Το κράτος των Σκοπίων, η «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας», ιδρύθηκε στις 2 Αυγούστου 1944 στο μοναστήρι Πρόχορ Πτσίνσκι κατά την πρώτη σύνοδο του «Αντιφασιστικού Συμβουλίου της Λαϊκής Απελευθέρωσης της Μακεδονίας» (ASNOM). Στο προεδρείο του ASNOM, υπερίσχυσαν τα πρόσωπα εκείνα που δεν διακρίνονταν για φιλογιουγκοσλαβικές τάσεις και προσήλωση στις κομμουνιστικές ιδέες, αλλά επιδίωκαν την κατοχύρωση της μέγιστης δυνατής ανεξαρτησίας της γιουγκοσλαβικής «Μακεδονίας» από τον Τίτο και επίσης την συνένωση των τριών τμημάτων της Μακεδονίας. Πρόεδρος ήταν ο Μετόντιγια – Αντόνοφ Τσέντο από το Πρίλεπ και αντιπρόεδροι ο Πάνκο Μπρασνάροφ και ο Εμμανουήλ Τσούτσκοφ.
Είχε προηγηθεί στις 29 Νοεμβρίου 1943, στο Γάιτσε της Βοσνίας , η Δεύτερη Σύνοδος της Αντιφασιστικής Συνέλευσης της «Λαϊκής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας», όπου αποφασίστηκε η ομοσπονδοποίηση της Γιουγκοσλαβίας και η ένταξη της «Μακεδονίας» σ’ αυτή.
Τον Οκτώβριο – Νοέμβριο του 1943, ιδρύθηκε το ΣΝΟΦ (Σλαβομακεδονικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο), με τη συγκατάθεση του Κ.Κ.Ε. σε Φλώρινα και Καστοριά. Το Κ.Κ.Ε. πίστευε ότι έτσι θα προσχωρήσουν στον ΕΛΑΣ οι σλαβόφωνοι που είχαν παρασυρθεί από τη βουλγαρική προπαγάνδα και είχαν ενταχθεί στη βουλγαρική οργάνωση Οχράνα.
Άμεσοι στόχοι του ΣΝΟΦ ήταν ο αφοπλισμός των σλαβόφωνων χωρικών που είχαν εξοπλιστεί από τους Βούλγαρους, η ένταξή τους στο ΣΝΟΦ και η καλλιέργεια «σλαβομακεδονικής» εθνικής συνείδησης με καταπολέμηση του φιλοβουλγαρισμού και του γραικομανισμού.
Τον Απρίλιο του 1945, ιδρύθηκε το ΝΟΦ (Λαϊκό Απελευθερωτικό Μέτωπο), ως «διάδοχος» του ΣΝΟΦ το οποίο δρούσε ανενόχλητο στην ελληνική Μακεδονία προπαγανδίζοντας τη συνένωση των τριών τμημάτων της Μακεδονίας στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας.
Με την έναρξη του ελληνικού εμφυλίου το 1946, το Κ.Κ.Ε είχε να αντιμετωπίσει την αλυτρωτική δράση του ΝΟΦ. Το ΚΚΕ είχε πλέον ανάγκη από τη βοήθεια της Γιουγκοσλαβίας και έπρεπε να εξομαλύνει τις σχέσεις του με το ΝΟΦ. Μετά από διαπραγματεύσεις, στις 14 Οκτωβρίου 1946 υπογράφτηκε ειδική συμφωνία μεταξύ ΚΚΕ και ΚΚ Γιουγκοσλαβίας, η οποία προέβλεπε την ένταξη των σλαβοφώνων στα αντάρτικα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού και τους κομματικούς μηχανισμούς του Κ.Κ.Ε.
Το Κ.Κ.Ε., σύμφωνα με τη σχετική απόφαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς του 1934, αναγνώριζε την ύπαρξη «σλαβομακεδονικού» έθνους, αλλά από το 1935 είχε εγκαταλείψει την παλιά του θέση για «Ενιαία και Ανεξάρτητη Μακεδονία» και υποστήριζε την ισοτιμία των μειονοτήτων μέσα στα όρια του ελληνικού κράτους.
Μετά τον πόλεμο ωστόσο, η γιουγκοσλαβική ηγεσία φαινόταν να αναμένει ότι ως αποτέλεσμα της νίκης του Δημοκρατικού Στρατού, το Κ.Κ.Ε. θα παραχωρούσε τμήματα της Δυτικής Μακεδονίας, στη Γιουγκοσλαβία.
