Την ερχόμενη Κυριακή 12 Μαίου εορτάζεται στο Ηράκλειο η 53η επέτειος της επανακομιδής της Τιμίας Κάρας του Αγίου Αποστόλου Τίτου, του πρώτου Επισκόπου Κρήτης.
Με την ευκαιρία, ας παραθέσουμε κάποια στοιχεία, για να γνωρίζουν όσοι δεν ξέρουν, ποιός ήταν ο Απόστολος Τίτος, ο Προστάτης της Κρήτης.
Βιογραφικά στοιχεία
Ο Απόστολος Τίτος, ο οποίος ήταν Έλληνας στην καταγωγή, ήταν πολύ μορφωμένος. Έγινε χριστιανός από τον Απόστολο Παύλο, με τον οποίο και συνεργάστηκε, στην διάδοση του Ευαγγελίου. Τον ακολούθησε στην Ιερουσαλήμ και κατόπιν επιφορτίστηκε να πάει στην Κόρινθο για να δει την κατάσταση της εκεί Εκκλησίας.
Στην επιστροφή του, συνάντησε τον Απόστολο Παύλο στην Μακεδονία και μετά πήγαν μαζί στην Κρήτη, όπου εκεί ο Παύλος τον έκανε επίσκοπο του νησιού και του είπε να κάνει και ιερείς για όλο το νησί.
Ο Παύλος του έστειλε και την γνωστή προς Τίτον επιστολή, από την οποία γνωρίζουμε, ότι ο Έλληνας μαθητής του Παύλου είναι «τέκνον του γνήσιον». Από την ίδια επιστολή του μαθαίνουμε ότι ο Τίτος είχε λαμπρούς συνεργάτες στην Κρήτη, τον Ζηνά τον νομικό και τον περίφημο Απολλώ. Απεβίωσε το έτος 105 μ.χ.
Η Κάρα του Αγίου βρίσκεται στον ομώνυμο ιστορικό Ναό του Ηρακλείου.
Αποτμήματα του Ιερού Λειψάνου του Αγίου βρίσκονται στις Μονές Μεγ. Λαύρας, Παντοκράτορος και Παντελεήμονος Αγίου Όρους, Λειμώνος Λέσβου και στην Λαύρα Αγίου Αλεξάνδρου Νέβσκι Αγίας Πετρουπόλεως.
Απόστολος Τίτος και μια σύντομη Ιστορία της Εκκλησίας Κρήτης
Η Εκκλησία της Κρήτης είναι Αποστολική. Ο πρώτος πυρήνας χριστιανών οργανώθηκε περί το 64 μ.Χ. από τον Απόστολο Παύλο, κατά την γ΄ αποστολική περιοδεία του. Ο Παύλος ανέθεσε το συστηματικό έργο του εκχριστιανισμού της νήσου στον μαθητή του Απόστολο Τίτο, πρώτο επίσκοπο της νήσου. Με την επέκταση του Χριστιανισμού, οργανώθηκε και η Κρητική Εκκλησία με προκαθήμενο και επισκόπους, που αποτέλεσαν την τοπική σύνοδο. Ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κρήτης έφερε τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου και η Κρήτη ήταν μία από τις δώδεκα Αρχιεπισκοπές του Ιλλυρικού (όπως ονομαζόταν τότε η Βαλκανική Χερσόνησος).
Κατά την πρώτη βυζαντινή περίοδο ο προκαθήμενος της Εκκλησίας της Κρήτης είχε έδρα τη Γόρτυνα, που ήταν και το διοικητικό κέντρο της νήσου ήδη από την εποχή της ρωμαιοκρατίας.
Στις αρχές του 8ου αιώνα οι επισκοπές ήταν δώδεκα και η Κρήτη αποκαλείται «δωδεκάθρονος». Ως την εποχή αυτή η Αρχιεπισκοπή Κρήτης υπαγόταν διοικητικά στο θρόνο της Ρώμης, αλλά οι εικονομάχοι βυζαντινοί αυτοκράτορες την απέσπασαν και την προσάρτησαν στο θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως (περί το 754), επειδή ο πάπας ακολουθούσε πολιτική εικονόφιλη.
Η περίοδος της Αραβοκρατίας (περίπου 824–961 μ.Χ.) αποτελεί τομή στην πολιτική και εκκλησιαστική ιστορία της Κρήτης.
Μετά την ανάκτηση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961 αρχίζει η λεγόμενη δεύτερη περίοδο στην Κρήτη (961–1204). Πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο τώρα είναι ο Χάνδακας, που γίνεται έτσι και έδρα του προκαθημένου της Εκκλησίας Κρήτης.
Οι Βενετοί απομάκρυναν τους Ορθόδοξους αρχιερείς της νήσου, ονόμασαν την Εκκλησία Κρήτης Αρχιεπισκοπή, κατά τα λατινικά πρότυπα, και εγκατέστησαν λατίνο αρχιεπίσκοπο και λατίνους επισκόπους.
Την ορθοδοξία στην Κρήτη στήριξαν τους κρίσιμους εκείνους καιρούς τα πολυάριθμα ορθόδοξα μοναστήρια, δραστήριοι ηγούμενοι και λόγιοι μοναχοί, και ο απλός κλήρος των χωριών και των αστικών κέντρων.
Η τουρκοκρατία (1645–1898) μετέβαλε, ανάμεσα στα άλλα, και τη θρησκευτική κατάσταση στην Κρήτη. Μία από τις πρώτες πολιτικές πράξεις της τουρκικής διοίκησης ήταν και η αποκατάσταση της ορθόδοξης ιεραρχίας στην κρητική Εκκλησία.
Μετά το 1700 ο μητροπολίτης Κρήτης τιτλοφορείται «Κρήτης και πάσης Ευρώπης». Είναι ο επίσημος τίτλος που φέρει και σήμερα.
Κατά τους σκληρούς εκείνους χρόνους το Οικουμενικό Πατριαρχείο βοηθούσε με διάφορους τρόπους την Εκκλησία Κρήτης.
Κατά τη μεγάλη επανάσταση του 1821 η Εκκλησία Κρήτης αποκεφαλίστηκε. Στη μεγάλη σφαγή του Ηρακλείου της 24 Ιουνίου 1821, οι εξαγριωμένοι Τούρκοι κατέσφαξαν τον μητροπολίτη Κρήτης και πέντε επισκόπους.
Το 1862 οι επισκοπές της Κρήτης ανασυστήθηκαν, εκτός από την Κνωσού, που οριστικά καταργήθηκε και προσαρτήθηκε στην μητρόπολη.
Η κατάσταση της Εκκλησίας της Κρήτης ρυθμίστηκε με νόμο της Κρητικής Πολιτείας το 1900.
Ο προκαθήμενος της Κρητικής Εκκλησίας εκλέγεται από το Πατριαρχείο της Κωνσταντινουπόλεως και η ενθρόνισή του γίνεται με διάταγμα της Ελληνικής Πολιτείας.
Το 1962, με πράξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου όλοι οι επίσκοποι Κρήτης έλαβαν τον τίτλο του μητροπολίτη, ενώ το 1967, η μητρόπολη Κρήτης ανακηρύχθηκε σε Αρχιεπισκοπή και ο μητροπολίτης Κρήτης σε Αρχιεπίσκοπο.