Αυτές τις ημέρες, τελέστηκε στη Λεμεσό, στον χώρο του κρησφύγετού του, το ετήσιο μνημόσυνο του στρατιωτικού Αρχηγού της ΕΟΚΑ, Στρατηγού Γεώργιου Γρίβα «Διγενή». Στο μνημόσυνο παρευρέθηκαν πλήθος επισήμων και έγιναν καταθέσεις στεφάνων.
Επιμνημόσυνη ομιλία έκανε ο Ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Γεώργιος Πετρίκκος, ο οποίος παρέθεσε πληθώρα ιστορικών στοιχείων για το βίο και την πολιτεία του ανθρώπου που μετέφερε τον αγώνα για Ένωση από το πολιτικο-διπλωματικό επίπεδο στο στρατιωτικό.
Το πλήρες κείμενο της ομιλίας (που αναδημοσιεύουμε από το «SigmaLive»), έχει ως εξής:
46° ΕΤΗΣΙΟ ΕΘΝΙΚΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΓΡΙΒΑ ΔΙΓΕΝΗ
Βρισκόμαστε σήμερα εδώ για να μνημονεύσουμε τον Αρχηγό Γεώργιο Γρίβα –ΔΙΓΕΝΗ και να θυμηθούμε τον Άνδρα εκείνο, που αγωνίστηκε όσο κανένας άλλος στη σύγχρονη ιστορία αυτού του τόπου για την ελευθερία και την εθνική δικαίωση του για αιώνες σκλάβου λαού της Κύπρου.
Στο πρόσωπο του Διγενή τιμούμε και όλους τους ηρωϊκούς αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α, αυτούς που έδωσαν το αίμα και τη ζωή τους για την αποτίναξη του Αγγλικού ζυγού και την ελευθερία μας. Ιδιαίτερη μνεία θα μου επιτρέψετε να κάμω για τον αντάρτη – αγωνιστή Σάββα Ταλιαδώρο,που δεν βρίσκεται σήμερα αναμεσά μας όπως πάντα, αλλά τώρα στέκει ευθυτενής δίπλα στον αρχηγό του κρατώντας τη Γαλανόλευκη, που δεν εγκατέλειψε ποτέ.
Ο Γεώργιος Γρίβας γεννήθηκε στις 5 Ιουλίου 1897 στη Χρυσαλινιώτισσα στη Λευκωσία και μεγάλωσε στο κατεχόμενο σήμερα Τρίκωμο της επαρχίας Αμμοχώστου και άφησε την τελευταία του πνοή στις 27 Ιανουαρίου 1974 στο χώρο αυτό, από όπου κατεύθηνε, ως ο Αρχηγός ΔΙΓΕΝΗΣ, τον Αγώνα της ΕΟΚΑ.
Ο Διγενής μέσα από τη ζωή και τη μαχητική του πορεία, με τους αγώνες του για τον Ελληνισμό, δίδαξε σε εμάς, τους σχετικά νεότερους, την ανάγκη για προσήλωσή σε διαχρονικές ιδέες και αξίες ώστε να επιβιώσουμε ως ελεύθεροι Έλληνες σ΄ αυτή την εσχατιά του Ελληνισμού και της Ευρώπης.
Σαρανταέξη χρόνια από τον θάνατο του, τιμώντας τη μνήμη του θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε την προσωπικότητά και αναπόφευκτα να αποτιμήσουμε σε κάποιο βαθμό το έργο του.
Στα χαρακτηριστικά, που συνιστούν την προσωπικότητα του Διγενή, διακρίνουμε τα γνησιότερα και πιο λαμπρά στοιχεία του γενναίου Έλληνα , με πρώτο και βασικό την φιλοπατρία με άδολο πατριωτισμό, την εντιμότητα σε συνδυασμό με βαθιά και ειλικρινή πίστη στο Θεό και την προσήλωση στις αρχές της Ελευθερίας και του Δικαίου. Γι’ αυτά τα ιδανικά και τις αξίες αγωνίστηκε με συνέπεια και πείσμα μέχρι το θάνατον του.
Χαρακτηριστικά στοιχεία της ιδεολογίας, που διαμόρφωσε ο Γεώργιος Γρίβας, αποτελούν τα γραφόμενα στα απομνημονεύματα του, όπου αναφέρει αναμνήσεις των παιδικών και εφηβικών του χρόνων:
«Ενθυμούμαι τον σεβαστόν δάσκαλον του χωριού μου, ο οποίος από τα παιδικά μου χρόνια μού ενεφύσησε την αγάπη προς την Ελλάδα και προς το ιδανικόν της Ελευθερίας, επάνω δε εις τα μαθητικά θρανία του σχολείου του χωριού μου καθημερινώς η ψυχή μου εγαλβανίζετο με την ιδέαν, ότι μίαν ημέραν η Κύπρος θα εγίνετο ελευθέρα και θα ηνούτο με την μητέρα Πατρίδα. Και από τότε έπλαττα όνειρα, αλλά και επίστευα, ότι και εγώ θα ήμουν μεταξύ εκείνων, οι οποίοι θα ηγωνίζοντο δια την απελευθέρωσιν της Πατρίδας μου Κύπρου. Και η πίστις αυτή ουδέποτε με εγκατέλειψεν.» Με τα ιδανικά αυτά ,με τα οποία γαλουχήθηκε, έζησε όλη του τη ζωή και αγωνίστηκε στα πεδία των μαχών, στη Μικρά Ασία στα βουνά της Βορείας Ηπείρου, πολέμησε τον φασισμό, τον ναζισμό και κομμουνισμό στην Ελλάδα, και την Αποικιοκρατία και Τουρκοανταρσία στην Κύπρο.
