grylos-aggouridakis

Η κορύφωση του Εθνικού Διχασμού – Η Δίκη των Έξι

Γράφει ο Ιωάννης Β. Δασκαρόλης

 

Δύο διαφορετικές νοοτροπίες πολιτικής, δύο διαφορετικά εθνικιστικά περιεχόμενα της Μεγάλης Ιδέας, δύο παρατάξεις που αλληλοκατηγορούνταν ως «προδοτικές». Και μια δίκη με ειδικό πολιτικό βάρος, καθώς οι Έξι δεν χρησίμευσαν μόνο ως εξιλαστήρια θύματα, αλλά και για να χρεώσουν συμβολικά όλες τις ευθύνες της Μικρασιατικής Καταστροφής στην αντιβενιζελική παράταξη. Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος φωτίζει μια πολύ δύσκολη περίοδο της νεότερης ελληνικής ιστορίας.

Το νέο βιβλίο του καθηγητή Θανάση Διαμαντόπουλου με αφορμή τα 100 έτη από την Μικρασιατική Καταστροφή, χωρίζεται σε αδρές γραμμές σε τρεις ενότητες. Η πρώτη αποτελεί μια ανατομία του Εθνικού Διχασμού του 1915, η δεύτερη αφορά μια κριτική ανάλυση της Δίκης των Έξι. Η τρίτη ενότητα ξεδιπλώνει τις επιβιώσεις του Εθνικού Διχασμού στα κατοπινά χρόνια του Μεσοπολέμου με τα γνωστά καταστροφικά αποτελέσματα. Έτσι, η οδυνηρή αυτή επέτειος των 100 ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή είναι μάλλον η αφορμή για τον συγγραφέα και όχι η αιτία, αφού τελικά κατάφερε να μας δώσει ένα συνολικό περίγραμμα όλη της 20ετίας του διπλού διχασμού.
Για τον Εθνικό Διχασμό, η ανάλυση του Διαμαντόπουλου είναι πλήρης, καλύπτει ικανοποιητικά όλες τις πτυχές του και ανατέμνει την περίοδο με νηφαλιότητα και αντικειμενικότητα, προτερήματα που δεν συναντιούνται συχνά στους ιστορικούς που κατά καιρούς έχουν ασχοληθεί. Το υλικό και οι θέσεις του είναι επαρκώς ιστοριογραφικά τεκμηριωμένα. Ωστόσο ο συγγραφέας δεν αναλώνεται τόσο στην περιγραφή των δραματικών γεγονότων, αλλά εμβαθύνει στο υπόστρωμα των αντιθέσεων μεταξύ των δύο κόσμων: δύο διαφορετικές νοοτροπίες πολιτικής, δύο διαφορετικά εθνικιστικά περιεχόμενα της Μεγάλης Ιδέας, δύο παρατάξεις που αλληλοκατηγορούνταν ως «προδοτικές».

Τη Δίκη των Έξι ο Διαμαντόπουλος την καταλαβαίνει, όπως ήταν άλλωστε, ως ένα ενδιάμεσο σκαλοπάτι στην κλίμακα του εικοσαετούς Εθνικού Διχασμού. Αποδομεί με σαφήνεια και με πλούσια επιχειρηματολογία το κατηγορητήριο αλλά και όλη τη διαδικασία της δίκης, που ουσιαστικά ήταν ένας ενδικοφανής φόνος. Εντοπίζει με ακρίβεια το πολιτικό παρασκήνιο και τις σκοπιμότητες που εξυπηρετούσε και, τελικά, περιγράφει με λεπτομέρεια όλους τους συντελεστές μιας πρωτοφανούς εξέλιξης που ρίχνει τη σκιά της στην πολιτική ζωή της χώρας ώς τις μέρες μας. Άλλωστε, η ίδια η δίκη είχε ένα ειδικό πολιτικό βάρος, καθώς οι Έξι δεν χρησίμευσαν μόνο ως εξιλαστήρια θύματα, αλλά και για να χρεώσουν συμβολικά όλες τις ευθύνες της Μικρασιατικής Καταστροφής στην αντιβενιζελική παράταξη.

Κάποιοι ακόμη λένε «τι σημασία έχουν έξι νεκροί μπροστά στις εκατοντάδες χιλιάδες που σκοτώθηκαν στη Μικρά Ασία;». Η απάντηση είναι μάλλον αυτονόητη και διαφαίνεται από τις τοποθετήσεις του συγγραφέα. Μια κοινωνία χωρίς νομικό πολιτισμό ακυρώνει στην ουσία τους λόγους σύστασής της: όταν το κράτος δικαίου σιωπά ακόμη και για τον τελευταίο του πολίτη παύει να έχει λόγο ύπαρξης. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για την Ελλάδα που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η γλωσσική και νομική της συνέχεια, κατευθείαν από τους Αρχαίους Έλληνες μέσω του Βυζαντίου.

