Είχαν περάσει ήδη έξι χρόνια δικτατορίας όταν ο Γ. Παπαδόπουλος δέχτηκε ένα σημαντικό χτύπημα στην εικόνα του. Το Κίνημα του Ναυτικού έδειξε ότι όχι μόνο δεν είχε τη λαϊκή αποδοχή, αλλά πλέον έχανε τα ερείσματά του και στο στρατό που μέχρι τότε αποτελούσε το δυνατό του χαρτί. Ο αντίκτυπος που είχε αυτό το γεγονός σε Ελλάδα και εξωτερικό σε συνάρτηση με τα αδιέξοδα που αντιμετώπιζε η χούντα οδήγησαν τον Παπαδόπουλο να παίξει το χαρτί των «δημοκρατικών εξελίξεων».
Την 1η Ιουλίου 1973 κατάργησε τη βασίλεια ανακηρύσσοντας την «προεδρική δημοκρατία» με πρόεδρο τον ίδιο, ενώ φρόντισε να επικυρώσει τη «συνταγματική αλλαγή» με δημοψήφισμα.
Το καλοκαίρι του 1973 ήταν περίοδος βολιδοσκοπήσεων και επαφών μεταξύ «Απριλιανών» και παλαιών πολιτικών για το ποιος θα έπαιζε το ρόλο του «πλυντηρίου» για τον «εκδημοκρατισμό» της δικτατορίας. Το πρόσωπο που ξεχώρισε γρήγορα ήταν αυτό του Μαρκεζίνη, ενός έμπειρου πολιτικού που τα τελευταία χρόνια της δημοκρατίας ήταν ανεξάρτητος. Ο Μαρκεζίνης, γεννημένος το 1909 στην Αθήνα, είχε διατελέσει νομικός σύμβουλος του βασιλιά Γεωργίου Β’ και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου το 1949 στην κυβέρνηση Σοφούλη.
Η χρυσή πολιτική του περίοδος ήταν μεταξύ 1950 και 1954 όταν συμμετείχε στην κυβέρνηση Παπάγου, εποχή που όλοι θυμούνται για την απόλυτη υποτίμηση της δραχμής, όταν έκοψε τα μηδενικά από τα χαρτονομίσματα. Στη συνέχεια σχημάτισε το κόμμα των Προοδευτικών, το οποίο δεν μπόρεσε να παίξει ποτέ κάποιο ουσιαστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή με αποτέλεσμα τη σταδιακή περιθωριοποίησή του. Ο πολιτικός του βίος στη διάρκεια της χούντας ήταν αυτός του ανεξάρτητου, αλλά προσκείμενου προς τη «νόμιμη τάξη» πολιτικού.
Οι πρώτες διερευνητικές επαφές μεταξύ Παπαδόπουλου – Μαρκεζίνη έγιναν τον Ιούνιο με Ιούλιο του 1973 και από τις πρώτες στιγμές υπήρξε κοινός κώδικας επικοινωνίας που οδήγησε γρήγορα σε οριστική συμφωνία. Στις 21 Αυγούστου μάλιστα οι αθηναϊκές εφημερίδες έγραφαν για την πιθανή υπουργοποίησή του, ενώ στις 31 Αυγούστου η επίσημη ανακοίνωση της «Προεδρίας της Κυβέρνησης» για τη συνάντηση Παπαδόπουλου – Μαρκεζίνη ουσιαστικά επικύρωσε τη μεταξύ τους συμφωνία.
Οπως ήταν φυσικό, κόμματα και αντιστασιακές οργανώσεις σε Ελλάδα και εξωτερικό εναντιώθηκαν από την πρώτη στιγμή στις εξελίξεις, ενώ ένα τμήμα του πολιτικού κόσμου διχάστηκε. Οι περισσότεροι έβλεπαν τον ελιγμό αυτό ως προσπάθεια νομιμοποίησης της χούντας υπό κοινοβουλευτικό μανδύα, αλλά δεν έλειπαν και όσοι θεωρούσαν αυτή τη διαδικασία ως εξαιρετική ευκαιρία προσωπικής ανέλιξης σε αξιώματα, που σε καθεστώς πλήρους δημοκρατίας δεν θα υπήρχε περίπτωση ούτε καν να τα προσεγγίσουν. Κάποιοι άλλοι -ακόμα και άνθρωποι της Αριστεράς- πίστεψαν ότι πράγματι παρουσιαζόταν μια ευκαιρία να πληγεί η χούντα «από μέσα» με δημοκρατικές διαδικασίες.