Ο Γεώργιος Γρίβας, όταν αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας τον Ιούνιο του 1915, με το όραμα της Ελευθερίας της Κύπρου και της Ένωσης με τη μητέρα πατρίδα, πήρε την απόφαση να υπηρετήσει στον Ελληνικό Στρατό. Παρά την επιθυμία των γονιών του να σπουδάσει ιατρική, όπως ο αδελφός του, το 1916 επιτυγχάνει την εισαγωγή του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και κάνει το πρώτο βήμα στην πορεία πραγμάτωσης των σχεδίων και ονείρων του. Στη διάρκεια της φοίτησής του αναδείχθηκε αρχηγός του τμήματός του. Tον Ιούλιο του 1919 αποφοίτησε από τη Σχολή Ευελπίδων με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού και τον Αύγουστο τοποθετήθηκε στο 30ό Σύνταγμα Πεζικού με έδρα τη Μακεδονία.
Μετά από αίτημα του, μετέχει στο εκστρατευτικό σώμα της Μικράς Ασίας. Συμμετέχει στη νικηφόρα πορεία του Ελληνικού στρατού στην Πάνορμο, και ακολούθως την Προύσα και την Κιουτάχειας. Κατόπιν λαμβάνει μέρος, μαζί με τον Αλέξανδρο Παπάγο, στην πιο σπουδαία και σκληρότερη μάχη της Μικρασιατικής εκστρατείας, τη νικηφόρα μάχη του Εσκί Σεχίρ -Αφιόν Καραχισάρ. Σε μια από τις μάχες ο Γεώργιος Γρίβας τραυματίζεται και παρασημοφορείται με το Χρυσό Μετάλλειο Ανδρείας και το Πολεμικό Σταυρό Γενναιότητας. Ακολουθεί η προέλαση του Ελληνικού Στρατού με στόχο την Άγκυρα. Ο Γεώργιος Γρίβας συγκαταλέγεται μεταξύ των ολίγων αξιωματικών, που πέρασαν τον Σαγγάριο ποταμό και βρίσκονταν σε απόσταση 80 περίπου χιλιομέτρων από την Άγκυρα, όπου έλαβε μέρος στις σκληρές μάχες αντιμετώπισης της τουρκικής αντεπίθεσης στη μάχη της Σαπάντζας. Η Χ’ Μεραρχία που υπηρετούσε ο Γρίβας, ενώ αρχικά διέσπασε τις τουρκικές γραμμές, στις 29 Αυγούστου 1921 με απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης υποχώρησε σε αμυντική γραμμή δυτικά του Σαγγάριου και όταν κατέρρευσε το μέτωπο τον Αύγουστο του 1922, αφού αποκρούει ισχυρές επιθέσεις των Τούρκων, μετακινείται στην Πάνορμο και στις 4 Σεπτεμβρίου το 30ό Σύνταγμα Πεζικού, ανθυπολοχαγός του οποίου ήταν ο Γεώργιος Γρίβας, δίνει την τελευταία μάχη στη Μ. Ασία και στις 5 Σεπτεμβρίου αναχωρεί για τη Ραιδεστό της Θράκης.
Οι πικρές εμπειρίες της Μικρασιατικής καταστροφής ήταν μαθήματα, που ο Γεώργιος Γρίβας θυμόταν σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του και του δίδαξαν την με πάθος πιστή αφοσίωση στα στρατιωτικά του καθήκοντα και την ανάγκη τυφλής υπακοής και σιδερένιας πειθαρχίας στους ανωτέρους του.
Τα συνταρακτικά και τραγικά γεγονότα που οδήγησαν στη Μικρασιατική καταστροφή που βίωσε τον δίδαξαν πολλά. Όπως γραπτά αναφέρει αργότερα: «Με ανατριχίασιν αναλογίζομαι σήμερον τα αποτελέσματα του εθνικού διχασμού, εις την διένεξιν Βασιλέως Κωνσταντίνου – Ελευθερίου Βενιζέλου, διχασμού ον έζησα και ο οποίος όχι μόνον κατέστρεψε τα όνειρα της Μεγάλης Ελλάδoς, αλλά και εβάρυνε επί ολοκλήρου του Έθνους επί δεκαετίες από το 1916, με τραγικάς συνεπείας και αποκορύφωμα τούτων την Μικρασιατικήν καταστροφήν».
Ο ίδιος, όπως αναφέρει στα απομνημονεύματά του, τάχθηκε με τον Βενιζέλο και τους συμμάχους, χωρίς κανένα δισταγμό. Το 1923 προάγεται σε υπολοχαγό και το 1926 σε λοχαγό. Σπουδάζει στην Ελληνική Ακαδημία Πολέμου. Μετεκπαιδεύεται στην Γαλλική Ακαδημία Πολέμου όπου αριστεύει, και στη συνέχεια διορίζεται καθηγητής στην Σχολή Ευελπίδων.
Το 1938 παντρεύεται τη Βασιλική (Κική) Ντέκα στην Αθήνα, αναχωρούν στη Θεσσαλονίκη όπου διορίζεται καθηγητής έδρας της Γενικής Τακτικής στην Ανώτερη Σχολή Πολέμου της Ελλάδος και από τότε γίνεται ένα από τα βασικότερα στελέχη του 3ου Επιτελικού Γραφείου του Γενικού Επιτελείου Στρατού. Mε τη κήρυξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου το 1939 , ο Γ.Γρίβας φέρει τον βαθμό του ταγματάρχη. Ο αρχιστράτηγος Αλ. Παπάγος τον τοποθετεί στο Γραφείο Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου.
Ορίζεται ως σύνδεσμος του Αλ. Παπάγου με τους διοικητές των μεγάλων μονάδων του μετώπου. Στα τέλη του 1940 προάγεται σε αντισυνταγματάρχη. Στις 20/1/1941 με αίτησή του, τοποθετείται στο μέτωπο και αναλαμβάνει ως επιτελάρχης της 2ης μεραρχίας πεζικού, που αποκρούει την Ιταλική επίθεση και αντεπιτίθεται και έτσι συμβάλλει στην συντριβή της εαρινής επίθεσης του Μουσολίνι. Μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, τον Ιούνιο του 1941, πλαισιούμενος από ομάδα νεαρών ως επί το πλείστων αξιωματικών συνιστά μυστική αντιστασιακή στρατιωτική οργάνωση με σκοπό: Τη συμβολή δια παντός μέσου εις την εκδίωξιν των κατακτητών από την πατρώαν γην όπου εγεννήθη η δημοκρατία και ελατρεύετο από αρχαιοτάτων χρόνων η ελευθερία. Μέχρι τον Αύγουστο 1942 ευρίσκετο σε συνεχή επαφή με τον αρχιστράτηγο Παπάγο. Η οργάνωση, μέχρι τον Μάρτιο 1943 ήταν γνωστή ως οργάνωση Γρίβα και ήταν απόλυτα νομιμόφρον προς την εν Καϊρω εξόριστη Ελληνική κυβέρνηση.
Με την αποχώρηση των Γερμανών από την Αθήνα, σε συνεργασία με τα συμμαχικά βρετανικά στρατεύματα, προβάλλει σθεναρή αντίσταση στο Θησείο έναντι των κομμουνιστών που αποπειράθηκαν να θέσουν υπό τον έλεγχο τους την Αθήνα και που με τη «ΣΤΑΣΗ» τους οδήγησαν την Ελλάδα στον Εμφύλιο σπαραγμό (1944-1949). Ο εμφύλιος σύμφωνα με πολλούς υποκινήθηκε από τους Άγγλους, αφού πριν συμφώνησαν με τον Στάλιν στην Γιάλτα το 90-10. Την ευθύνη για την τραγική αυτή για τον Ελληνισμό περίοδο θα έπρεπε να την αφήσουμε στην κρίση της ιστορίας. Όμως οι αποτυχόντες τότε φιλοσοβιετικοί κομμουνιστές της Ελλάδας και κατόπιν, και μέχρι σήμερα, η ηγεσία του ΑΚΕΛ εδώ στη Κύπρο δεν ξέχασαν και δεν κατανόησαν την αξία του αγώνα της ΕΟΚΑ,τηρώντας αρνητική στάση απέναντι της και τον αρχηγό της. Κάτι που βεβαίως εκ των υστέρων αναγνώρισαν και οι ίδιοι ως σφάλμα. Είναι επίσης αλήθεια, ότι αρκετοί πραγματικοί πατριώτες αριστεροί εντάχθηκαν στην ΕΟΚΑ ή στήριξαν τον αγώνα και καταδίκασαν την ηγεσία τους. Χαρακτηριστικά το στέλεχος της αριστεράς Πλουτής Σέρβας γράφει στο βιβλίο του «Κύπρος ώρα μήδεν»: “Η ηγεσία του ΑΚΕΛ λησμόνησε το βασικό Λενινιστικό δίδαγμα ότι ο γνήσιος κομουνιστής υποστηρίζει κάθε βόλι που στρέφεται ενάντια σε ξένο κυρίαρχο ανεξάρτητα του ποιος ρίχνει το βόλι αυτό». Σφάλμα μέγα, γιατί ο αγώνας της ΕΟΚΑ ήταν καθαρά εθνικοαπελευθερωτικός και αντιαποικιακός, με στόχο την αυτοδιάθεση – ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, δεν στρεφόταν μήτε εναντίον της αριστεράς ούτε εναντίον των Τουρκοκυπρίων, ο δε Γεώργιος Γρίβας αποδείχθηκε μέγας πατριώτης και ικανότατος ηγέτης. Ένας ηγέτης που εξέφραζε το προαιώνιο αίτημα του Κυπριακού λαού για απελευθέρωση και ένωση με τον εθνικό κορμό, και υπήρξε εκφραστής μιας προϋπάρχουσας ιδεολογίας, που μορφοποίησε τους οραματισμούς ολόκληρου του έθνους.