Μακρύς διχασμός

Η συνέχεια της διήγησης του Διαμαντόπουλου είναι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα, καθώς ερευνά και αποσαφηνίζει τις πολιτικές και τις κοινωνικές προεκτάσεις της εκτέλεσης των Έξι σε όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου, μέχρι τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Και πράγματι, ο Εθνικός Διχασμός του 1915 παρέμεινε στην επικαιρότητα της πολιτικής της εποχής, διαχωρίζοντας τις δύο αντίπαλες παρατάξεις, διχοτομώντας το πολιτικό προσωπικό και εμποδίζοντας τη χώρα να προοδεύσει και να επουλώσει τα πολιτικά τραύματα του πρόσφατου παρελθόντος.

Νομίζω ότι το πλέον σημαντικό πλεονέκτημα του βιβλίου είναι το ύφος και το ξεδίπλωμα της επιχειρηματολογίας του συγγραφέα. Συνήθως, τα ιστορικά βιβλία που αφορούν την περίοδο, με εξαίρεση την εργασία του Δαφνή, έχουν ξηρό ύφος, είναι παραφορτωμένα με ημερομηνίες και γεγονότα και, ακριβώς γιατί έχουν το άγχος να τα πουν όλα, τελικά δεν διαβάζονται τουλάχιστον ευχάριστα, αν διαβάζονται καν. Ο Διαμαντόπουλος καταφέρνει με ένα παιγνιώδες γλωσσικό ύφος να μας παρασύρει σε ένα γοητευτικό ανάγνωσμα που συμπυκνώνει δυόμιση δεκαετίες ελληνικής ιστορίας σε μερικές χιλιάδες λέξεις, επίτευγμα καθόλου ευκαταφρόνητο. Δεν καταδικάζει, δεν καταγγέλλει, δεν φωνασκεί, δεν φανατίζει, αλλά ερευνά, δικαιολογεί, φρονηματίζει και τελικά φτιάχνει μια ιστορική αποτίμηση χωρίς τα, δυστυχώς, συνηθισμένα απλουστευτικά δίπολα: καλούς – κακούς, Άγγελους – Δαίμονες, πατριώτες – προδότες. Αυτός είναι ο ρόλος του επιστήμονα: να μη δημιουργεί νέους ιστοριογραφικούς μύθους, αλλά να αποδομεί τους υπάρχοντες, όσο ισχυροί και ριζωμένοι και αν είναι στην κοινή συνείδηση όλων.

Επίσης, ο Διαμαντόπουλος έχει κάτι άλλο που με άγγιξε πολύ σαν αναγνώστη και δεν το έχω συναντήσει ξανά ώς τώρα σε όσα σχετικά βιβλία έχω διαβάσει: σέβεται ανυπόκριτα και τις δύο παρατάξεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο ίδιος δεν έχει άποψη ή ότι δικαιολογεί τις κακίες και τις αδυναμίες τους, τις οποίες άλλωστε εντοπίζει λεπτομερώς και στους δύο αντίπαλους κόσμους. Δείχνει όμως μια κατανόηση στην ανθρώπινη αδυναμία, μια συμπόνια σε αυτούς που παρασύρθηκαν, λάθεψαν, φανατίστηκαν, επισημαίνει με διακριτικότητα τα λάθη για να μην επαναληφθούν, όχι με ψευτοδασκαλίστικο ύφος, αλλά με ωριμότητα και σοβαρότητα. Και μόνο γι’ αυτή του την εποικοδομητική στάση, το νέο βιβλίο του κατέχει περίοπτη θέση στη σχετική βιβλιογραφία, ως μίτος και βοήθημα για την ορθή κατανόηση των χαρακτηριστικών του κεκαλυμμένου αυτού εμφυλίου πριν τον εμφύλιο.

Εν κατακλείδι, το νέο βιβλίο του Θανάση Διαμαντόπουλου αποτέλεσε ευχάριστη έκπληξη γιατί κατάφερε ένα πολυσύνθετο και με πολλές διαστάσεις ζήτημα να το απλοποιήσει χωρίς εκπτώσεις στο περιεχόμενό του και να το ερμηνεύσει με κατανοητό και εύστοχο τρόπο. Το βιβλίο είναι περισσότερο πολιτικό – κοινωνικό και λιγότερο ιστορικό, αλλά πιστεύω ότι ακόμη και ο πλέον ενημερωμένος ιστορικός δεν θα του βρει ιστοριοδιφικό ψεγάδι.

Πρώτη δημοσίευση: https://booksjournal.gr/kritikes/istoria/3946

 

 

ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΑΡΘΡΑ
Click to Hide Advanced Floating Content