Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος
Το τέλος του αλβανικού έπους ήταν τραγικό.
Προβλέποντας τη γερμανική επίθεση, οι Βρετανοί και μερικοί Έλληνες στρατηγοί ζητούσαν την υποχώρηση από την Ήπειρο, ώστε να εξοικονομηθούν δυνάμεις που θα μπορούσαν να αποκρούσουν του Γερμανούς.
Παρά ταύτα, το εθνικό συναίσθημα δεν επέτρεπε να εγκαταλειφθούν ευαίσθητες εθνικά περιοχές που κατακτήθηκαν με τόσο κόπο.
Έτσι, παρά τη στρατιωτική λογική, απορρίφθηκε η ιδέα οπισθοχώρησης έναντι των «ηττημένων» Ιταλών και ο μεγαλύτερος όγκος των ελληνικών δυνάμεων παρέμενε βαθιά στην Αλβανία, ενώ οι Γερμανοί πλησίαζαν.
Από τις 6 Απριλίου, οι Ιταλοί ξεκίνησαν εκ νέου την επίθεσή τους στην Αλβανία, μαζί με την επιχείρηση «Μαρίτα» των Γερμανών.
Οι αρχικές επιθέσεις είχαν μικρό αποτέλεσμα, αλλά στις 12 Απριλίου το ελληνικό Γενικό Επιτελείο, θορυβημένο από την ταχύτατη προέλαση των Γερμανών, διέταξε την οπισθοχώρηση από την Αλβανία.
Οι Ιταλοί κατέλαβαν την Κορυτσά στις 14 Απριλίου και έφτασαν στις λίμνες Πρέσπες στις 19.
Στις 22 Απριλίου έφτασαν στα ελληνο-αλβανικά σύνορα στο χωριό Περάτη και πέρασαν σε ελληνικό έδαφος την επόμενη μέρα.
Στο μεταξύ, στις 18 Απριλίου η μηχανοκίνητη γερμανική ταξιαρχία SS “Σωματοφυλακή Αδόλφου Χίτλερ” κάμπτοντας την τοπική αντίσταση, κατέλαβε το πέρασμα του Μετσόβου, αποκόπτοντας έτσι τον Ελληνικό Στρατό Ηπείρου από τα μετόπισθεν.
Την επόμενη μέρα οι Γερμανοί κατέλαβαν τα Ιωάννινα, ολοκληρώνοντας την απομόνωση του ελληνικού στρατού που υποχωρούσε από την Αλβανία.
Ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, σε συμφωνία με άλλους στρατηγούς και παρά την αντίθετη διαταγή του Στρατάρχη Παπάγου, παραμέρισε και υποκατέστησε τον Αντιστράτηγο Πιτσίκα και προσέφερε συνθηκολόγηση στον Ζεπ Ντίτριχ (Sepp Dietrich), στις 20 Απριλίου.
Από εκείνη την στιγμή αρχίζει το δράμα!
Οι ήρωες μαχητές του μετώπου, βαθειά πληγωμένοι, εξαθλιωμένοι, πεινασμένοι και χωρίς τάξη και καθοδήγηση πλέον, αναζητούν τρόπους να γυρίσουν στα σπίτια τους σε κάθε γωνία της χώρας, με τα γερμανικά αεροπλάνα να τους κυνηγούν και τους Ιταλούς να τους ψάχνουν για να πάρουν εκδίκηση.
Τα όσα συνέβησαν δεν έχουν καταγραφεί επίσημα στην στρατιωτική ιστορία της εποχής.
Μόνο αφηγήσεις υπάρχουν.
Τραγικές περιγραφές των φυγάδων στην ίδια την πατρίδα τους, που περπατώντας νύχτα μέσα στα δάση και τις ερημιές προσπαθούσαν να γλυτώσουν…
Μια τέτοια περιγραφή είναι και του στρατιώτη Νίκου Μπακοπουλου που περπάτησε… 17 μέρες μέχρις ότου φτάσει στο σπίτι του.
Η ΔΙΑΛΥΣΗ
« Ορισμένοι αξιωματικοί πάλι άρχισαν τη διαπολιτική διάβρωση των μονάδων μας. Με τη μέθοδο αυτή άρχισε η αποσύνθεση.