Η σκέψη για ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα στην Κύπρο, όπως γράφει στα απομνημονεύματά του ο Διγενής, εκφράστηκε κατά πρώτον το 1948 στους φίλους και συνεργάτες του στην Ελλάδα, τον Κύπριο δικηγόρο Χριστόδουλο Παπαδόπουλο και τον επίσης κυπριακής καταγωγής Αχιλλέα Κύρου: «Η εκ μέρους των Συμμάχων της Ελλάδος επιδειχθείσα και μετά τον Β΄ Παγκόσμιον πόλεμον ανακολουθία προς τας υπ’ αυτών διακηρυχθείσας υψηλόφρονας αρχάς της αυτοδιαθέσεως των λαών, διά της μη επιλύσεως του Κυπριακού και το ιστορικόν αξίωμα ότι μόνον διά της ενόπλου δράσεως αποκτούν την ελευθερίαν των οι υπόδουλοι λαοί, μου υπηγόρευσαν την σκέψιν του ενόπλου αγώνος προς απελευθέρωσιν της γενέτειράς μου Κύπρου».
Με καταγεγραμμένη την έκφραση της λαϊκής θέλησης των Ελληνων Κυπρίων, με ποσοστό 96%, στους τόμους του Ενωτικού Δημοψηφίσματος της 15ης Ιανουαρίου του 1950, αρχίζουν οι πρώτες συζητήσεις για ένοπλη αντίσταση εναντίον της βρετανικής κατοχής. Τον Ιούλιο του 1951 πραγματοποιεί την πρώτη αναγνωριστική μετάβασή του στην Κύπρο για μελέτη του εδάφους και συναντά τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, που εκφράζει δισταγμούς.
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα συναντά παρόμοιους δισταγμούς και από τον Παπάγο, που δεν επιθυμούσε να διαταραχθούν οι σχέσεις με την Αγγλία και ήταν οπαδός της λύσης διά της διπλωματικής οδού. Ακολούθησαν συσκέψεις τον Ιούλιο του 1952 στην Αθήνα, υπό την προεδρία του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, με στρατιωτικούς, ακαδημαϊκούς και νομικούς, όπου ελήφθη η απόφαση για έναρξη απελευθερωτικού αγώνα με τη συγκρότηση πολιτικής και στρατιωτικής επιτροπής.
Οι προσπάθειες επισημοποιήθηκαν στις 7 Μαρτίου 1953 με την ορκωμοσία για την ανάληψη αγώνα για την απελευθέρωση της Κύπρου, που έγινε ενώπιον του Μακαρίου στο σπίτι του καθηγητή Κονιδάρη, στην οδό Ασκληπιού 36β, στα Εξάρχεια. Εκτός από τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο υπέγραψαν το σχετικό πρακτικό οι: Νικόλαος Παπαδόπουλος, Γεώργιος Στράτος, Γεράσιμος Κονιδάρης, Αντώνιος Αυγίκος, Σάββας Λοϊζίδης, Σωκράτης Λοϊζίδης, Γεώργιος Γρίβας, Ηλίας Τσατσόμοιρος, Δ. Σταυρόπουλος, Δημήτριος Βεζανής, Ηλίας Αλεξόπουλος. Στο τελετουργικό της ορκωμοσίας, προφανές πρότυπο ήταν η Φιλική Εταιρεία και η επανάσταση του 1821.
Η ορκωμοσία έγινε σε έντονο κλίμα συγκίνησης. Ο Αρχιεπίσκοπος έβαλε το χέρι του στο μέρος της καρδιάς και ανέγνωσε τον όρκο, φράση με φράση, τον οποίο επαναλάμβαναν οι παριστάμενοι που είχαν θέσει τα χέρια τους στο Ευαγγέλιο, μια Καινή Διαθήκη, που επιλέχθηκε πρόχειρα από τη βιβλιοθήκη του Κονιδάρη: «Ορκίζομαι εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος να φυλάξω, θυσιάζων και την ιδίαν μου ζωήν, υποφέρων και τα πλέον σκληρά βάσανα, μυστικόν παν ό,τι γνωρίζω και θέλω ακούση διά την υπόθεσιν της Ενώσεως της Κύπρου…» Ήταν το τέλος της αρχής του αγώνα της Εθνικής Οργάνωσης Κυπρίων Αγωνιστών (ΕΟΚΑ).
Ένα πρωί ο Διγενής είπε στη γυναίκα του: «Ετοίμασε μου τη βαλίτσα μου, φεύγω για λίγες ημέρες στη Θεσσαλονίκη». Κι’ εκείνη τη μέρα, στις 26 Οκτωβρίου 1954, ο Γρίβας έφυγε για την Κύπρο. Ήταν τότε πενήντα τεσσάρων χρόνων ακριβώς, σε μια ηλικία που άλλοι φορούν τις παντούφλες των κι αρχίζουν να αισθάνονται συνταξιούχοι.
Έγραφε το “Έθνος” το 1959 σε αναδημοσίευση από την αθηναϊκή εφημερίδα:
«Από ένα δικηγορικό γραφείο της οδού Πατησίων 9 ξεκίνησε πριν από πέντε χρόνια ο θρύλος της ΕΟΚΑ. Και από αυτό το ίδιο γραφείο ξεκίνησε ολομόναχος το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου του 1954 ο Διγενής,φορτωμένος με ένα μικρό βαλιτσάκι και με απέραντη πίστη για τα βουνά της Κύπρου, τέσσερις άνθρωποι τον κατευόδωσαν. Του έσφιξαν το χέρι, τον εφίλησαν και του ευχήθηκαν μέσα από την καρδιά τους να γυρίσει νικητής. Κανείς άλλος δεν παρευρίσκετο στην τόσο απλή αλλά τόσο μεγάλη τελετή της αναχωρήσεως του αντισυνταγματάρχη Γεωργίου Γρίβα από την Αθήνα για την Κύπρο. Ούτε και αυτή η γυναίκα του.»
