Τι είναι η Ταϊβάν; Και γιατί η επίσκεψη που πραγματοποιεί εκεί η πρόεδρος της Αμερικανικής Βουλής κ. Νάνσι Πελόζι προκαλεί τόσο σφοδρές αντιδράσεις της Κίνας; Ας δούμε τα σημαντικότερα στοιχεία της σοβαρής αυτής υπόθεσης, που αποτελεί ένα δύσκολο διεθνές πολιτικό πρόβλημα.
Η Ταϊβάν είναι νησιωτικό σύμπλεγμα μερικώς αναγνωρισμένο de facto κράτος της Ανατολικής Ασίας. Αν και το κράτος της ΛΔ της Κίνας αναγνωρίζεται διεθνώς ως η μόνη κυρίαρχη οντότητα από το 1949, η Ταϊβάν αναγνωρίζει τον εαυτό της ως νόμιμη κυβέρνηση της Κίνας.
Καταλαμβάνει έκταση 36.197 τ.χλμ. και ο πληθυσμός της είναι 23.375.314 κάτοικοι, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση για το 2022.
Η ονομασία «Φορμόζα» (Formosa), που σημαίνει «όμορφη» (νήσος) καθιερώθηκε έπειτα από το πέρασμα Πορτογάλων θαλασσοπόρων.
Επίσημη γλώσσα είναι η Βορειοκινεζική (Μανδαρινική), ενώ άλλες ομιλούμενες γλώσσες είναι η Χόκλο ή κοινώς ταϊβανική, η Χάκα και σε μικρότερο βαθμό πολλές αυτόχθονες γλώσσες. Από το καλοκαίρι του 2017 ως επίσημες γραπτές γλώσσες θεωρούνται σε μερικές κοινότητες της χώρας, με έντονη την παρουσία αυτοχθόνων πληθυσμών, και οι αντίστοιχες γλώσσες τους.
Το πολίτευμα της Ταϊβάν είναι συνταγματική δημοκρατία. Πρωτεύουσα της χώρας είναι η Ταϊπέι, που βρίσκεται στο βόρειο άκρο της.
Ως ανεξάρτητο κράτος με το όνομα «Δημοκρατία της Κίνας» αναγνωρίζεται μόνο από 14 κράτη (2021). Δεν αναγνωρίζεται από τις περισσότερες χώρες και διεθνείς οργανισμούς διότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας επιμένει να τη θεωρεί επαρχία της. Η Ταϊβάν όμως διατηρεί στενές σχέσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, την Ιαπωνία αλλά και με πολλές Ευρωπαϊκές χώρες, αν και όχι σε επίπεδο πρεσβειών. Το αν η Ταϊβάν ως Δημοκρατία της Κίνας πληροί όλες τις προϋποθέσεις της συνθήκης του Μοντεβίδεο για τη δίκαιη θεώρησή της ως κυρίαρχο κράτος, δηλαδή: α)μόνιμο πληθυσμό, β)καθορισμένη έκταση, γ)ενεργή κυβέρνηση και δ)ικανότητα να διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με άλλα κράτη, είναι ένα μείζον διεθνές πολιτικό θέμα, αντικείμενο θερμών πολιτικών συζητήσεων και επιχειρημάτων. Αποτελεί σημαντικό σύμμαχο των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή, με τις αμερικανοταϊβανικές σχέσεις να έχουν αναβαθμιστεί κατά τις δεκαετίες του 2010 και του 2020, λόγω και της ανόδου της Κίνας, η οποία θίγει τα αμερικανικά και ταϊβανέζικα συμφέροντα στην περιοχή.
Η Δημοκρατία της Κίνας είναι μέλος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και της Οικονομικής Συνεργασίας Ασίας-Ειρηνικού διετέλεσε και παρατηρητής-μέλος στον Π.Ο.Υ.. Σε διάφορες διεθνείς αθλητικές διοργανώσεις εμφανίζεται με το όνομα Κινεζική Ταϊπέι έπειτα από την επιμονή και επιρροή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας.