Ολόκληρα Συντάγματα διαλύθηκαν κι άρχισε άτακτη υποχώρηση απ᾿ την πρώτη γραμμή για τα μετόπισθεν.
Άρχισε η κατάρρευση του ένδοξου Αλβανικού Μετώπου.
Φεύγαμε απ᾿ το μέτωπο, κι ο νους μας γύριζε πίσω για συντροφιά σ᾿ αυτούς που έμειναν για πάντα στα αφιλόξενα και κακοτράχαλα βουνά της Αρβανιτιάς, σ᾿ αυτούς που η μοίρα και το ριζικό τους έταξε να φυλάνε την τιμή της Ελλάδας.
Ήταν Μεγάλη Πέμπτη.
Περνούσαμε έξω απ᾿ την Μπόροβα.
Εκεί συναντήσαμε έναν παπά που έσερνε ένα γαϊδουράκι φορτωμένο με πρόσφορα απ᾿ τη λειτουργία της Μ. Πέμπτης και πήγαινε στο διπλανό χωριό.
Ξεφόρτωσε το γαϊδουράκι και μας έδωσε από ένα πρόσφορο. Γύρω στα 26 με 27, όσοι ήμασταν.
Κλαίγοντας μας αποχαιρέτησε λέγοντας: “Σεις καλά φεύγετε εμείς τι θα γίνουμε;” Όταν φθάσαμε στην Ερσένη νύχτωσε. Μπήκαμε στο δημόσιο δρόμο για το Λεσκοβίκι. Βραδιά Μ. Πέμπτης ξημερώνοντας Μ. Παρασκευή.
Στις εκκλησιές ψέλνονταν τ᾿ άγια πάθη του Κυρίου κι᾿ ο στρατός οπισθοχωρώντας κουβαλούσε στον ώμο του το Σταυρό της σταυρωμένης Ελλάδας.
Την άλλη μέρα, Μέγα Σάββατο, δεν το κουνήσαμε, γιατί τα γερμανικά στούκας βομβάρδιζαν συνεχώς.
Μόλις και μετά βίας περάσαμε μια θολωτή τοξωτή γέφυρα χτισμένη από βράχο σε βράχο στον Σαραντάπορο που ήταν φουρτουνιασμένος απ᾿ τα χιονόνερα και τα βροχόνερα και σούρχονταν ζαλάδα να τον περάσεις.
Μόλις φθάσαμε στην Κόνιτσα στην τότε ανεγειρόμενη Γεωργική Σχολή καθίσαμε γι᾿ ανάπαυση.
Τότε πέρασε έφιππος ο στρατηγός Ανδρέας Μεταξάς και μας παρότρυνε να πάμε στην Πρέβεζα να μπαρκάρουμε για Αλεξάνδρεια.
Όλοι μας αρνηθήκαμε και, αναφερθήκαμε στην εγκατάλειψη που έκανε η ηγεσία του στρατεύματος απέναντι στους στρατευμένους.
Περάσαμε τον Πηνειό ποταμό, και βαβίζοντας νυχτώσαμε στο Μαλακάσι. Προμηθευτήκαμε ψωμί και κοιμηθήκαμε στον πάτο του χωριού.
Απέναντι προς το βόρειο μέρος περνούσε ο δημόσιος δρόμος Καλαμπάκας – Γιάννενα.
Όλη τη νύχτα ατέλειωτες Γερμανικές φάλαγγες προχωρούσαν για Κατάρα – Γιάννενα. Με άλλη παρέα, όπως πάντα, φτάσαμε στο Χάνι Μουργκάνι όπου και η ομώνυμη γέφυρα.
Εκεί ήταν πολύς, πάρα πολύς στρατός. Χιλιάδες μπορώ να πω. Τη γέφυρα την είχαν οι Γερμανοί και δεν άφηναν ούτε μύγα να περάσει.
Καθίσαμε εκεί τρεις μέρες σαν αιχμάλωτοι.
Η πείνα μας έσφιξε για καλά κι᾿ αναγκαστήκαμε στα παρακείμενα χωράφια να μάσουμε λάχανα να βράσουμε.
Τέλος τη Δευτέρα μετά του Θωμά, 28 Απριλίου ανά 100 μας άφησαν και περάσαμε τη γέφυρα.
