Του Τιμολέοντος Παλαιολόγου
15η Ιουλίου του 1974 στην κυπριακή πρωτεύουσα. Ο κόσμος στη Λευκωσία δεν γνωρίζει τίποτα για το πραξικόπημα που σε λίγες ώρες θα ανατρέψει την πολιτική εξουσία του Μακαρίου Γ’, Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, και θα δρομολογήσει τα γεγονότα για τη μετέπειτα τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ήδη από τις 08:00 το πρωί, δυνάμεις της Εθνοφρουράς κατευθύνονται προς τη Λευκωσία με απώτερο σκοπό τη δολοφονία του Μακάριου και την αντικατάστασή του από κάποιον Πραξικοπηματία. Πώς, όμως, οδηγηθήκαμε στα γεγονότα του Πραξικοπήματος;
Χούντα Ιωαννίδη
Η χούντα των Συνταγματαρχών που επιβλήθηκε στην Ελλάδα την 21η Απριλίου 1967, με υπαίτιους Ανώτερους και Ανώτατους Αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού -με κυριότερους τον Συνταγματάρχη Γεώργιο Παπαδόπουλο, τον Ταξίαρχο Στυλιανό Παττακό και τον Συνταγματάρχη Νικόλαο Μακαρέζο- κατέλυσε το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας και εγκαθίδρυσε μία σκληρή στρατιωτική δικτατορία. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, ως ηγέτης της ομάδας των χουντικών, ανέλαβε αρχικά τον ρόλο του Πρωθυπουργού και κατόπιν, αφού κατήργησε τη βασιλεία, αυτοανακηρύχθηκε το 1973 Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Μετά και την εξέγερση του Πολυτεχνείου, ο Δημήτριος Ιωαννίδης, διοικητής τότε της ΕΑΤ-ΕΣΑ, με δικό του πραξικόπημα στις 25 Νοεμβρίου 1973 ανέτρεψε τον Παπαδόπουλο και την κυβέρνησή του, λαμβάνοντας ο ίδιος τα ηνία της χώρας και ορίζοντας Πρόεδρο τον στρατιωτικό Φαίδωνα Γκιζίκη.
ΕΟΚΑ Β’
Το Σεπτέμβριο του 1971, ο Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας «Διγενής», ο ήρωας της ΕΟΚΑ, κατέφθασε υπό άκρα μυστικότητα στην Κύπρο -ο Μακάριος σε μεταγενέστερη επιστολή του θα χρησιμοποιήσει τον όρο «λαθραία»- με σκοπό τη δημιουργία αντάρτικης οργάνωσης, η οποία θα δρούσε με γνώμονα την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Όπως και η ΕΟΚΑ, έτσι και η ΕΟΚΑ Β’ είχε ισχυρό στρατιωτικό σκέλος, το οποίο με ένοπλο αγώνα θα επιχειρούσε τη μεταβολή της πολιτικής κατάστασης στο νησί και εν τέλει την ένωση με την Ελλάδα. Η στάση του Μακαρίου ώθησε τον Γρίβα και την ΕΟΚΑ Β’ κατά του Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, με το πρόσχημα ότι στεκόταν εμπόδιο στον απώτερο σκοπό της ένωσης. Η ΕΟΚΑ Β’ δεν είχε τόσο μεγάλη απήχηση στον κόσμο όσο η ΕΟΚΑ, ενώ ο ίδιος ο Μακάριος την χαρακτήρισε ως τρομοκρατική οργάνωση. Εντούτοις, δεχόταν σημαντική βοήθεια από Έλληνες αξιωματικούς της Εθνοφρουράς και θεωρείται ότι λάμβανε και βοήθεια από την ελληνική κυβέρνηση.