Απελευθερωτικός Αγώνας της ΕΟΚΑ
Στόχος της ΕΟΚΑ ήταν η ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Ο Γρίβας κήρυξε την έναρξη του ένοπλου εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα την 1η Απριλίου 1955 με βομβιστικές επιθέσεις και με μια προκήρυξη που μεταξύ άλλων ανέφερε: «Με την βοήθειαν τού Θεού, με πίστιν εις τον τίμιον αγώνα μας, με την συμπαράστασιν ολοκλήρου τού Ελληνισμού και με την βοήθειαν των Κυπρίων, αναλαμβάνομεν τον αγώνα διά την αποτίναξιν τού Αγγλικού ζυγού, με σύνθημα εκείνο το οποίον μας κατέλιπαν οι πρόγονοί μας ως ιεράν παρακαταθήκην: “´Η τάν ή επί τάς”».
Θα ήταν πλεονασμός να αναφερθώ σε λεπτομέρειες του Αγώνα της ΕΟΚΑ του ᾽55-59’ τον οποίον με τόση γενναιότητα και επιτυχία διεξήγαγε ο Διγενής και τα παλληκάρια του. Ο τετραετής απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ υπό την εμπνευσμένη ηγεσία του Διγενή σημάδεψε τη γενιά μας και συνεπήρε το Πανελλήνιο. Υπό την έμπειρη στρατιωτική του καθοδήγηση, η νεολαία της Κύπρου ,όπως ο Ευαγόρας Παλληκαρίδης, ανδρώθηκε στα βουνά, ψέλνοντας θούριους για τη λευτεριά, βασανίστηκαν στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης έδωσε μάχες και όταν χρειάστηκε κάπιοι έγιναν ολοκαύτωμα όπως ο Αυξεντίου και o Μάτσης και άλλοι , πριν την αγχόνη υποτιμώντας τον θάνατο, «δεν μπορούσαν να διακρίνουν ούτε με το μικροσκόπιο που υπάρχει η τραγωδία» την ώρα της θυσίας τους, όπως έγραψε στο τελευταίο του γράμμα ο Ανδρέας Ζάκος.
Θα πρέπει να τονιστεί ότι ο Αγώνας της ΕΟΚΑ αποτελεί την πρώτη ουσιαστική ένοπλη δράση των Κυπρίων για Ελευθερία, Αυτοδιάθεση – Ένωση. O πρώτος αυτός αγώνας πέτυχε την απελευθέρωση της Κύπρου και μετέτρεψε το “ουδέποτε” των Άγγλων σε παραχώρηση στον Κυπριακό λαό μιας κολοβωμένης ανεξαρτησίας, αλλά δεν ολοκλήρωσε τον σκοπό για τον οποίον έγινε, την Ένωση με τον εθνικό κορμό.
Όταν η πολιτική ηγεσία άρχισε να υποκύπτει στις πιέσεις για αποδοχή άλλης πλην της αυτοδιάθεσης – ένωσης λύση, ο Διγενής, παραμένοντας πιστός στον όρκο που έδωσε και με διορατικότητα για το μέλλον έγραφε τον Σεπτέμβριο του 1958: «Παρελάβωμεν ένα λαόν, τον εξωθήσαμεν εις ένα ηρωικόν αγώνα, εις τον οποίον ούτος μας έδωσεν ό,τι του εζητήσαμεν και εν τούτοις, ύστερα από τρία και ήμισυ έτη, ύστερα από εκατόμβας, ύστερα από ανηκούστους καταστροφάς και καταπιέσεις που υπέστη, ύστερα από πράξεις ηρωισμού εκ μέρους του, αι οποίαι προκαλούν τον θαυμασμόν αλλά και υπερηφάνειαν, τον παραδίδομεν εις στυγνοτέραν ή μέχρι σήμερον δουλείαν και μάλιστα εις δύο αφέντας αντί ενός και με πιθανότητα να μη εξέλθη πλέον εκ του τάφου εις τον οποίον τον ερρίψαμεν!»
Την ευθύνη για τη μη πραγμάτωση του σκοπού του Αγώνα και την υπογραφή των συμφωνιών Ζυρίχης – Λονδίνου, ανέλαβαν η Ελληνική Κυβέρνηση Καραμανλή –Αβέρωφ και ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, χωρίς την ενημέρωση και συμφωνία του Διγενή και χωρίς την έγκριση του Κυπριακού λαού. Ο Διγενής διακατείχετο από το δίλημμα ή να συνεχίσει μόνος τον αγώνα ή να αποδεχτεί τη λύση. Με τις εμπειρίες του διχασμού του Ελληνισμού και με πικρία αναγκάζεται να εγκαταλείψει τη γενέτειρά του, απογοητευμένος από την πολύ κακή λύση, που η πολιτική ηγεσία αποδέχτηκε.
Στις 9 Μαρτίου 1959 δίνει τη Διαταγή Κατάπαυσης Πυρός που σημαίνει το τέλος του ένοπλου αγώνα:
«ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ ΚΥΠΡΙΑΚΟΝ ΛΑΟΝ
Οταν την 1ην Απριλίου 1955 ύψωσα την σημαία του επαναστατικού απελευθερωτικού κινήματος, έταξα ως σκοπόν την απελευθέρωσιν της Κύπρου και εζήτησα την υποστήριξιν του Ελληνικού Κυπριακού λαού και την συμπαράστασιν ολοκλήρου του Εθνους, αίτινες μου παρεσχέθησαν πλήρως κατα τον τετραετή σκληρόν αγώνα μας.
Ηδη κατόπιν της μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδος και Τουρκίας συμφωνίας της Ζυρίχης, η οποία επεκυρώθη εν Λονδίνω και υπό του Εθνάρχου Μακαρίου, είμαι υποχρεωμένος
ΝΑ ΔΙΑΤΑΞΩ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΑΥΣΙΝ ΤΟΥ ΑΓΩΝΟΣ
………………. Αντί του πολεμικού παιάνος, θα σημάνω σήμερον
ΟΜΟΝΟΙΑΝ, ΕΝΟΤΗΤΑ, ΑΓΑΠΗΝ ίνα επί των ερειπίων και της τέφρας της απαστραπτούσης από δόξαν και εθνικόν μεγαλείον Κυπριακής εποποιϊας ανοικοδομήσετε το νέον οικοδόμημα της νεαράς Δημοκρατίας……..
….. Έχω την συνείδησιν ήσυχον, οτι έπραξα το καθήκον μου. Έργον της πολιτικής ήτο να εκμεταλλευθή τους επικούς αγώνας του Κυπριακού Λαού.. και αύτη τους εξεμεταλλεύθη όπως ηδυνήθη ή όπως ενόμισε καλύτερον.
ΝΥΝ ΟΦΕΙΛΩΜΕΝ ΝΑ ΠΕΙΘΑΡΧΗΣΩΜΕΝ
Συσπειρωθείτε ΟΛΟΙ, ΗΝΩΜΕΝΟΙ πέριξ του ΕΘΝΑΡΧΟΥ, ο οποίος αποτελεί σήμερον σύμβολον ΕΝΟΤΗΤΟΣ και ΙΣΧΥΟΣ και βοηθήσατε τούτον εις το δύσκολον έργον του.
Αύτη είναι η επιθυμία μου,προς την οποίαν καλώ πάντας να συμμορφωθούν.
Ε.Ο.Κ.Α Ο ΑΡΧΗΓΟΣ ΔΙΓΕΝΗΣ»
Αναχώρησε για την Ελλάδα, όπου έγινε δεκτός με μεγάλες τιμές ήρωα και η Βουλή των Ελλήνων, με Νόμο, προήγαγε ομόφωνα τον Γεώργιο Γρίβα από αντισυνταγματάρχη σε αντιστράτηγο, του απένειμε τον τιμητικό τίτλο του Αξίου Τέκνου της Πατρίδος (τίτλο που πριν από τον Γρίβα είχε απονείμει μόνο στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη καί τον Ελευθέριο Βενιζέλο και σε κανένα μετά από αυτόν). Η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στον Γρίβα το Χρυσό Μετάλλιο, την ύψιστη τιμή απ᾽όσες διαθέτει, κατά την πανηγυρική της συνεδρία της 24ης Μαρτίου 1959.
Ο Γ. Γρίβας όμως και η ΕΟΚΑ έγιναν παράδειγμα προς μίμηση για άλλους υπόδουλους λαούς και ενέπνευσαν πολλά απελευθερωτικά κινήματα και μεγάλους επαναστάτες. Σημειώνω χαρακτηριστικά την πολιτικοστρατιωτική μελέτη του στρατηγού Γεωργίου Γρίβα με τίτλο “Αγών ΕΟΚΑ και Ανταρτοπόλεμος” που κυκλοφόρησε το 1962 στην Αθήνα, μεταφράστηκε και εκδόθηκε στην Αγγλία και στις ΗΠΑ. Το βιβλίο αυτό έχει χρησιμοποιηθεί ως εγχειρίδιο καλών πρακτικών για τον ανταρτοπόλεμο σε στρατιωτικές σχολές του εξωτερικού, εντυπωσιακό όμως είναι το γεγονός ότι το μελέτησε ακόμα και ο ηγέτης της Κούβας Φιντέλ Κάστρο, ο οποίος σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις εξέφρασε τον θαυμασμό του για τον αγώνα της ΕΟΚΑ και τις ικανότητες του αρχηγού της. Παραθέτω δύο αποσπάσματα από δύο επιστολές του Κάστρο, η πρώτη προς τον Διγενή και η δεύτερη κατά τον θάνατό του:
«Στρατηγέ, ο Αγώνας σας με γοήτευσε και αποτέλεσε παράδειγμα για την Απελευθέρωση της Πατρίδος μου. Συγχαρητήρια. Εύχομαι η Δημοκρατία και η Δικαιοσύνη να βασιλεύσουν επιτέλους στον κόσμο» (1959).
