15 Ιουνίου 1994 έγραφε το ημερολόγιο όταν έφυγε από τη ζωή ο σπουδαίος Μάνος Χατζιδάκις. Η πορεία του και η διαδρομή του στη μουσική γεμάτη «περγαμηνές», η απλότητά του παροιμιώδης. Τον αποκαλούν τη μεγαλύτερη μουσική ιδιοφυΐα της Ελλάδας.
Το σημαντικό έργο του Μάνου Χατζιδάκη αποτελεί την πλούσια κληρονομιά του, ενώ οι άγνωστες πτυχές στη ζωή και την λαμπρή καριέρα του είναι πολλές.
Μία από τις στιγμές που έγραψαν ιστορία ήταν όταν κέρδισε το Όσκαρ, ένα Όσκαρ που ποτέ δεν επιθύμησε, ενώ έφτασε στο σημείο να το πετάξει στα σκουπίδια.
Ο Χατζιδάκις θεωρούσε ότι αυτό το Όσκαρ του στερούσε τη δυνατότητα να διαμορφώσει ο ίδιος τη σχέση του με το ακροατήριό του. “Για μένα το Όσκαρ δεν αποτελεί στεφάνωμα μιας σταδιοδρομίας αλλά το αληθινό μου ξεκίνημα” είχε δηλώσει ενώ σημείωνε ότι “μπορεί ένα απλό τραγούδι να μου έφερε το Όσκαρ. Οι φιλοδοξίες μου όμως και οι υποχρεώσεις μου δεν σταματούν σε αυτό…”, έλεγε. Κι όμως αυτό ήταν μόλις το δεύτερο Όσκαρ για την Ελλάδα, δεκαπέντε χρόνια μετά τη βράβευση της Κατίνας Παξινού στον Β’ Γυναικείο Ρόλο για την ερμηνεία της στην ταινία “Για Ποιον Χτυπά η Καμπάνα”.
Στο κείμενο που δημοσιεύεται στο επίσημο site του με τίτλο “Η Ρωμαϊκή Αγορά έτσι όπως γέννησε τα τραγούδια μου”, το 1981, μεταξύ άλλων είχε γράψει: “Και το επίσημο κράτος με γιόρτασε για το Όσκαρ που πήρα ερήμην μου και έξω απ’ τα δικά μου σχέδια. Πάλεψα χρόνια για ν’ αφαιρέσω αυτό τον “τίτλο τιμής” από την πλάτη μου…”.
Πάντως, το 1961 καλεσμένος στη ραδιοφωνική εκπομπή του Αχιλλέα Μαμάκη μίλησε για τη βράβευσή του και είπε ότι “είμαι αληθινά συγκινημένος για την ξεχωριστή τιμή που μου έγινε να μου δοθεί το βραβείο Όσκαρ για το τραγούδι μου ‘Τα Παιδιά του Πειραιά’. Ευχαριστώ τον τόπο μου γιατί με ενέπνευσε. Αγάπησε όχι αυτό το τραγούδι μου μονάχα, αλλά όλα μου τα τραγούδια”.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, o Μάνος Χατζιδάκις πέταξε το Όσκαρ στα σκουπίδια και εκεί το βρήκε η οικιακή βοηθός που το έδωσε στην αδερφή του, Μιράντα. Εκείνη πήρε το χρυσό αγαλματίδιο στο δικό της σπίτι και το επέστρεψε έναν χρόνο μετά τον θάνατό του. Λέγεται ότι βρέθηκε σε βιτρίνα, με την πλάτη γυρισμένη στον θεατή δίπλα σε έναν Καραγκιόζη.
Παγοπώλης και φορτοεκφορτωτής
Γυρίζοντας τον χρόνο πίσω, στα δύσκολα και ταραγμένα χρόνια της Κατοχής και της απελευθέρωσης, ο Μάνος Χατζιδάκις εργάστηκε ως φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι του Πειραιά, παγοπώλης στο εργοστάσιο του Φιξ, υπάλληλος στο φωτογραφείο του Μεγαλοοικονόμου, βοηθός νοσοκόμος στο 401 Στρατιωτικό Νοσοκομείο.
Ταυτόχρονα, άρχισε να κάνει ανώτερα θεωρητικά μαθήματα μουσικής με τον Μενέλαο Παλλάντιο και σπουδές Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, τις οποίες δεν ολοκλήρωσε ποτέ.