Στους κόλπους του ΝΟΦ στο μεταξύ, υπήρχε μια άτυπη διάσπαση μεταξύ αυτών που ήταν υπό την επιρροή του Κ.Κ.Ε. και όσων στρέφονταν προς το ΚΚ Γιουγκοσλαβίας (Μιχάλης Κεραμιτζής, Ηλίας Δημάκης, Βαγγέλης Αγιάνης). Η φιλογιουγκοσλαβική πτέρυγα ελεγχόταν από τα Σκόπια και διακήρυττε ότι λύση του Μακεδονικού ζητήματος μπορεί να υπάρχει, μόνο όταν η ελληνική Μακεδονία ενωθεί με τη γιουγκοσλαβική «Μακεδονία», στο πλαίσιο της γιουγκοσλαβικής ομοσπονδίας.
Το Κ.Κ.Ε. προσπάθησε να διατηρήσει τον έλεγχο του ΝΟΦ στρέφοντας τη μια ομάδα εναντίον της άλλης. Καθώς όμως είχε ανάγκη να στρατολογήσει όσο το δυνατόν περισσότερους σλαβόφωνους στον Δημοκρατικού Στρατό, δεν μπόρεσε να εμποδίσει την αλυτρωτική προπαγάνδα των φιλογιουγκοσλαβικών στοιχείων του ΝΟΦ στους σλαβόφωνους.
Η Τρίτη Ολομέλεια του Κ.Κ.Ε., που συνήλθε τον Σεπτέμβριο του 1947 στο Βελιγράδι, αποφάσισε την αύξηση του αριθμού των ανταρτών από 25.000 σε 60.000 με στόχο την κατάληψη της Θεσσαλονίκης και την «απελευθέρωση» της Βόρειας Ελλάδας («Σχέδιο Λίμνες»). Αμέσως μετά την Τρίτη Ολομέλεια, συγκροτήθηκε η «Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση» (ΠΔΚ) των ανταρτών. Στόχος ήταν αυτή να εγκατασταθεί στην Κόνιτσα.
Στην καθοριστικής σημασίας μάχη όμως για την κατάληψη της Κόνιτσας (24 Δεκεμβρίου 1947-6 Ιανουαρίου 1948), οι αντάρτες ηττήθηκαν από τις δυνάμεις του Εθνικού Στρατού και της Χωροφυλακής. Το Κ.Κ.Ε. τέθηκε τότε εκτός νόμου.
Τον Μάρτιο του 1948 η ΠΔΚ, ανακοίνωσε την απόφασή της για αποστολή παιδιών στις ανατολικές χώρες. Η οργάνωση των αποστολών είχε ξεκινήσει νωρίτερα, μετά από απόφαση του Κ.Κ.Ε. Πρόκειται για το λεγόμενο «παιδομάζωμα». Το Κ.Κ.Ε. ισχυριζόταν ότι οι γονείς έδιναν εθελοντικά τα παιδιά τους και πως στόχος της επιχειρήσης ήταν η σωτηρία των παιδιών από τα δεινά του πολέμου.
Αυτό όμως ήταν τελείως προσχηματικό. Λόγω των δυσμενών γι’ αυτό εξελίξεων στην εμφύλια σύρραξη και την ανάγκη ύπαρξης εφεδρειών, περισσότερα από 20.000 παιδιά ηλικίας 5-13 ετών (άλλες πηγές ανεβάζουν τον αριθμό τους σε 25.000-28.000), μεταφέρθηκαν βίαια στις ανατολικές χώρες. Έτσι, οι γονείς τους απαλλαγμένοι από τη φροντίδα των παιδιών τους, θα μπορούσαν να ενταχθούν απρόσκοπτα στον Δημοκρατικό Στρατό.
Η στράτευση των γυναικών ήταν πλέον επιβεβλημένη.
Οι γυναίκες θα συμμετείχαν στην κατασκευή καταφυγίων και χαρακωμάτων, στη μεταφορά πυρομαχικών και την περίθαλψη των τραυματιών. Την άνοιξη του 1949, οι γυναίκες αποτελούσαν το 30% των μάχιμων και το 70% των βοηθητικών του ΔΣΕ.