Ιστορικά στοιχεία
Οι Ιάπωνες, εισέβαλαν στη Μαντζουρία το 1931 και ίδρυσαν το κράτος του Μαντσουκούο. Η ηγεσία του Κουομιντάνγκ, αντί να οργανώσει την αντίσταση της χώρας, στράφηκε εναντίον των οπαδών του Μάο Τσετούνγκ και έτσι επήλθε η διάσπαση του Κουομιντάνγκ. Τελικά οι Ιάπωνες, το 1937, κατέλαβαν ολόκληρο το βόρειο τμήμα της χώρας. Στο διάστημα μεταξύ του 1937 και του 1942 έγιναν πολλές προσπάθειες να ενωθούν τα δύο κινήματα του Κουομιντάνγκ κι εκείνου στο οποίο είχε την ηγεσία το κομμουνιστικό κόμμα, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Το 1946 οδηγήθηκαν σε σύγκρουση, που τέλειωσε με τη νίκη του Μάο Τσε Τον, ενώ ο Τσιαν Κάι Σεκ αναγκάστηκε να περάσει στο νησί Ταϊβάν και ίδρυσε το 1949 τη Δημοκρατία της Κίνας. Μεταξύ ενάμιση και δύο εκατομμύρια πρόσφυγες, ως επί το πλείστον στρατιώτες, τον ακολούθησαν από την ηπειρωτική Κίνα, παράλληλα με τη φυγάδευση αρκετών πόρων (π.χ. ράβδοι χρυσού, αρχαία εκθέματα) στη Ταϊβάν, μια παρόμοια πρακτική που εφάρμοσαν και πολλές χώρες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο λίγα χρόνια νωρίτερα.
Το Κουομιντάνγκ από αυτό το σημείο και μετά έλεγχε στρατιωτικά την Ταϊβάν, τις νήσους Τσιν μεν και Μάτσου, μαζί με τις νήσους Πράτας και Νάνσα, ενώ υποστήριζε ότι στην πραγματικότητα διοικούσε ολόκληρη τη Κίνα. Από την άλλη μεριά, οι κομμουνιστές υποστήριζαν ότι αυτοί διοικούσαν τη Κίνα μαζί με τη Ταϊβάν και πως δεν υπήρχε Δημοκρατία της Κίνας. Μέρος δε Ταϊβανών που ήλπισαν με το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου σε μία τοπική κυβέρνηση, είδαν τις ελπίδες τους να σβήνουν, έπειτα και από τη γενικευμένη καταστολή που ξεκίνησε με τα θλιβερά γεγονότα της 28ης Φεβρουαρίου 1947. Τα γεγονότα αυτά είναι κοινώς αποδεκτά στην Ταϊβάν ως Περιστατικό 228 ή και ως 2/28. Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Κίνας με ηγέτη τον στρατηλάτη Τσιαν Κάι Σεκ, κατέστη όλο και πιο δικτατορική, επιβάλλοντας το 1949 στρατιωτικό νόμο που ίσχυε μέχρι το 1987, ως τρόπος για να καταστείλει την οποιαδήποτε αντίδραση της αντιπολίτευσης. Αυτή η περίοδος έγινε γνωστή ως Λευκή τρομοκρατία.
Τη δεκαετία του 1950, κι ενώ η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ των εθνικιστών και των κομμουνιστών συνεχιζόταν, τα παράκτια στην Κίνα νησιά Τσιν μεν βομβαρδίστηκαν επί μήνες από το κινεζικό πυροβολικό, χωρίς όμως να καταφέρει η Κίνα να τα προσαρτήσει.
Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 και 1970, η Δημοκρατία της Κίνας διατήρησε ένα αυταρχικό καθεστώς ενώ η ταχεία οικονομική ανάπτυξη, γνωστή ως θαύμα της Ταϊβάν, ήταν το αποτέλεσμα του φορολογικού καθεστώτος, ανεξάρτητο από την ηπειρωτική Κίνα, και υποστηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, από τις ΗΠΑ με τη ζήτηση Ταϊβανικών προϊόντων και επιχορηγήσεις. Αποτέλεσμα αυτών των δράσεων ήταν η Ταϊβάν να γίνει η δεύτερη πιο ταχέως αναπτυσσόμενη οικονομία της Ασίας μετά την Ιαπωνία.