Την εποχή εκείνη γνωρίζεται με καλλιτέχνες και διανοούμενους (Γκάτσος, Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Σικελιανός) της γενιάς του μεσοπολέμου, οι οποίοι θα συμβάλλουν ουσιαστικά στη διαμόρφωση των προσανατολισμών και της σκέψης του. Ο Νίκος Γκάτσος, με τον οποίο γνωρίστηκε το 1943, θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του, ο μεγάλος δάσκαλος και ο ακριβός του φίλος.
Η γνωριμία με τον Κουν
Η πρώτη του εμφάνιση στα μουσικά πράγματα της χώρας γίνεται το 1944 με τον «Τελευταίο Ασπροκόρακα» του Αλέξη Σολωμού στο Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν.
Η γόνιμη συνεργασία του με το Θέατρο Τέχνης θα διαρκέσει 15 χρόνια, με μουσικές για παραστάσεις όπως: «Γυάλινος Κόσμος» (1946), «Αντιγόνη» (1947), «Ματωμένος Γάμος» (1948), «Λεωφορείον ο Πόθος» (1948), «Ο θάνατος του Εμποράκου» (1949) κ.ά.
Εν τω μεταξύ, το 1949 με μια διάλεξη του για το ρεμπέτικο τραγούδι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στη συντηρητική ελληνική αστική κοινωνία.
Από το 1950 αρχίζει να γράφει μουσική για αρχαίες τραγωδίες και κωμωδίες. Ο Μάνος Χατζιδάκις έχει «ντύσει» μουσικά την Ορέστεια, τη Μήδεια, τις Βάκχες, τις Εκκλησιάζουσες, τη Λυσιστράτη, τον Πλούτο, τις Θεσμοφοριάζουσες, τους Βατράχους και τις Όρνιθες.
Το 1959 παρουσιάζει στο αθηναϊκό κοινό τον Μίκη Θεοδωράκη, ενορχηστρώνοντας και ηχογραφώντας ο ίδιος το έργο του «Επιτάφιος» με τη Νάνα Μούσχουρη.
Χατζιδάκις και σινεμά
Μεγάλο κεφάλαιο αποτελούν και οι μουσικές που συνέθεσε για σπουδαίες ταινίες του ελληνικού και του διεθνούς κινηματογράφου. Αναφέρουμε ενδεικτικά την «Κάλπικη Λίρα» (Γ. Τζαβέλλα 1954), τη «Στέλλα» (Μ. Κακογιάννη, 1955), το «Δράκο» (Ν. Κούνδουρου, 1956), το «America-America» (Ελ. Καζάν, 1962), «Sweet Movie» (Ντ. Μακαβέγιεφ, 1974), κ.ά.
Ωστόσο, η μουσική του για τον ελληνικό κινηματογράφο και μια σειρά ελαφρών τραγουδιών τού χαρίζει μια «λαϊκότητα ανεπιθύμητη», την οποία δεν θα αποδεχθεί ποτέ και θα τη μάχεται μέχρι το τέλος της ζωής του.
Πνεύμα ανήσυχο, ο Μ. Χατζιδάκις χρηματοδοτεί το Διαγωνισμό Πρωτοποριακής Σύνθεσης «Μάνος Χατζιδάκις» του Τεχνολογικού Ινστιτούτου Δοξιάδη. Το βραβείο απονέμεται στον Ιάννη Ξενάκη, άγνωστο τότε στο ελληνικό κοινό.
Το 1966 ο Μάνος Χατζιδάκις πηγαίνει στις ΗΠΑ, όπου ανεβάζει στο Μπρόντγουεϊ με τον Ζιλ Ντασέν και τη Μελίνα Μερκούρη τη θεατρική διασκευή του «Ποτέ την Κυριακή» με τον τίτλο «Illya Darling». Στην Αμερική θα παραμείνει έως το 1972 και η μουσική του αντίληψη θα επηρεαστεί σημαντικά από την pop music. Αποτέλεσμα αυτής της επίδρασης είναι ο κύκλος τραγουδιών «Reflections» με το συγκρότημα New York Rock and Roll Ensemble.
Το 1972, τον πιο σκοτεινό χρόνο της χούντας, επιστρέφει στην Αθήνα και ιδρύει το μουσικό καφεθέατρο «Πολύτροπο», μέσα από το οποίο επιχειρεί να ανοίξει εκφραστικές διόδους στο μουσικό τέλμα της εποχής.