Όσο για τα παιδιά-θύματα του «παιδομαζώματος»;
Πολλά χάθηκαν κατά τη «μεταφορά» τους στις ανατολικές χώρες. Άλλα εκπαιδεύονταν για να σταλούν στην Ελλάδα και να ενταχθούν στον Δημοκρατικό Στρατό. Πρόσφατες έρευνες ιστορικών στα Σκόπια και την Πολωνία, έδειξαν ότι το 1948-1949 τουλάχιστον 2.000 παιδιά στάλθηκαν από τις ανατολικές χώρες στο μέτωπο για να πολεμήσουν με τον ΔΣΕ.
Τον Σεπτέμβριο του 1947 στο μεταξύ, το ΚΚΕ δεν έγινε δεκτό στην ΚΟΜΙΝΦΟΡΜ (συνέχεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς), ενώ η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση των ανταρτών δεν αναγνωρίστηκε από τα κομμουνιστικά κράτη (Δεκέμβριος 1947).
Μετά την ήττα στην Κόνιτσα, ο Μάρκος Βαφειάδης υποστήριξε ότι ο ΔΣΕ έπρεπε να περιοριστεί απλά σε ανταρτοπόλεμο και να περιμένει εξωτερική βοήθεια. Αυτή ήταν η κύρια αιτία της διένεξης του Βαφειάδη με τον Νίκο Ζαχαριάδη.
Τα γεγονότα μετά το 1948
Ήδη από τις αρχές του 1948 οι σχέσεις ΕΣΣΔ – Γιουγκοσλαβίας είχαν διαταραχθεί. Η κρίση κορυφώθηκε με την αποπομπή της Γιουγκοσλαβίας από την Κομινφόρμ στις 28 Ιουνίου 1948. Κύρια αιτία της ρήξης ήταν η πολιτική ηγεμονισμού του Τίτο στα Βαλκάνια.
Οι Η.Π.Α. φοβούμενες σοβιετική επίθεση στη Γιουγκοσλαβία, πίεζαν την Ελλάδα να εξομαλύνει τις σχέσεις της με τον Τίτο, ώστε να παρασχεθεί βοήθεια στη Γιουγκοσλαβία μέσω Θεσσαλονίκης αν υπήρχε κίνδυνος.
Το 1951 οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις εξομαλύνθηκαν και το 1953-1554 συγκροτήθηκε μια νέα «Βαλκανική Συμμαχία» μεταξύ Ελλάδα, Τουρκίας και Γιουγκοσλαβίας.
Η Γιουγκοσλαβία μετά το 1949 εγκατέλειψε την επεκτατική πολιτική, αλλά επέμενε στην ύπαρξη «μακεδονικής μειονότητας» στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Περίπου 20.000 σλαβόφωνοι χωρικοί κατέφυγαν μεταξύ 1944-1949 στη Γιουγκοσλαβία.
Άλλοι επειδή είχαν προσχωρήσει στο ΣΝΟΦ και το ΝΟΦ και φοβούνταν αντίποινα από τις ελληνικές αρχές, άλλοι για λόγους ασφαλείας λόγω των συνθηκών που επικρατούσαν στη Μακεδονία κατά την περίοδο του εμφυλίου και άλλοι λόγω της τρομοκρατίας και της πίεσης που ασκούσε η ομάδα του Μιχάλη Κεραμιτζή. Όπως γράφει ο Σπυρίδων Σφέτας:
«Οργανωμένο κυβερνητικό ελληνικό σχέδιο για την εκδίωξη των σλαβοφώνων δεν υπήρξε, σε αντίθεση με ό ,τι είχε διαπράξει η Τσεχοσλοβακία με τους Σουδήτες ή η Γιουγκοσλαβία με τους Γερμανούς της Βοϊβοδίνας».
Οι περισσότεροι πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα Σκόπια, το Μοναστήρι, το Τίτο Βέλες, το Πρίλεπ, το Κοτσάνι και το Στιπ. Από αυτούς, συμπαγή σλαβομακεδονική συνείδηση είχαν όσοι είχαν στρατολογηθεί στον Δημοκρατικό Στρατό και το ΝΟΦ. Η ρήξη του Τίτο με τον Στάλιν προκάλεσε ρήγμα και στους σλαβόφωνους πρόσφυγες. Ορισμένοι εγκαταστάθηκαν σε άλλες ανατολικές χώρες (Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Βουλγαρία). Το 1950-51, περίπου 3.000 εξέφρασαν την επιθυμία να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Όμως οι ελληνικές προξενικές αρχές στα Σκόπια ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικές και εξέταζαν το κάθε αίτημα ξεχωριστά.
