλικής κυρίως κατασκευής, καταδιωκτικά τύπου Gloster Mars Nighthawk της Ε’ Μοίρας, Fairey III F, εκπαιδευτικά Morane-Saulnier MS-137/147, Hawker Horsley, Avro 621, Avro 626 και αναγνωριστικά – βομβαρδιστικά Breguet 19A2/B2.

Παράλληλα ιδρύθηκε στο Φάληρο το Εργοστάσιο Αεροσκαφών Φαλήρου όπου, σε συνεργασία με την εταιρεία Blackburn Aeroplane, κατασκευάζονταν για λογαριασμό του ΝΑΜΣ τα υδροπλάνα Τ.3Α Velos από την 1η Ιουλίου 1925, καθώς και τα αεροσκάφη Atlas, Avro 504, Avro 621 και Avro 626 αργότερα, ενώ ιδρύθηκε και Σχολή Αεροπορίας και η σχολή Ναυτικής Αεροπορίας στο Τατόι με εκπαίδευση για πρώτη φορά σε νυχτερινές πτήσεις, χρησιμοποιώντας δοχεία γεμάτα με στουπί εμποτισμένα με πετρέλαιο ώστε να οριοθετούν τον διάδρομο προσγείωσης. Τέλος, αναβαθμίστηκε η εκπαίδευση στη Στρατιωτική Σχολή Αεροπλοΐας στο Σέδες με σύστημα εφάμιλλο της Σχολής Ευελπίδων στα θεωρητικά μαθήματα.

Με το νόμο 4451/1929, το 1930 ιδρύθηκε το Υπουργείο Αεροπορίας και η Πολεμική Αεροπορία καθιερώθηκε ως αυτοτελής, τρίτος, Κλάδος των Ενόπλων Δυνάμεων. Πρώτος Υπουργός Αεροπορίας ορκίστηκε ο ίδιος ο Ελευθέριος Βενιζέλος, οποίος ανέθεσε στον Αλέξανδρο Ζάννα το έργο της συνολικής συγκρότησης του Όπλου, ενώ σε συνεργασία με τον γλωσσολόγο Μανώλη Τριανταφυλλίδη καθιέρωσαν τις ονομασίες βαθμών που χρησιμοποιούνται μέχρι σήμερα. Παρόλα αυτά, συνέχισαν να υφίστανται δύο ξεχωριστές διοικήσεις, με την διοίκηση Αεροπορίας Στρατού.

Παράλληλα το 1931 ιδρύθηκε στο Τατόι η Σχολή Αεροπορίας, η σημερινή Σχολή Ικάρων, ενώ με το νόμο «Περί τεχνικών υπηρεσιών της Πολεμικής Αεροπορίας» θεσπίστηκαν διατάξεις για το τεχνικό προσωπικό. Επίσης συστάθηκε η Μετεωρολογική Υπηρεσία, γεγονός που αποτέλεσε επίτευγμα ύψιστης σημασίας για την ασφάλεια των πτήσεων. Το 1934 ιδρύθηκε το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας, ενώ παρελήφθησαν νέα αεροπλάνα τύπου PZL Ρ.24, Dornier Do 22, Avro Anson Mk.I, Potez 633 B2, Henschel Hs 126, Fairey Battle και Bristol Blenheim. Το 1939 παραγγέλθηκαν 24 μαχητικά αεροσκάφη Marcel Bloch MB.151, από τα οποία παρελήφθησαν μόνο εννέα, καθώς η έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εμπόδισε τη Γαλλία να ολοκληρώσει την παραγγελία. Τα εννέα αεροσκάφη εντάχθηκαν στην 24η Μοίρα Δίωξης της τότε Ελληνικής Βασιλικής Αεροπορίας. Για τον ίδιο λόγο, έμειναν ανεκτέλεστες αρκετές ακόμα παραγγελίες της Αεροπορίας, όπως τα 12 βομβαρδιστικά Potez 633 B2 Grec, τα 12 ναυτικής συνεργασίας Avro Anson MkI, τα 16 καταδιωκτικά Bloch MB.151, τα 12 βομβαρδιστικά Bristol Blenheim MkIV και τα 32 αναγνωριστικά Henschel Hs126K-6. Είχαν επίσης παραγγελθεί 24 καταδιωκτικά Spitfire MkI και 30 καταδιωκτικά F4F-3A Wildcat, ενώ οι πρωτόγνωρες για την εποχή επαφές για προμήθεια 30 καταδιωκτικών Curtiss P-40 Warhawk και 48 βομβαρδιστικών Martin Maryland, δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ.