Προπαρασκευή του πραξικοπήματος
Ήδη από τις 2 Ιουλίου, ο Ιωαννίδης είχε ενημερώσει την ανώτατη ελληνική στρατιωτική διοίκηση για την πρόθεση ανατροπής του Μακάριου. Εκείνη την ημέρα ο Ιωαννίδης είχε συσκεφθεί στο Πεντάγωνο, στο γραφείο του Στρατηγού Μπονάνου, αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων, μαζί με τον Ταξίαρχο Μιχάλη Γεωργίτση, διοικητή της Γ’ Ανωτέρας στρατιωτικής διοίκησης της Κυπριακής Εθνοφρουράς, τον Συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Κομπόκη, διοικητή καταδρομών της Κύπρου, τον Υποστράτηγο Παπαδάκη, επιτελάρχη της Εθνοφρουράς Κύπρου, καθώς και με τον ίδιο τον Στρατηγό Μπονάνο, και τους είχε ενημερώσει για το επικείμενο πραξικόπημα της Κύπρου.
Η απόφαση του Ιωαννίδη ήταν οριστική και η ημερομηνία δεν επιδεχόταν παράτασης. Στις 13 Ιουλίου, ορισμένοι Έλληνες αξιωματικοί που βρίσκονταν στην Κύπρο -μεταξύ των οποίων ο διοικητής της Εθνικής Φρουράς Αντιστράτηγος Ντενίσης και ο διοικητής της Ελληνικής Δύναμης Κύπρου (ΕΛΔΥΚ) Συνταγματάρχης Νικολαΐδης- κλήθηκαν από την ελληνική κυβέρνηση στην Αθήνα για να συμμετάσχουν σε σύσκεψη που αφορούσε μία επιστολή του Μακαρίου προς τον Πρόεδρο Γκιζίκη. Στην επιστολή αυτή, ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας καλούσε τον Έλληνα ομότιμό του να ανακαλέσει στην Ελλάδα όλους τους Έλληνες αξιωματικούς της Εθνοφρουράς, θεωρώντας επιζήμια τη δράση τους για τη βιωσιμότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η σύσκεψη αυτή αποτελούσε ένα πρόσχημα της ελληνικής πλευράς, ώστε να απομακρύνει από το νησί αξιωματικούς, οι οποίοι ενδεχομένως να αντιδρούσαν και να αποτελούσαν εμπόδιο για την ομαλή διεξαγωγή του πραξικοπήματος. Όλα πλέον είχαν δρομολογηθεί.
15η Ιουλίου 1974
Χάραξε η αυγή της 15ης Ιουλίου και όλα ήταν έτοιμα για το πραξικόπημα. Οι κύριες δυνάμεις των πραξικοπηματιών βρίσκονταν σε δύο σημεία, στο στρατόπεδο της Κοκκινοτρυμιθιάς, στο οποίο υπήρχαν τεθωρακισμένα άρματα τύπου Τ-34 (συνολικά 35), μία επιλαρχία τεθωρακισμένων και μία μοίρα ΛΟΚ, και στο στρατόπεδο «Βασιλείου Καποτά» (ΒΜΚ), στο οποίο υπήρχαν μία επιλαρχία τεθωρακισμένων, μία μονάδα θωρακισμένων οχημάτων πεζικού (περίπου 15) και το μεγαλύτερο μέρος των ΛΟΚ. Οι σταθμευμένες δυνάμεις του στρατοπέδου Κοκκινοτρυμιθιάς θα κατευθύνονταν προς το Προεδρικό Μέγαρο, με στόχο να επιτεθούν στο κτίριο που στέγαζε την Προεδρική Φρουρά, ενώ, ταυτόχρονα, οι δυνάμεις από το στρατόπεδο «Βασιλείου Καποτά» θα κατευθύνονταν προς το στρατόπεδο του «Εφεδρικού Σώματος», στο οποίο στεγάζονταν το Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ), το Γενικό Επιτελείο της Εθνικής Φρουράς (ΓΕΕΦ) και το Αρχηγείο της Αστυνομίας.