Στις 16 Μαΐου 1950 και ενώ οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις βρίσκονταν σε φάση εξομάλυνσης, ο υπουργός Εξωτερικών της Γιουγκοσλαβίας Καρντέλι, ανέφερε στη Βουλή, ότι υπάρχει ζήτημα «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα που πρέπει να λυθεί. Η κυβέρνηση Πλαστήρα, εξέφρασε την έντονη ενόχλησή της και ο Τίτο αναγκάστηκε να δώσει εξηγήσεις στον Βρετανό πρεσβευτή στο Βελιγράδι Charls Peak (12/8/1950). Οι εξηγήσεις καθησύχασαν την ελληνική πλευρά και οι στα τέλη του 1950- αρχές 1951, οι σχέσεις Ελλάδας-Γιουγκοσλαβίας εξομαλύνθηκαν.
Το 1953, η ελληνική κυβέρνηση ψήφισε νόμο, με τον οποίο εγκαταστάθηκαν νέοι κάτοικοι στις περιοχές που είχαν εγκαταλείψει οι σλαβόφωνοι πρόσφυγες. Οι γιουγκοσλαβικές αντιδράσεις ήταν χλιαρές. Το 1954, ο Τίτο επισκέφτηκε πανηγυρικά την Αθήνα και κατόπιν υπογράφτηκε η τελική «συνθήκη συμμαχίας, πολιτικής συνεργασίας και αμοιβαίας βοήθειας μεταξύ Ελλάδας, Γιουγκοσλαβίας και Τουρκίας». Η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση διέταξε τότε τη διάλυση του συλλόγου των «Αιγαιατών προσφύγων» στα Σκόπια και το σταμάτημα της έκδοσης του περιοδικού τους «Η φωνή των Αιγαιατών», το οποίο στρεφόταν εναντίον της Ελλάδας.
Με την επαναπροσέγγιση ΕΣΣΔ-Γιουγκοσλαβίας το 1955-1956, πάνω από 3.000 σλαβόφωνοι πρόσφυγες που είχαν ακολουθήσει την ηγεσία του ΔΣΕ στις ανατολικές χώρες, εγκαταστάθηκαν στα Σκόπια και τοποθετήθηκαν σε καίριες κρατικές θέσεις. Η κυβέρνηση Καραμανλή αντέδρασε, αλλά δεν επιθυμούσε να οξύνει την κατάσταση, καθώς είχε ανάγκη τη στήριξη της Γιουγκοσλαβίας στο Κυπριακό. Στις 18 Ιουνίου 1959, υπογράφτηκαν μεταξύ των δύο χωρών 12 συμφωνίες, με σημαντικότερη εκείνη τη μεθοριακή επικοινωνία. Καθοριζόταν με ζώνη βάθους περίπου 10 χιλιομέτρων από τις δύο πλευρές, συμπεριλαμβανόμενων των πόλεων Φλώρινα και Μοναστήρι (Μπίτολα), όπου επιτρεπόταν η ελεύθερη επικοινωνία των κατοίκων.
Επιτρεπόταν η ελεύθερη εισαγωγή και πώληση ορισμένων προϊόντων, η ελεύθερη άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος και η καλλιέργεια κτημάτων στην άλλη πλευρά των συνόρων, εφόσον οι δικαιούχοι τους μπορούσαν ν’ αποδείξουν την κυριότητά τους μέχρι το 1939.
Τα συνοριακά δελτία εκδίδονταν στις επίσημες γλώσσες των δύο χώρων, δίχως αυτές να κατονομάζονται.
Η συμφωνία καταστρατηγήθηκε από τις γιουγκοσλαβικές αρχές, καθώς πολίτες της «Ομόσπονδης Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας» αλλά και σλαβόφωνοι πρόσφυγες πήγαιναν στην Δυτική Μακεδονία, έκαναν προπαγάνδα και συγκέντρωναν υλικό για την ιστορία των χωριών της περιοχής κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του εμφυλίου. Από την ελληνική πλευρά, σε ορισμένα χωριά της Δυτικής Μακεδονίας, με πρωτοβουλία των τοπικών αρχών, έγιναν τελετές ορκωμοσίας κατοίκων ενώπιον Θεού και ανθρώπων, ότι δεν θα ξαναμιλήσουν το σλαβικό γλωσσικό ιδίωμα.