Από ᾿κει κατευθείαν στην Καλαμπάκα στο σιδηροδρομικό σταθμό.
Εκεί ο δήμαρχος με δυο κοπέλες του Ερυθρού Σταυρού έδιναν στον κάθε περαστικό φαντάρο μια κουραμάνα, λίγες ελιές, τυρί και τσιγάρα. Περνώντας την Καρδίτσα φάγαμε από ένα γιαουρτάκι σκέτο.
Κοιμηθήκαμε έξω απ’ την πόλη.
Την επόμενη μέρα, Τρίτη 29 Απριλίου, φτάσαμε στο χωριό Κέδρος. Εκεί όλως τυχαία συναντήσαμε ένα συνάδελφο του πυροβολικού που γνωριστήκαμε στη Χότσιστα, στο Μάλι Σπάθαρι της Αλβανίας.
Αυτός έπαθε ελαφρά κρυοπαγήματα και ευρισκόμενος σε αναρρωτική άδεια τον πήρε η κατάρρευση και τώρα βρίσκονταν στο μικρό κοπάδι του.
Μόλις μας είδε είπε της μάνας του και μας έβρασε γάλα.
Έπειτα ζύμωσε ψωμί δυο κουλούρες, και μια κοντά στην άλλη τις έψησε στη γάστρα κι αυτός ο ίδιος έπιασε κι έσφαξε ένα αρνί ίσια με 10 -12 οκάδες και το έψησε.
Τον βοηθήσαμε κι εμείς.
Μάλιστα προσφερθήκαμε να του το πληρώσουμε κι᾿ αυτός δεν δέχονταν με κανένα τρόπο.
Τέλος ξημέρωσε η τελευταία μέρα της τραγικής πορείας.
Ήταν μέρα Παρασκευή 2 του Μάη. Φεύγοντας φτάνουμε στη Στυλίδα.
Εκεί χωριζόμαστε με τους Ραχιώτες (Δούκα και Καναπίτσα) και γω μαζί με το Νίκο Αλεξόπουλο απ᾿ την Παλιοκερασιά τραβήξαμε για Άνυδρο.
Κατά τις 11 η ώρα το μεσημέρι έφτασα σπίτι χωρίς να βρω τους γονείς μου εκεί.
Μόνο τη μεγάλη την αδελφή μου την Κατίνα βρήκα η οποία αμέσως επελήφθη του έργου του ξεψειριάσματος.
Δεκαεφτά μέρες πορεία απ᾿ την καρδιά της Αλβανίας ως την καρδιά της Ελλάδας τη Ρούμελη που είναι το χωριό μου.
Δεν ήταν η σωματική κούραση και η ταλαιπωρία που με βασάνιζαν, αλλά η ψυχική κούραση και κατάπτωση γιατί όλοι οι φωτεινοί ορίζοντες που έδειχναν το μέλλον ξάστερο, με την επερχόμενη εχθρική κατοχή διαλύονταν, και συσσώρευαν μαύρα κι άραχνα σύννεφα έτοιμα να καταποντίσουν κάθε ελληνική ύπαρξη.
ΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΗΤΗ
Την πιο δυσκολη επιστροφή, ειχαν οι μαχητες από την Μεραρχια της Κρητης που επρεπε να διασχισουν ολη την χωρα μεχρι τις πολεις και τα χωρια τους.
Στο Αιγαίο κυριαρχουσε το γερμανικό ναυτικό, δυσκολεύοντας την κάθοδό τους.
Ο δρόμος του γυρισμού ξεκινούσε από τα βουνά της Αλβανίας, τα χωριά της Ηπείρου, την Αθήνα και τον Πειραιά, κάθοδο στην Πελοπόννησο και τις ακτές της Λακωνίας και της Μεσσηνίας.
Από εκεί με καΐκια, κυρίως από το χωριό Βάτικα, (που ονομάστηκαν καΐκια της φυγής), έφταναν στις ακτές της Κρήτης, (συνήθως στη Γραμβούσα) και από εκεί περπατώντας στα χωριά τους.
Το πιο επικίνδυνο δρομολόγιο ήταν από τον Πειραιά για την Κρήτη, μέσω των νησιών των Κυκλάδων.