Τέλος, σημαντική ήταν και η προσπάθεια οργάνωσης του δικτύου των αεροδρομίων, με τις μεγαλύτερες αεροπορικές βάσεις στις Σέδες, τη Λάρισα, το Τατόι, το Φάληρο, τη Νέα Αγχίαλο και την Ελευσίνα, με ακόμα 23 βοηθητικά αεροδρόμια και άλλα 22 “εμπιστευτικού χαρακτήρα”.

Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος

Αεροσκάφος PZL P-24 της ΕΒΑ

Αεροσκάφος Martin Baltimore

Αεροσκάφος Hawker Hurricane

 

Με την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου η Ελλάδα, έχοντας 79 αεροπλάνα πρώτης γραμμής (από σύνολο 128 ενεργών όλων των τύπων), κλήθηκε να αντιμετωπίσει περισσότερα από 463 ιταλικά. Παρά την αριθμητική υπεροχή της Ιταλικής Πολεμικής Αεροπορίας, η Ελληνική Αεροπορία ανέτρεψε από τις πρώτες ημέρες του πολέμου τα σχέδια των Ιταλών και κατάφερε να εμποδίσει τη δράση της, να συγκεντρώσει πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού, να καταστρέψει σημαντικές εχθρικές γραμμές ανεφοδιασμού και να παράσχει προστασία στα ελληνικά στρατεύματα.

Χαρακτηριστική είναι η αποστολή της 2 Νοεμβρίου 1940 κατά την οποία ένα Breguet Bre 19, εκτελώντας χαμηλή πτήση κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων, εντόπισε την Ιταλική Ταξιαρχία Αλπινιστών Τζούλια τη στιγμή ακριβώς που είχε εισδύσει στην Πίνδο και κινούνταν προς κατάληψη του Μετσόβου. Την ίδια μέρα ο Υποσμηναγός Μαρίνος Μητραλέξης όταν κατά τη διάρκεια αερομαχίας, έχοντας εξαντλήσει τα πυρομαχικά του, κατέρριψε ένα τρικινητήριο ιταλικό βομβαρδιστικό χτυπώντας το πηδάλιο του με την έλικα τού PZL του, σε αερομαχία πάνω από τον Λαγκαδά. Η Αεροπορία ενισχύθηκε με 22 Gloster Gladiator MkII και 6 Bristol Blenheim MkI από τα βρετανικά αποθέματα, ενώ η RAF συνέβαλε σημαντικά εξορμώντας από ελληνικά και αιγυπτιακά αεροδρόμια, πλήττοντας Ιταλικά στρατεύματα και γραμμές ανεφοδιασμού.

Η δράση της Ελληνικής Αεροπορίας συνεχίστηκε αμείωτη τόσο κατά τη μεγάλη εαρινή επίθεση του Μαρτίου του 1941, η οποία αντιμετωπίσθηκε με επιτυχία, όσο και κατά τη γερμανική εισβολή και τη σύγκρουση με τη Luftwaffe που διέθετε πάνω από 1.000 αεροσκάφη, καταρρίπτοντας 4 γερμανικά, ενώ τα περισσότερα ελληνικά αεροσκάφη που είχαν απομείνει, καταστράφηκαν από τις μαζικές επιθέσεις, με 6 ακόμα να χάνονται σε αερομαχίες. Μόλις 14 από τη συνολική δύναμη κατάφεραν να διαφύγουν στη Μ. Ανατολή.