Στις 14 Νοεμβρίου 1961 ο πρωθυπουργός των Σκοπίων Αλεξάνταρ Γκρλίτσκοφ, μίλησε για μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης που είχαν στόχο τον αφανισμό της «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα. Η χώρα μας αντέδρασε με τη μονομερή αναστολή της εφαρμογής της συμφωνίας (τέλη του 1961).
Τον Δεκέμβριο του 1962, υπογράφτηκε κοινή δήλωση μεταξύ των ΥΠΕΞ των δύο χωρών Ευάγγελου Αβέρωφ-Τοσίτσα και Κότσα Πόποβιτς, γνωστή ως «συμφωνία κυρίων Αβέρωφ-Πόποβιτς», σύμφωνα με την οποία πρέπει να αποφεύγεται κάθε δραστηριότητα και εκδήλωση που θα μπορούσε να διαταράξει τις διμερείς σχέσεις.
Η κρίση ξεπεράστηκε και η διμερής συνεργασία συνεχίστηκε. Το 1964, λόγω της όξυνσης του Κυπριακού, η κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου έκανε κάποιες παραχωρήσεις προς τη Γιουγκοσλαβία για να εξασφαλίσει τη συμπαράστασή της στο Κυπριακό.
Το διδακτορικό καθεστώς της 21ης Απριλίου λόγω του Μακεδονικού, τήρησε σκληρή στάση εναντίον της Γιουγκοσλαβίας. Τον Ιούλιο του 1967 εκδόθηκε από το υπουργικό συμβούλιο συντακτική πράξη που προέβλεπε τη στέρηση της ελληνικής ιθαγένειας και τη δήμευση των περιουσιών των αντεθνικώς δρώντων.
Αυτό αφορούσε ουσιαστικά όσους είχαν στρατευθεί στο ΣΝΟΦ, το ΝΟΦ και τον ΔΣΕ και μεταπολεμικά ζούσαν στο εξωτερικό (Γιουγκοσλαβία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Πολωνία) ή πρόσφυγες που πολιτογραφήθηκαν «Μακεδόνες» στα Σκόπια και ανέπτυσσαν ανθελληνική προπαγάνδα.
Τον Ιούλιο του 1967, ιδρύθηκε στα Σκόπια η «Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία» και στη συνέχεια η «Μακεδονική Ακαδημία Επιστημών και Τεχνών» ενώ το 1970 άρχισε να λειτουργεί ο ραδιοφωνικός σταθμός των Σκοπίων με καθημερινές εκπομπές στην ελληνική γλώσσα και ανθελληνικό περιεχόμενο.
Τον Ιανουάριο του 1971, εξερράγη αυτοσχέδια βόμβα στο κτίριο του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στα Σκόπια πιθανότατα από άτομα του «μακεδονικού λόμπι». Η ελληνική κυβέρνηση ζήτησε τη λήψη περισσότερων προστατευτικών μέτρων και τη σύλληψη των δραστών. Στις 8 και 9 Σεπτεμβρίου 1971, μετά από πρόσκληση του Γιουγκοσλάβου ΥΠΕΞ Τεπάβατς, ο υφυπουργός Εξωτερικών Χρήστος Ξανθόπουλος-Παλαμάς, επισκέφθηκε επίσημα το Βελιγράδι. Ήταν η μοναδική επίσκεψη κυβερνητικού στελέχους στη Γιουγκοσλαβία, στα χρόνια της δικτατορίας.
Όταν ο Τεπάβατς ζήτησε να αναγνωρίσει η Ελλάδα την ύπαρξη «μακεδονικού έθνους» για να βελτιωθούν οι διμερείς σχέσεις, ο Ξανθόπουλος-Παλαμάς απάντησε:
«… Στη Βόρεια Ελλάδα υπάρχουν μονάχα Έλληνες, μερικοί από τους οποίους μιλούν σλαβική διάλεκτο. Κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτοί οι κάτοικοι της Βόρειας Ελλάδας, οι οποίοι δεν αισθάνονταν Έλληνες αναχώρησαν για τη Βουλγαρία. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής και του εμφυλίου, πραγματοποιήθηκε νέα μετακίνηση του πληθυσμού από τη Βόρεια Ελλάδα και τώρα εκεί παρέμειναν κάτοικοι με ελληνική συνείδηση».