Μετά το θάνατο του Τσιαν Κάι Σεκ το 1975, πρόεδρος έγινε ο γιος του Τσιαν Τσιν Κούο, ο οποίος ξεκίνησε μεταρρυθμίσεις. Το 1987, ο στρατιωτικός νόμος άρθηκε. Η διαδικασία εκδημοκρατισμού και ο εκλογικός νόμος του 1996 οδήγησαν τελικά στις πρώτες άμεσες προεδρικές εκλογές με καθολική συμμετοχή όλων των ενήλικων πολιτών. Ο πρώτος εκλεγμένος από το λαό πρόεδρος αλλά και γεννημένος στην Ταϊβάν, Λι Τεν Χουί άρχισε τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Ο Λι συνολικά διατέλεσε πρόεδρος από το 1988 έως το 2000 και αποδείχθηκε θερμός υποστηρικτής της ταϊβανικής συνείδησης.
Μέχρι και σήμερα βασικό στοιχείο της διάκρισης των κομμάτων στην Ταϊβάν είναι τα κόμματα υπέρ της ταϊβανέζικης ταυτότητας (που μπορεί να υποστηρίζουν και την ανεξαρτησία της Ταϊβάν), ο πράσινος συνασπισμός, και υπέρ των ισχυρότερων σχέσεων με την Κίνα (μπλε συνασπισμός υπό το Κουομιντάν), που υποστηρίζουν σε πολλές περιπτώσεις την επανένωση της Κίνας με την Ταϊβάν σε μια μελλοντική χρονική περίσταση.
Η Δημοκρατία της Κίνας είναι ημιπροεδρική δημοκρατία και αρχηγός κράτους είναι ο πρόεδρος, ενώ αρχηγός της κυβέρνησης είναι ο Πρωθυπουργός ως επικεφαλής του κόμματος που έχει την πλειοψηφία στη Βουλή.
Η εκτελεστική εξουσία ασκείται από την κυβέρνηση και η νομοθετική από την κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο. Το πολιτικό σύστημα κυριαρχείται από δικομματισμό, όπως και στην Ελλάδα. Στην εξουσία εναλλάσσονται το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα (DPP), το οποίο είναι υπέρ της επίσημης ανεξαρτησίας και το συντηρητικό Κουομιντάνγκ (KMT), το οποίο υποστηρίζει τη μελλοντική επανένωση με τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Υπάρχουν και μικρότερα κόμματα, που αποτελούν μέρος της ελάσσονος αντιπολίτευσης της Ταϊβάν.
Η διακυβέρνηση γίνεται με βάση το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Κίνας (του 1947), το οποίο ρητά μοιράζει την εξουσία σε 5 πόλους εξουσίας, τα λεγόμενα Γιουάν. Η δικαστική εξουσία είναι ανεξάρτητη. Σημαντικές τροποποιήσεις στο Σύνταγμα έλαβαν χώρα το 1991. Νωρίτερα, υπήρχε μονοκομματικό καθεστώς, που σήμαινε ότι την αποκλειστική διακυβέρνηση της χώρας είχε το Κουομιντάνγκ.
Η Δημοκρατία της Κίνας έχει δικαιοδοσία για την Ταϊβάν, τα νησιά Τσινμέν (παλαιότερα γνωστά ως Κεμόι), Μάτσου και Πενγκχού (Πεσκαδόρες), όπως επίσης και για άλλα μικρά νησιά. Ως το 1991 η Δημοκρατία της Κίνας διεκδικούσε την κυριαρχία όλης της Κίνας και του Θιβέτ. Το 1991 ο Πρόεδρος Λι Τεν Χουί ανεπίσημα εγκατέλειψε αυτή τη διεκδίκηση. Ωστόσο, η Εθνοσυνέλευση της Δημοκρατίας της Κίνας δεν ενέκρινε ποτέ τον καθορισμό των συνόρων της και τη διάνοιξη δρόμου για την επίσημη διακήρυξη ανεξαρτησίας της Δημοκρατίας της Κίνας ή την ενδεχόμενη μετατροπή της σε Δημοκρατία της Ταϊβάν (βλέπε Κίνημα ανεξαρτησίας της Ταϊβάν). Τα σύνορα με την Κίνα και το γεγονός ότι η τελευταία θεώρησε αιτία πολέμου το θέμα της ανεξαρτησίας, αποτελούν ακόμα και σήμερα μείζονα πολιτικά ζητήματα.
wikipedia