Η Ελληνική Αεροπορία κατά τη διάρκεια της ιταλικής και γερμανικής εισβολής έχασε 52 πιλότους και καταρρίφθηκαν συνολικά 64 εχθρικά αεροσκάφη, ενώ πιθανολογείται η κατάρριψη άλλων 24, με 804 πολεμικές αποστολές και 1530 ώρες πτήσεις για τα καταδιωκτικά, ενώ τα βομβαρδιστικά εκτέλεσαν 237 αποστολές με 926 ώρες και τα αεροσκάφη στρατιωτικής συνεργασίας 252 ώρες.

Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής η Ελληνική Αεροπορία ανασυγκροτήθηκε στη Μέση Ανατολή και έδρα το Κάιρο που υπήχθησαν υπηρεσιακά στην RAF. Εκεί οργανώθηκαν 3 Μοίρες.

Η δραστηριότητα των ελληνικών μοιρών περιελάμβανε συνοδείες νηοπομπών, ανθυποβρυχιακές έρευνες, επιθετικές περιπολίες, αναγνωρίσεις, επιθέσεις και αναχαιτίσεις της εχθρικής αεροπορίας. Το καλοκαίρι του 1943 οι ελληνικές Μοίρες Διώξεως πήραν μέρος στις μεγάλες επιδρομές που σχεδίαζαν οι Σύμμαχοι για την προσβολή γερμανικών στρατιωτικών στόχων στην Κρήτη. Οι απώλειες της Ελληνικής Αεροπορίας ανήλθαν σε 86 αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, ενώ καταρρίφθηκαν και 3 γερμανικά αεροσκάφη. Συνολικά, οι 335 και 336 ΒΕΜΔ είχαν πάνω από 32.927 ώρες πτήσεις σε 13.616 αποστολές, ενώ η 13η Μοίρα 6.166 αποστολές.

Μετά την υποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων από την Ελλάδα το Νοέμβριο του 1944 και την απελευθέρωση η Ελληνική Αεροπορία με τις 3 Μοίρες επέστρεψε στη χώρα, όπου έλαβε μέρος στις τελευταίες επιχειρήσεις εναντίον των Γερμανών που είχαν κρατήσει αρκετά νησιά και έπειτα στον Εμφύλιο Πόλεμο, που κράτησε μέχρι το 1949.

Πόλεμος της Κορέας

Αεροσκάφος C-47 Dakota

 

Στις αρχές του 1950 η Ελλάδα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ και η Ελληνική Αεροπορία ανασυντάχθηκε και οργανώθηκε σύμφωνα με τα νατοϊκά πρότυπα με τη βοήθεια των ΗΠΑ και αφορούσε αεροσκάφη (1ης γενιάς), καθώς και αεροδιάδρομοι, υπόστεγα, καταφύγια και άλλα έργα υποδομών. Κύρια βάση υποδοχής των αεροσκαφών ορίστηκε η 115 Πτέρυγα Μάχης (ΠΜ) στην Αεροπορική Βάση Ελευσίνας.

Το Νοέμβριο του 1950, στο πλαίσιο αποστολής των Ηνωμένων Εθνών στη Νότια Κορέα, η οποία είχε δεχθεί επίθεση από τη Βόρεια Κορέα, η Ελλάδα συμμετείχε με το Εκστρατευτικό Σώμα Ελλάδος (ΕΚΣΕ), το οποίο περιλάμβανε ένα ενισχυμένο Τάγμα Πεζικού και το 13ο Σμήνος Μεταφορικών Αεροσκαφών που αποτελούνταν από επτά αεροσκάφη C-47 Dacota της 355 Μοίρας Τακτικών Μεταφορών και 67 αξιωματικούς και οπλίτες. Μέχρι τον Μάιο του 1955 το 13ο Ελληνικό Σμήνος πραγματοποίησε 2.916 πολεμικές αποστολές μεταφοράς προσωπικού, αιχμαλώτων και εφοδίων, συλλογής πληροφοριών και μεταφοράς τραυματιών κάτω από δυσμενέστατες συνθήκες, μεταφέροντας συνολικά 70.568 επιβάτες, 9.243 τραυματίες και καταγράφοντας 13.777 ώρες πτήσης.

Τα πληρώματα που συμμετείχαν στον Πόλεμο της Κορέας διακρίθηκαν για την τόλμη και την αποφασιστικότητά τους, ενώ οι απώλειες του ελληνικού Σμήνους στη Νότια Κορέα ανήλθαν σε δώδεκα άτομα και τέσσερα αεροσκάφη.