Οι ελληνογιουγκοσλαβικές συνομιλίες τερματίστηκαν λόγω του μακεδονικού το 1973. Ο τότε αναπληρωτής ΥΠΕΞ Φαίδων Άννινος Καβαλιεράτος, δήλωσε:
«… Το επαρχιακόν στοιχείον… είναι ότι δημιουργείται εν Γιουγκοσλαβία μια τεχνητή εθνότης περί της οποίας π.χ. προ 50 ετών ουδείς εγένετο λόγος».
Κατά τη μεταπολίτευση, η κυβέρνηση Κων/νου Καραμανλή, υπέγραψε μια σειρά από συμφωνίες με τη Γιουγκοσλαβία. Ο Γιουγκοσλάβος πρωθυπουργός Τζεμάλ Μπίγιεντιτς έθεσε στον Κ. Καραμανλή κατά τη διάρκεια επίσκεψης του τελευταίου στη Λιουμπλιάνα (Ιούνιος 1975) το ζήτημα της «μακεδονικής» μειονότητας στην Ελλάδα.
Ο Καραμανλής αρνήθηκε κάθε συζήτηση. Στις 10-13 Μαΐου 1976, ο Τίτο επισκέφθηκε την Αθήνα συνοδευόμενος από τον πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της «Μακεδονίας» Μπόρις Ποπόφ και δήλωσε: «Θα είμαι ειλικρινής. Το θέμα το Μακεδονικό αποτελεί κάποιο εμπόδιο. Εμείς δεν έχουμε εδαφικές βλέψεις… Το γνωρίζω: δεν πρέπει να σας προσθέσω περισσότερα προβλήματα στα τόσα που έχετε…».
Τέλος, στην επίσκεψή του στο Βελιγράδι (16-20 Μαρτίου 1979) ο Κ. Καραμανλής δήλωσε:
«Εμείς δεν δεχόμαστε την ύπαρξη μειονότητας. Οι δίγλωσσοι έχουν ελληνική εθνική συνείδηση. Είχαμε εμφύλιο πόλεμο. Ένας μεγάλος αριθμός απ’ αυτούς πήγε στα Σκόπια και δημιουργεί κατά καιρούς προβλήματα. Δεν θεωρώ σκόπιμο να τίθεται το θέμα. Προσέχω τόσο πολύ το θέμα της διαφυλάξεως των σχέσεων των δύο χωρών, ώστε, όταν προκαλούμαι από δηλώσεις των Σκοπίων, δεν αντιδρώ δημόσια γιατί ακριβώς δεν θέλω να έχουμε αρνητικές επιδράσεις στις σχέσεις μας… Αλλά αυτό το θέμα μπορεί να βλάψει γιατί δημιουργεί αντιδράσεις στην Ελλάδα…».
Το δραματικό τέλος της λεγόμενης «κροατικής άνοιξης» (Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1971) και το νέο Σύνταγμα της Γιουγκοσλαβίας (1974) που μετέτρεπε τη χώρα σε υβρίδιο μεταξύ ομοσπονδίας και συνομοσπονδίας προοιωνίζονταν την μελλοντική διάλυση της χώρας. Καθώς τη δεκαετία του ’80 δεν είχαμε κάποιες θεαματικές αλλαγές στις ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις, η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας το 1991 και η ανεξαρτητοποίηση του κράτους των Σκοπίων δημιούργησαν μία νέα κατάσταση την οποία βιώνουμε μέχρι σήμερα.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές, η ιστορία του Μακεδονικού ζητήματος από το 1943 ως το 1991. Καμία ελληνική κυβέρνηση μετά τη λήξη του εμφυλίου δεν τόλμησε να προχωρήσει στην οριστική λύση του ζητήματος αλλά το άφηνε να σέρνεται… Οι Σκοπιανοί συνέχιζαν ωστόσο τη δραστηριότητα τους ανενόχλητοι στο εξωτερικό δημιουργώντας τετελεσμένα τα οποία κάποια στιγμή κληθήκαμε να αντιμετωπίσουμε, αιφνιδιασμένοι για μία ακόμη φορά…
Βασική πηγή μας για το άρθρο αυτό, ήταν το κεφάλαιο ΣΕΡΒΙΑ ΚΑΙ ΓΙΟΥΓΚΟΣΛΑΒΙΑ-ΕΛΛΑΔΑ, του Σπυρίδωνα Σφέτα, από το βιβλίο «ΒΑΛΚΑΝΙΑ 1913-2011- Εκατό Χρόνια Θύελλες και Χίμαιρες», ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ-ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Αδελφών Κυριακίδη α.ε., Θεσσαλονίκη 2012.