Τέλος, δεν έλειπαν και τα «διαπλεκόμενα» της εποχής που ζητούσαν «έξοδο στην ομαλοποίηση με κάθε τρόπο» και σε απανωτές επαφές που είχαν με πολιτικούς της προδικτατορικής περιόδου τούς δελέαζαν με υπουργεία της «κυβέρνησης».
Στις διαπραγματεύσεις με τον Παπαδόπουλο ο Μαρκεζίνης προσπάθησε, ανεπιτυχώς, να θέσει κάποιους όρους «διακυβέρνησης», αλλά ο δικτάτορας, ως απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού, αποδεχόταν μόνο όσα από πριν είχε επιλέξει ο ίδιος, ενώ για τα υπόλοιπα άφηνε να εννοηθεί ότι αν τα πραγματοποιούσε, θα αντιμετώπιζε αντιδράσεις από τους Μακαρέζο, Ιωαννίδη και Παττακό.
Εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δόθηκε την 8η Οκτωβρίου και η πολιτική «προίκα» που δόθηκε στον Μαρκεζίνη ήταν η αμνηστία που είχε δοθεί σε πολιτικούς κρατούμενους, τα θετικά σχόλια του ξένου Τύπου που πίστευε σε ουσιαστική αλλαγή και ένας τεχνητός «αέρας» ανανέωσης. Βέβαια, όλα αυτά κράτησαν ελάχιστα, μια και από την πρώτη στιγμή η ανακοίνωση της «Προεδρίας της Δημοκρατίας» δεν άφηνε παρερμηνείες για το ποιος θα ήταν πράγματι το αφεντικό: «Μόνη πηγή εξουσίας μέχρις αναδείξεως της Βουλής είναι, ως αναφέρεται κατά το Σύνταγμα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ο λαβών την εντολήν Πρωθυπουργός θα είναι υπόλογος και υπεύθυνος έναντι του Προέδρου αποκλειστικώς αποφασίζοντος τελικώς».
Στις πρώτες δηλώσεις του ως πρωθυπουργός ο Μαρκεζίνης προσπάθησε να ρίξει γέφυρες προς όλους. Στη χούντα εκθειάζοντάς την, στους ξένους τονίζοντας ότι σε περίπτωση διαφωνίας με τον Παπαδόπουλο θα είχε παραιτηθεί, στο λαό υποσχόμενος εκλογές… Μέχρι και την Αριστερά προσπάθησε να προσεγγίσει λέγοντας ότι αν ήταν στο χέρι του, θα τη νομιμοποιούσε, ενώ παράλληλα εκθείαζε τον Μουαμάρ Καντάφι!
Ολα αυτά βέβαια δεν έπεισαν κανέναν, με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο να αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ρίξαν ως σύνθημα ότι η εξουσία του θα είναι “δοτή”. Ανόητο σύνθημα, διότι, μη υπαρχούσης Βουλής, από πού διάολο θα έπαιρνε την εντολή;».
Ο Μαρκεζίνης αυτής της περιόδου αποδείχτηκε ότι είχε μικρό πολιτικό ειδικό βάρος, αφού δεν ήταν σε θέση να διαπραγματευτεί με τον Παπαδόπουλο κάποιο αληθινό επιμερισμό των εξουσιών. Συνεπώς, έγινε απλά ένας αχυράνθρωπος της χούντας, ανήμπορος να προωθήσει -ακόμη κι αν το ήθελε- δικές του αλλαγές, αφού τις αποφάσεις λάμβανε ο Παπαδόπουλος. Στην πορεία των πραγμάτων φάνηκε ότι ο ρόλος του ήταν απλά ο εξωραϊσμός του καθεστώτος, αφού ο ίδιος δεν συμμετείχε σε καμία ουσιαστική προσπάθεια μεταρρύθμισης. Οπως ήταν αναμενόμενο, η «κυβέρνηση Μαρκεζίνη» απογοήτευσε και τους μεγαλύτερους υποστηρικτές της και έπεσε συντομότερα από ό,τι υπολόγιζαν οι αντίπαλοί της, αμέσως μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου.