Στη δίνη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, το καθεστώς των Νεότουρκων στην παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, παρά τις αρχικές εξαγγελίες για «Ελευθερία», «Ισότητα», «Δικαιοσύνη», έθεσε σ’ εφαρμογή ένα ευρύ σχέδιο αφανισμού της πολυπληθούς αρμενικής μειονότητας, που υπολογίζονταν σε 2 εκατομμύρια. Στόχος, η εθνική και θρησκευτική ομογενοποίηση της Τουρκίας, σε βάρος των πολυπληθών μειονοτήτων, ανάμεσά τους και των Ελλήνων.
Το σχέδιο εκτοπισμού των Αρμενίων από τις πατρογονικές τους εστίες στη Ν.Α. Τουρκία, υλοποιήθηκε μεθοδικά και συντονισμένα την περίοδο 1915-1918. Από τις μαζικές εκτελέσεις και απελάσεις, κατάφεραν και επιβίωσαν μόλις 500 χιλ. Αρμένιοι. Ήταν η πρώτη γενοκτονία του 20ου αιώνα, προάγγελος του Εβραϊκού Ολοκαυτώματος, κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π. Ο Χίτλερ μάλιστα χρησιμοποίησε ως παράδειγμα τη γενοκτονία των Αρμενίων για να δικαιολογήσει τον αφανισμό χιλιάδων Εβραίων της Ευρώπης. «Ποιος μιλάει σήμερα για τον αφανισμό των Αρμενίων;» φέρεται να διερωτήθηκε το 1939.
Αμέτρητοι οι νεκροί στις πορείες θανάτου
Πρωταγωνιστικό ρόλο στη γενοκτονία των Αρμενίων, είχε η λεγόμενη «τριανδρία» των Νεοτούρκων. Ο Μεχμέτ Ταλαάτ Πασάς, υπουργός Εσωτερικών και στη συνέχεια Μέγας Βεζύρης (πρωθυπουργς). ο Ισμαήλ Ενβέρ Πασας, υπουργός Στρατιωτικών, και ο Τζεμάλ Πασάς, στρατιωτικός διοικητής. Σε τηλεγράφημα του ο Ταλαάτ στις 28/4/ 1915 προς τους νομάρχες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενημέρωνε πως: «Αποφασίσθηκε να τεθεί τέρμα στο ζήτημα των Αρμενίων με εκτόπισίν τους στις ερήμους και την εξόντωση αυτού του ξενικού στοιχείου».
Μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον Οκτώβριο του 1918, Ταλαάτ, Ενβέρ και Τζεμάλ έπεσαν σε δυσμένεια και κατέφυγαν στο εξωτερικό. Την ίδια ώρα ανέτειλε τ’ άστρο του Μουσταφά Κεμάλ, γνωστού στη συνέχεια ως Ατατούρκ.
Με υπόδειξη των συμμαχικών κατοχικών δυνάμεων, συγκλήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη δικαστήρια που καταδίκασαν τους υπαιτίους της γενοκτονίας των Αρμενίων. Ωστόσο η απροθυμία ουσιαστικής πίεσης από του νικητές του Α’ Π΄Π. προς τον Μουσταφά Κεμάλ να τιμωρήσει τους πρωταγωνιστές του μαζικού εγκλήματος, αλλά και η απουσία διεθνών νόμων για επιβολή δικαιοσύνης, είχε ως αποτέλεσμα οι ιθύνοντες της γενοκτονίας να καταφύγουν ανενόχλητοι στο εξωτερικό, όπως στο Βερολίνο και στη Ρώμη. Όσο όμως αυτοί απολάμβαναν την ηρεμία τους, στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, κάποιοι ορκίζονταν εκδίκηση …
Επιχείρηση «Νέμεσις»
Στις 28.5.1918 πραγματοποιήθηκε στην Τιφλίδα η ανακήρυξη της Δημοκρατίας της Αρμενίας, με πρωτεύουσα το Ερεβάν. Προτεραιότητα του νέου κράτους δεν ήταν μόνο η περίθαλψη και αποκατάσταση των χιλιάδων προσφύγων που κατέφυγαν εκεί από τα εδάφη Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και η τιμωρία όσων Τούρκων και Αζέρων αξιωματούχων, σχεδίασαν και υλοποίησαν στο έπακρο το σχέδιο εξόντωσης των Αρμενίων τα προηγούμενα χρόνια.
Tο καθεστώς των Νεότουρκων στην παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία έθεσε σε εφαρμογή ένα ευρύ σχέδιο αφανισμού της πολυπληθούς αρμενικής μειονότητας, που υπολογίζονταν σε δύο εκατομμύρια.
Το ζήτημα της δικαιοσύνης εναντίον όσων ευθύνονταν για τη γενοκτονία των Αρμενίων, ήταν βασικό θέμα συζήτησης κατά το 9ο συνέδριο της Αρμενικής Επαναστατικής Ομοσπονδίας (ARF), που έλαβε μέρος το φθινόπωρο του 1919 στο Ερεβάν. Αρχικά καταρτίστηκε η λίστα των «στόχων» προς εξόντωση, που περιελάβανε και Αρμένιους που συνεργάστηκαν με τους Οθωμανούς, και στη συνέχεια συστάθηκε ειδικό σώμα που θα δρούσε μ’ απόλυτη μυστικότητα και θα καταδίωκε τους «επικηρυγμένους» όπου και εάν βρίσκονταν.
Το σχέδιο εκτελέσεων έλαβε την ονομασία «Χαντούκ Κορτζ» (Ειδική Επιχείρηση) με πρωταγωνιστική τριανδρία τον Καρεκίν Παστερματζιάν ως επικεφαλής και τους Αγκόπ ντερ Αγκοπιάν και Ααρόν Σατσακλιάν ως υπεύθυνους οργάνωσης και χρηματοδότησης αντίστοιχα. «Αυτή τη φορά τα πρόβατα με ακονισμένα δόντια από την οδύνη, την απόγνωση και την αδικία θα κατασπάραζαν τους λύκους» γράφει χαρακτηριστικά η Έλενα Κιουρκτσή στο περιοδικό «Αρμενικά Χρονικά» (τ.84), τονίζοντας πως οι εκτελεστές είχαν ρητή εντολή να κινούνται έτσι ώστε να μην συλλαμβάνονται, αποφεύγοντας όσο το δυνατόν, τους άσκοπους θανάτους και τα χτυπήματα αθώων.
Η επιχείρηση εκδίκησης έλαβε την κωδική ονομασία «Νέμεσις» παραπέμποντας στο όνομα της αρχαίας ελληνικής θεότητας της θείας δίκης, με επτά Αρμενίους να αναλαμβάνουν το ρόλο του τιμωρού-εκτελεστή. Στις κορυφαίες θέσεις της λίστας εξόντωσης, βρίσκονταν τα ονόματα υψηλόβαθμων αξιωματούχων της κυβέρνησης των Νεοτούρκων, Αζέροι αξιωματούχοι αλλά και Αρμένιοι που χαρακτηρίστηκαν προδότες. Συνολικά 41 άτομα, που στο μεγαλύτερο μέρος τους είχαν καταδικαστεί ερήμην από τα Στρατιωτικά Δικαστήρια του Μουσταφά Κεμάλ, και ενώ είχαν κριθεί ένοχοι για τις μαζικές δολοφονίες, κυκλοφορούσαν ελεύθερα.
Γραμματόσημο του 2015 με τους πρωταγωνιστές της επιχείρησης «Νέμεσις»
Οι εκτελέσεις …
Ο πρωθυπουργός του Αζερμπαϊτζάν Φαταλί Χαν Χιουσκί, ήταν ο πρώτος που έπεσε νεκρός από τις σφαίρες της αρμενικής «Νέμεσις» και το χέρι του Αράμ Γεργκανιάν, στις 19/6/1920 στην Τιφλίδα της Γεωργίας. Ο Χιουσκί κατηγορήθηκε πως διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη σφαγή των Αρμενίων στο Μπακού το 1918. Κύριος στόχος των Αρμενίων ήταν η «τριανδρία» που τους αφάνισε την περίοδο του Α΄ Π.Π. Η αρχή έγινε με τον περιβόητο Ταλαάτ, που την εποχή της παντοδυναμίας του είχε φτάσει στο σημείο να ζητήσει από τον τότε πρέσβη των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη Χένρυ Μοργκεντχαου να μεσολαβήσει σε αμερικανικές ασφαλιστικές εταιρείες προκειμένου να εισπράξει τις «υπέρ των Αρμενίων» αποζημιώσεις των Ασφαλιστηρίων Ζωής, που πλήρωναν χιλιάδες θύματα που ο ίδιος εξόντωσε. Ο Αμερικανός διπλωμάτης, αρνήθηκε κάθε συνεργασία
Ο Ταλάτ Πασάς εντοπίστηκε από την αρμενική μυστική οργάνωση να ζει με τη σύζυγό του στο Βερολίνο. Την εκτέλεση είχε αναλάβει ο 25χρονος Σογομών Τεχλιριάν, που θεωρείται σήμερα Εθνικός Ήρωας στην Αρμενία. Ήταν 15/3/1921, στη συνοικία Σαρλότεμπουργκ του Βερολίνου. Ο τιμωρός – εκτελεστής Τεχλιριάν, που τον παρακολουθούσε στενά όλες τις προηγούμενες μέρες, διασταυρώνεται με τον Ταλαάτ στο κέντρο του δρόμου, τον προσπερνάει και με μια αστραπιαία κίνηση βγάζει το περίστροφο από την τσέπη του, γυρίζει και τον πυροβολεί στο ύψος του κεφαλιού. Ο θάνατος του Ταλαάτ ήταν ακαριαίος.