Μεταπολεμικές εξελίξεις

Αεροσκάφος F-84F Thunderstreak

Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 τα ελικοφόρα αεροσκάφη της Ελληνικής Αεροπορίας άρχισαν να αντικαθίστανται από αεριωθούμενα. Τον Σεπτέμβριο του 1951 παρελήφθησαν τα πρώτα εκπαιδευτικά Τ-33Α Silver Star, το 1952 τα πρώτα μαχητικά F-84G Thunderjet, το 1954 τα F-86Ε Sabre και το 1957 τα F-84F Thunderstreak και την φωτοαναγνωριστική έκδοσή του, τα RF-84F, τα οποία έμειναν σε υπηρεσία στην 348 Μοίρα Τακτικής Αναγνώρισης μέχρι το 1991. Το 1964 παρελήφθησαν τα F-104G Starfighter και το 1969 τα F-102 Delta Dagger, για να ακολουθήσουν τα F-5 Freedom Fighter, τα μεταγωγικά Nord Noratlas, τα εκπαιδευτικά Cessna T-37, τα F-4E Phantom, τα Α-7Η Corsair, Dassault Mirage F1CG, C-130 και Canadair CL-215 το 1975 και τα RF-4Ε το 1979.

Τον Ιούλιο του 1974 αεροσκάφη Noratlas της 354 Μοίρας Τακτικών Μεταφορών συμμετείχαν στην επιχείρηση αερομεταφοράς Ελλήνων καταδρομέων από την Κρήτη στην Κύπρο. Παρά την παλαιότητα των αεροσκαφών και τις αντίξοες συνθήκες πτήσης, 12 από τα 15 αεροσκάφη που συμμετείχαν στην αποστολή «ΝΙΚΗ» προσγειώθηκαν στο αεροδρόμιο της Λευκωσίας, ένα αεροσκάφος όμως καταρρίφθηκε από φίλια πυρά στοιχίζοντας τη ζωή του τετραμελούς πληρώματός του και 27 αλεξιπτωτιστών.

Εκσυγχρονισμός και πρόσφατες εξελίξεις

Το 1988 παρελήφθησαν τα πρώτα αεροσκάφη τρίτης γενιάς Mirage 2000 EG/BG, ενώ το 1989 τα πρώτα F-16C/D Block 30. Στις 29 Μαρτίου 1991 αποσύρθηκαν τα RF-84F, ενώ τον Νοέμβριο του 1992 παρελήφθησαν επιπλέον αεροσκάφη RF-4E.

Τον Ιούλιο του 1997 ξεκίνησε η παραλαβή των F-16 Block 50, τα οποία εξοπλίζονταν με ατρακτίδια πλοήγησης και σκόπευσης LANTIRN και πυραύλους AMRAAM και HARM.

Το 2000 αποφασίστηκε η αγορά 15 αεροσκαφών Mirage 2000-5 Mk2 και τον Σεπτέμβριο του 2004 άρχισε ο εκσυγχρονισμός δέκα επιπλέον αεροσκαφών Mirage 2000BG/EG στο επίπεδο 2000-5 Mk2 από την κατασκευάστρια Dassault και την Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία. Το 2000 παραγγέλθηκαν με το πρόγραμμα Peace Xenia III 60 συνολικά F-16C/D Βlock 52+, η παράδοση των οποίων τελείωσε το 2004. Το 2005 η Ελληνική Κυβέρνηση αποφάσισε την αγορά άλλων 30 F-16C/D Βlock52+ Adv. Με τα F-16 Block 52+ και Block 52M (Blk52 adv.) η Πολεμική Αεροπορία έγινε μία από τις πρώτες χώρες που απέκτησε τα αναβαθμισμένα F-16 Block 52+.

Οι προσπάθειες εκσυγχρονισμού της Πολεμικής μας Αεροπορίας συνεχίζονται επί των ημερών της Κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, με τα γνωστά, εντυπωσιακά αποτελέσματα.

 

 

Πηγή Βικιπέδια

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content