Πολλοί στρατιώτες χάθηκαν στα νερά του Αιγαίου πελάγους, μετά την βύθιση των πλοιαρίων από γερμανικά πολεμικά πλοία.
Ο Κωνσταντίνος Μιχαήλ Ατσαλάκης τον Απρίλιο του 2019, περιγράφει την επιστροφή του πατέρα του Ατσαλομιχάλη από την Αλβανία στο χωριό του Δράσι Μεραμβέλλου, όπως την διηγήθηκε ο ίδιος.
«Άλλοτε περπατώντας και άλλοτε επιβιβαζόμενος σε διερχόμενα αυτοκίνητα επέρασα -όπως διηγόταν- από το Τεπελένι, το Ψάρι, του Μπαλαμπάνη το Χάνι, τα Στενά της Κλεισούρας, την Πρεμετή και ακόμη έχω στ’ αφθιά μου το βρούχο των νερών του Άω ποταμού (Αώος).
Ήφταξα στα Γιάννενα.
Είχα συνεχώς 39-40 πυρετό και τα δαχτύλια των ποδιών μου είχανε αρχίξει να μελανιαζουν από την υγρασία και το κρύο. Πού να βρεθεί γιατρός.
Ήφυγα για Άρτα.
Εκατέβηκα Αμφιλοχία, επέρασα από Αγρίνιο, τον Αστακό, Μεσολόγγι, Ναύπακτο, Λιβαδειά, Λουτράκι, Μέγαρα και ήφταξα στον Πειραιά.
Εκειά ήμαθα πως ένα γκαράβι εξεφόρτωνε κάρβουνα και μετά θα’παιρνε στρατιώτες για την Κρήτη.
Πράγματι προς το τέλος του Απρίλη μια βραδιά εφύγαμε μεσάνυχτα από το Κερατσίνι, με το πλοίο «ΜΑΡΙΑ ΣΤΑΘΑΤΟΥ»
Η ΕΠΙΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΜΗΛΟ
Εφτάξαμε στη Μήλο ξημερώματα και φούνταρε στο λιμάνι του Αδάμαντα.
Κι όπως ελιαζόμαστε και ξεψειρίζαμε τα ρούχα μας ακούμε μια βουή και παρουσιάζουνται τρία αερόπλανα.
Πέφτουνε στο καράβι απάνω.
Εγίνηκε πανδαιμόνιο.
Άλλοι σκοτωμένοι, άλλοι στη θάλασσα.
Το καράβι ήρχιξε να βουλιάζει.
Κολύμπι δεν εκάτεχα.
Εβρήκα και ήβαλα ένα σωσίβιο και έμενα στο κατάστρωμα.
Επομείναμε στη Μήλο λίγες μέρες.
Πείνα, ψείρες και άγιος ο θεός…
Μια άλλη μέρα εδιαδόθηκε ότι θα’ρχόταν ένα καΐκι να πάρει στρατιώτες για την Κρήτη.
Πραγματικά ήρθε.
Μόλις εμουχρίασε εφόρτωσε και εφύγαμε για τα Χανιά.
Όντεν εξημέρωσε, Χανιώτες στρατιώτες αναγνωρίσανε την περιοχή της Γραμπούσας αλλά διαπιστώσανε πως το καΐκι επήγαινε ανοιχτά με κατεύθυνση όχι τα Χανιά, αλλά προς την Ιταλία. Εγίνηκε σούσουρο.
Εξεσηκωθήκαμε και μια ομάδα εβγήκε και βρήκε τον καπετάνιο.
Αυτός επέμενε ότι καλά επλέαμε προς τα Χανιά.
Τον απείλησαν ότι δα τόνε σκοτώσουνε και δα τόνε πετάξουνε στη θάλασσα κι ετσά άλλαξε πορεία και μας ήβγαλε κοντά στο λιμάνι τω Χανιώ.
Ο κερατάς, ήτονε φαίνεται προδότης των Ιταλώ και δα μας επήγαινε πεσκέσι αιχμάλωτους στην Ιταλία.
Άμα επατήσαμε ξηρά, επέσαμε με τα μούτρα όλοι και επροσκυνούσαμε το χώμα…»
militaire.gr
Πηγές: ΠΑΤΡΙΣ, ΤΟΞΟΤΗΣ