«Σκότωσα μα δεν είμαι δολοφόνος» δήλωσε Τεχλιριάν στη δίκη που ακολούθησε στο Βερολίνο, υποστηρίζοντας πως έβλεπε στον ύπνο τη μητέρα του, να του ζητά να πάρει εκδίκηση. Η δίκη συγκέντρωσε το παγκόσμιο ενδιαφέρον με τον 25χρονο Αρμένιο, να κρατάει καλά κρυμμένο το μυστικό της επιχείρησης «Νέμεσις» και να πείθει την έδρα πως ενήργησε από μια ακαταλόγιστη επιθυμία εκδίκησης για τον θάνατο των συγγενών του. Τρεις μήνες μετά, ο Τεχλιριάν αθωώνεται πανηγυρικά. Ο τύπος της εποχής χαρακτηρίζει την απόφαση του δικαστηρίου ως κίνηση – απάντηση της πολιτισμένης ανθρωπότητας απέναντι στο τερατώδες έγκλημα της Γενοκτονίας των Αρμενίων.
Ο Μεχμέτ Ταλαάτ Πασάς (δεξιά), υπουργός Εσωτερικών και στη συνέχεια Μέγας Βεζύρης (πρωθυπουργός) εκτελέστηκε στο Βερολίνο από τον Σογομών Τεχλιριάν, που θεωρείται σήμερα Εθνικός Ήρωας στην Αρμενία
Με τον ίδιο τρόπο θα εκτελεστεί στην Κωνσταντινούπολη, στις 18/7/1921, ο υπουργός Εσωτερικών του Αζερμπαϊτζάν Μπεχούντ Χαν Τζιβανσίρ, ως υπεύθυνο της σφαγής 20.000 Αρμενίων το 1918 στο Μπακού. Ο Αρμένιος τιμωρός Μισάκ Τορλακιάν αποτελειώνει το θύμα με χαριστική βολή, αλλά προσπαθώντας να διαφύγει συλλαμβάνεται από γαλλικό απόσπασμα. Κατά τη δίκη του, σε βρετανικό στρατιωτικό δικαστήριο, ο Τορλακιάν δείχνει στους δικαστές τις ουλές που έφερε στο σώμα, και τη σφαίρα που ήταν σφηνωμένη στο μηρό του, από τη σφαγή στο Μπακού. Τελικά κρίνεται ένοχος, χωρίς να του επιβληθεί ποινή λόγω ψυχικής διαταραχής τη στιγμή της εκτέλεσης, και απελαύνεται στην Ελλάδα από τις δυνάμεις κατοχής.
Στις 5/12/1921 εκτελείται στη Ρώμη, με τρόπο που θυμίζει σημερινή ταινία δράσης, ο αρχηγός των Νεότουρκων Σαϊτ Χαλίμ Πασάς. Κρεμασμένος στο μαρσπιέ της άμαξας που μετέφερε το θύμα, ο Αρσαβίρ Σιρακιάν του φέρει θανάσιμο πλήγμα με μία σφαίρα στο κεφάλι και διαφεύγει χωρίς να συλληφθεί. Τον Απρίλιο του 1922 στο Βερολίνο πάλι ο Σιρακιάν μαζί με τον Αράμ Γεργκανιάν, θα εξοντώσουν ταυτόχρονα τον δρ. Μπεχαεντίν Σακίρ, έναν από τους κυριότερους υπεύθυνους της γενοκτονίας και τον πρώην διοικητή της Τραπεζούντας, Τζεμάλ Αζμί. Ολόκληρη επιχείρηση στήθηκε το καλοκαίρι του 1922 από τους Αρμένιους τιμωρούς, για τον εντοπισμό και την εκτέλεση του πρώην υπουργού Ναυτικών, Τζεμάλ Πασά, μέλους της τριανδρίας των Νεότουρκων. Ο Τζεμάλ Πασά είχε καταφύγει στην Σοβιετική Ένωση και είχε αναλάβει σύμβουλος του νέου καθεστώτος.