«Εφήρμοσα κατά τον απελευθερωτικό Αγώνα της χώρας μου, τα ανταρτικά σχέδια που είχε χρησιμοποιήσει ο Στρατηγός Γρίβας στον Αγώνα της ΕΟΚΑ» (1974).
Εξόχως ενδιαφέρουσα εξάλλου είναι και η εκτενής αναφορά του Βρεταννού ταξίαρχου Μάγκαν, που πολέμησε για τη διάλυση της ΕΟΚΑ στην Κύπρο και έγραψε το 1959, λαμβανομένου υπ᾽όψιν ότι υπήρξε αντίπαλός του: «Ο Γρίβας είναι ένας άνθρωπος που διαθέτει αρχές… Όταν έχει να κάνει με χρήματα είναι έντιμος, όχι σχετικά έντιμος με βάση τα πρότυπα των Λεβαντίνων, αλλά αυστηρά έντιμος με όποια πρότυπα κι αν γίνει η σύγκριση». Ο Βρετανός θεωρεί ότι είναι φανατικός υποστηρικτής της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα. «Είναι σκληραγωγημένος, εργατικός, λιτοδίαιτος και εξαιρετικά οικονόμος. Δεν πτοείται από τους κινδύνους και τα τυχαία γεγονότα της ημέρας που παρουσιάζονται στο προσκήνιο, επειδή έχει εμπιστοσύνη στον εαυτό του και διαθέτει την επινοητικότητα να τα αντιμετωπίσει. Είναι πανούργος, καχύποπτος, προσεκτικός, απότομος και ειλικρινής. Τον απασχολούν τα τρέχοντα προβλήματα και η πρακτική επίλυσή τους».
Θα μπορούσα να περατώσω την ομιλία μου εδώ. Ζώντας όμως τη σημερινή συστηματική προσπάθεια ορισμένων να αμαυρώσουν τη μνήμη του αγωνιστή για ιδέες ΔΙΓΕΝΗ και να μας πείσουν ότι η δική τους, υποχωρητική προς τους Τούρκους, πολιτική του εφικτού είναι προτιμότερη από την επιδίωξη του ευκταίου, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η απελευθέρωση της ημικατεχόμενης πατρίδας μας και η εφαρμογή των Ευρωπαϊκών Δημοκρατικών Αρχών σε μια σύγχρονη κανονική πολιτεία, θα ολοκληρώσω την ομιλία μου με περιληπτική αναφορά στη μετά τον αγώνα της ΕΟΚΑ, δράση του Διγενή μέχρι τον θάνατό του.
Παρά την επιτυχία του αγώνα της ΕΟΚΑ και του Διγενή, στον ίδιο δεν δίνεται το δικαίωμά να μείνει στη Κύπρο και ουσιαστικά εξορίζεται στην Αθήνα.
Τον Ιούνιο του 1964, μετά την Τουρκοκυπριακή Ανταρσία, ο Διγενής αποδέχεται την πρόσκληση των αγωνιστών της ΕΟΚΑ και με την έγκριση της κυβέρνησης Γεωργίου Παπανδρέου ανέλαβε, ως επικεφαλής 5.000 στρατιωτών, την αρχηγία των ελληνικών στρατιωτικών δυνάμεων και στη συνέχεια και της Εθνικής Φρουράς της Κύπρου με τη συναίνεση του προέδρου Μακάριου ως Ανώτατος Στρατιωτικός Διοικητής Αμύνης Κύπρου (ΑΣΔΑΚ). Η Κύπρος μετατρέπεται τότε σε απόρθητο φρούριο για την Τουρκία και η επίτευξη του στόχου της Ένωσης ήταν όσο ποτέ άλλοτε εφικτή.
Δυστυχώς, η λανθασμένη τοποθέτηση της Κυπριακής πολιτικής στο διεθνές πολιτικό σκηνικό, μεσούντος τότε του ψυχρού πολέμου (1965-᾽67), και η αρνητική προς την παρουσία των Ελλήνων στρατιωτών συμπεριφορά και στάση παραγόντων και κομμάτων της Κύπρου οδήγησαν στην αποδόμηση του έργου αυτού του Διγενή.
Η κατάληψη τον Απρίλιο του ᾽67 της εξουσίας στην Ελλάδα από τη Χούντα των Συνταγματαρχών, προς την οποία ο Διγενής δεν έκρυβε την αντιπάθειά του, άλλαξαν πλήρως το διεθνές πολιτικό σκηνικό εις βάρος της Ελλάδας και της Κύπρου. Η προβοκάτσια των γεγονότων της Κοφίνου, που ο ίδιος ο Διγενής δεν διέταξε αλλά ως στρατιωτικός εξετέλεσε με κάθε επιτυχία, μετά από απόφαση της Κυπριακής και Ελληνικής κυβέρνησης οδήγησαν τον Νοέμβριο του 1967 στην απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας από την Κύπρο και την ανάκληση του Γρίβα στην Ελλάδα. Ο Διγενής τίθεται από τη Χούντα σε απομόνωση στο σπίτι του στο Χαλάνδρι, από όπου οργανώνει με άλλους Έλληνες αξιωματικούς και Κύπριους φοιτητές τον αντιχουντικό του αγώνα.