Στις 08:10 περίπου τα άρματα εξέρχονται από τα στρατόπεδα και κατευθύνονται προς τη Λευκωσία, χωρίς ωστόσο να προκαλέσουν ιδιαίτερη εντύπωση, αφού έδωσαν την εντύπωση ότι κατευθύνονται για άσκηση πυρών. Στις 08:35 το στρατόπεδο του Εφεδρικού Σώματος δέχεται την πρώτη επίθεση. Εντός 10 λεπτών μία μοίρα ΛΟΚ έχει καταλάβει το κτίριο του ΡΙΚ, ενώ αξιωματικοί που βρίσκονταν στο κτίριο της ΓΕΕΦ εισβάλουν στα γραφεία της Διεύθυνσης Αστυνομίας και εξουδετερώνουν όλους τους αξιωματικούς, οι οποίοι δεν πρέπει να υπερέβαιναν τους 30. Η κύρια επίθεση της δύναμης του ΒΜΚ επικεντρώθηκε κατά του στρατωνισμού του Εφεδρικού Σώματος, το οποίο είχε δύναμη 180 Εφεδρικών Φρουρών -οι μισοί εκ των οποίων ήταν με πολιτικά και άοπλοι- και ευθύς εξαρχής περικυκλώθηκε.
Παράλληλα, διεξάγεται και η επίθεση στο Προεδρικό, το οποίο τη στιγμή της επίθεσης φυλασσόταν μόνο από ένα τμήμα της δύναμης των διακοσίων ανδρών που είναι αρμόδιοι για τη φύλαξη του χώρου. Η επίθεση της φάλαγγας από το στρατόπεδο Κοκκινοτρυμιθιάς υπήρξε καταιγιστική. Οι υπερασπιστές του Προεδρικού κατόρθωσαν να καταστρέψουν ένα τεθωρακισμένο και να προκαλέσουν αρκετές ανθρώπινες απώλειες, ωστόσο, σχετικά γρήγορα, διέφυγαν για να μην πιαστούν αιχμάλωτοι. Το Προεδρικό Μέγαρο ήταν πλέον άδειο και όλα έδειχναν ότι ο Μακάριος θα συλλαμβανόταν.
Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, όμως, είχε προλάβει να αποδράσει από το Προεδρικό Μέγαρο από μία πόρτα στο πίσω μέρος του γραφείου του, η οποία οδηγούσε σε έναν ξεροπόταμο. Μόλις ο Μακάριος απομακρύνθηκε φάνηκαν και στην πίσω πλευρά του Μεγάρου πραξικοπηματίες, οι οποίοι αιχμαλώτισαν και τους εναπομείναντες αμυνόμενους του μεγάρου, στους οποίους, μάλιστα, φέρθηκαν με βάναυσο τρόπο. Οι αμυνόμενοι του Εφεδρικού Σώματος παραδόθηκαν εν τέλει μετά από 3 ώρες σκληρής μάχης. Οι πραξικοπηματίες έλεγχαν πλέον σημεία κομβικής σημασίας της κυπριακής πρωτεύουσας και ήδη ανήγγειλαν μέσω του Ραδιοφωνικού Σταθμού Λευκωσίας ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός. Μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού της Αρχιεπισκοπής Λευκωσίας, όμως, ο Μακάριος ενημέρωσε τους Κυπρίους για τα γεγονότα και κατόπιν κατευθύνθηκε προς τη μόνη ελεύθερη από πραξικοπηματίες πόλη, την Πάφο.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ο Νικόλαος Σαμψών, γνωστό ηρωικό μέλος της ΕΟΚΑ και ένθερμος υποστηρικτής του Γρίβα, ανακηρύσσεται Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας από τους πραξικοπηματίες, στη θέση του έκπτωτου πλέον Μακάριου. Η κυβέρνηση Σαμψών δεν θα κατορθώσει να κάνει τίποτα ουσιώδες (ο Σαμψών παραιτήθηκε στις 23 Ιουλίου), ενώ το ίδιο πραξικόπημα θα αποτελέσει και την αφορμή για την τουρκική εισβολή που ακολούθησε 5 μέρες αργότερα, την 20η Ιουλίου 1974, με πρόφαση την προστασία των Τούρκων κατοίκων του νησιού και την τήρηση της συνθήκης εγγυήσεως της Ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.
offlinepost