Τόσο η έγνοια του για την συνεχή διολίσθηση των ενδοκυπριακών διαπραγματεύσεων που διεξήγοντο στη Κύπρο όσο και οι συμφωνίες της Χούντας με την Τουρκία στα πλαίσια του ΝΑΤΟ καθώς και η παρατεταμένη έλλειψη δημοκρατικών διαδικασιών οδήγησαν τον Διγενή στην κάθοδο του για τελευταία φορά στο νησί μυστικά, στις 31 Αυγούστου 1971. Παράλληλα με τη μυστική διοργάνωση μηχανισμού αντίδρασης προς την καταστροφική πορεία, επεδίωξε και πέτυχε συνάντηση και συνεννόηση με τον Μακάριο, η οποία δυστυχώς δεν έγινε σεβαστή εκ μέρους του και την αθέτησε αμέσως μετά τη συνομολόγηση της, γιατί όπως κάποιοι αναφέρουν ο Μακάριος φοβήθηκε να τα βάλει με την Χούντα και αυτούς που την στήριζαν. Στη συνέχεια δυστυχώς ακολούθησε η σύγκρουση μεταξύ τους. Ο Διγενής αρρώστησε και τελικά στις 27 Ιανουαρίου του 1974 άφησε την τελευταία του πνοή στο σημείο αυτό. Έτσι με συρροή λαθών όλων των εμπλεκομένων οδηγηθήκαμε στο άφρον πραξικόπημα για το οποίο ευθύνεται η χούντα, που το έκανε, και όχι ο Γρίβας που ήταν ήδη 6 μήνες νεκρός.
Μετά τον θάνατο του η Βουλή των Αντιπροσώπων, σε ειδική συνεδρία της στις 31 Ιανουαρίου 1974, ανακήρυξε τον Διγενή «άξιον τέκνον της Κύπρου διά τας εξαιρέτους υπηρεσίας τας οποίας προσέφερε προς την ιδιαιτέραν του Πατρίδα», ενώ η Ακαδημία Αθηνών απέδωσε τις οφειλόμενες τιμές.
Στον περιορισμένο χρόνο μιας ομιλίας δεν είναι δυνατόν να σκιαγραφηθεί πλήρως η προσωπικότητα και να εξαντληθούν όλες οι πτυχές της δράσης ενός μεγάλου ανδρός όπως ο Γεώργιος Γρίβας-Διγενής. Το έπος του 1955-59, οι ήρωες της ΕΟΚΑ και ο Διγενής αποτελούν για εμάς την πιο ιερή παρακαταθήκη, που δεν μας επιτρέπεται ούτε να αγνοούμε ούτε να χρησιμοποιούμε για εξυπηρέτηση οποιωνδήποτε κομματικών σκοπιμοτήτων. Γιατί αυτό αποτελεί τυμβωρυχία και η τυμβωρυχία μέγιστη ύβρι και ασυγχώρητη ιεροσυλία.
Αντίθετα, το μέγα μάθημα που μας παρέχει η περίπτωση του Αγώνα της ΕΟΚΑ και του αρχηγού Διγενή είναι η πίστη στο δίκαιο του αγώνα για Ελευθερία και Δικαιοσύνη και η διεκδίκηση των δικαιωμάτων μας στη γη μας, στους τάφους των προγόνων μας, στην πολιτιστική μας κληρονομιά, στο παρελθόν και στο μέλλον μας. Και αυτήν τη στιγμή, με τη μισή μας πατρίδα κάτω από τον τουρκικό ζυγό, το μάθημα αυτό είναι για εμάς περισσότερο απαραίτητο από ποτέ.
Κάποιοι σήμερα μας καλούν να τα ξεχάσουμε όλα αυτά και να αποδεχτούμε με ρεαλισμό και δουλικότητα τη μοίρα μας. «Είμαστε μικροί και λίγοι ,δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτε, πρέπει να συμβιβαστούμε».
Eμείς όμως, στις κρίσιμες αυτές στιγμές για το μέλλον του Ελληνισμού στο ακριτικό αυτό νησί της Κύπρου, πρέπει να σταθούμε όλοι ορθοί σαν μια γροθιά κατά όσων συνηγορούν και μάλιστα μετά μανίας στην υποταγή στην Τουρκία, πράγμα που σημαίνει συμφορά τόσο για τους Έλληνες της Κύπρου όσο και του νεοελληνικού κράτους πού φετος γιορταζει τα 200 χρόνια της αναγέννησης του, υπό τις απειλές των Νεοθωμανών.
Ας κλείνουμε ευλαβικά το γόνυ μπροστά στο λιτό μνημείο του Αθάνατου Αρχηγού της Ε.Ο.Κ.Α του θρυλικού ΔΙΓΕΝΗ, αντλώντας δυνάμεις για ν’ ανασυνταχθούμε και να αναφωνήσουμε “ΟΧΙ σε άλλες υποχωρήσεις”, “ΟΧΙ στην υποθήκευση του μέλλοντος των παιδιών μας”. Ο Διγενής είναι ο φάρος για αγώνες υπέρ της ελευθερίας και της δικαίωσης μας .
ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
ΖΗΤΩ Ο ΔΙΓΕΝΗΣ
Γεώργιος Λ. Πετρίκκος
Ομότιμος Καθηγητής Ιατρικής Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών
ΛΕΜΕΣΟΣ, 26 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2020