Ο Μάικλ Μπέντον θυμάται εκείνη την ημέρα πεντακάθαρα, και ας έχουν περάσει 15 χρόνια από τότε. Ηταν ένα τυπικό καλοκαιρινό απόγευμα στη χερσόνησο της Γραμβούσας και τίποτα δεν προμήνυε ότι θα ήταν καθοριστική για την υπόλοιπη ζωή του. Οπως συνήθιζαν με τη συνάδελφό του αρχαιολόγο δρα Ελπίδα Χατζηδάκη μετά τη δουλειά στον αρχαιολογικό χώρο της Φαλάσαρνας βούτηξαν στη θάλασσα για να ξεπλύνουν τη σκόνη, να σβήσουν την κούραση. Τότε η Ελπίδα τον ρώτησε εάν θα τον ενδιέφερε να δει ένα ναυάγιο που βρισκόταν πολύ κοντά στην ακτή. «Κολύμπησα ώς εκεί και έμεινα να επιπλέω πάνω από τα σκουριασμένα ερείπια ενός πλοίου λίγα μέτρα από τη στεριά και την αρχαία πόλη. Στον αμμουδερό πυθμένα ενός στενού βραχώδους κολπίσκου ήταν η μεταλλική υπερκατασκευή ενός σκάφους. Τα νερά εκεί είναι πολύ καθαρά και η ορατότητά μου επέτρεψε να δω το πλοίο σε όλο του το μήκος, σχεδόν 50 μέτρα. Δεν ήθελα απλώς, έπρεπε να μάθω περισσότερα για το ναυάγιο».
Καθημερινές ανακαλύψεις
Οπως διαπίστωσε ο Αυστραλός αρχαιολόγος, ενώ όλοι στην περιοχή γνώριζαν την ύπαρξή του –κάποιοι μάλιστα έκαναν και snorkeling εκεί– κανείς δεν ήξερε πολύ περισσότερα από το ότι βυθίστηκε στη διάρκεια της μάχης της Κρήτης τον Μάιο του ’41. Κάθε μέρα μετά την ανασκαφή στην αρχαία πόλη, ο Μάικλ επέστρεφε στον χώρο του ναυαγίου προκειμένου να μάθει περισσότερα· ή οδηγούσε μέχρι τα γύρω χωριά παρέα με την κ. Χατζηδάκη για να ανακαλύψει τυχόν επιζώντες της μάχης της Κρήτης ή και μάρτυρες του ναυαγίου. Τίποτα. Με τις φωτογραφίες του σκάφους και τις μετρήσεις ανά χείρας, ο Μπέντον έφτασε μέχρι τα Εθνικά Αρχεία του Ηνωμένου Βασιλείου στο Λονδίνο. Εκ πρώτης όψεως δεν φαινόταν να υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση για την ταυτότητα του σκάφους, ωστόσο ο Μπέντον επέμεινε.
Πέρασε εβδομάδες σκαλίζοντας τα αρχεία, ώσπου βρήκε ότι το συγκεκριμένο πλοίο είχε κατασκευαστεί κάτω από ένα πέπλο μυστικότητας λίγο μετά την εκκένωση των στρατευμάτων από τη Δουνκέρκη τον Ιούνιο του 1940. «Οπως προέκυψε, ο Τσώρτσιλ συνειδητοποίησε ότι χωρίς ένα συγκεκριμένο τύπο πλοίου, που θα μπορούσε να αποβιβάζει στρατεύματα και εξοπλισμό κατευθείαν στην παραλία και κυρίως να μπορεί να τα περισυλλέγει ξανά, ήταν βέβαιο ότι θα υπήρχε μια νέα “Δουνκέρκη” κάπου αλλού», λέει στην «Κ». Ετσι ο Τσώρτσιλ επέσπευσε την παραγωγή ενός πρότυπου σκάφους, του Tank Landing Craft (TLC), ενός μεταφορικού/αποβατικού πλοίου μήκους 50 μ. Εως εκείνη τη στιγμή στον πόλεμο, οι Γερμανοί δεν είχαν ακόμη σχεδιάσει κάποιο αντίστοιχο σκάφος.
Καθώς η έρευνά του βάθαινε, ο Μπέντον διαπίστωσε ότι όλως περιέργως η θέση του ναυαγίου δεν ήταν επισήμως αναγνωρισμένη, όπως επίσης ότι τα σύγχρονα αρχεία είχαν μεγάλα και αδικαιολόγητα κενά σε ό,τι αφορά τις επιχειρήσεις στην Ελλάδα και στην Κρήτη. Πέντε από τα 18 TLC αρχικά στάλθηκαν στη Μέση Ανατολή και ήταν έτοιμα για υπηρεσία τον Απρίλιο του ’41. Η πρώτη τους αποστολή ήταν να μεταφέρουν προμήθειες και οπλισμό στους πολιορκημένους στρατιώτες του Τομπρούκ της Λιβύης. (Σ.σ. Το 1941 και για 241 ημέρες, μεταξύ Απριλίου και Δεκεμβρίου, δυνάμεις του Αξονα πολιόρκησαν θύλακο Συμμάχων στο Τομπρούκ. Στην πολιορκημένη πόλη υπήρχαν 27.000 στρατιώτες –Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Βρετανοί, Ινδοί, Πολωνοί και Τσεχοσλοβάκοι– που για να επιβιώσουν κρύβονταν σε λαγούμια στο έδαφος.)
Κατόπιν εστάλησαν στη Σούδα, με στόχο να προετοιμαστούν για να βοηθήσουν τα στρατεύματα της Κοινοπολιτείας να εκκενώσουν την ηπειρωτική Ελλάδα όπου είχαν εισβάλει οι Γερμανοί. «Το ναυάγιο πάνω από το οποίο κολύμπησα εκείνη την ημέρα ήταν ένα από αυτά τα πλοία». Το σκάφος ήταν μέρος ενός ξεχασμένου στολίσκου. Η μυστικότητα γύρω από την παραγωγή και την ανάπτυξη αυτών των πλοίων ήταν τέτοια που ελάχιστα πράγματα είχαν καταγραφεί γι’ αυτά σε επίσημα έγγραφα και ημερολόγια. Το σκάφος αυτό ταξίδεψε μέχρι την Ελλάδα επιφορτισμένο με μια αποστολή διάσωσης χωρίς στήριξη και χωρίς παρακολούθηση. Το μόνο που βρέθηκε ήταν μια αναφορά στη London Gazette, από το 1948: πιθανότατα τα σκάφη αυτά βούλιαξαν από αεροπορικά πυρά.
Ξετυλίγοντας το κουβάρι μέσα από την αφήγηση του πλοιάρχου
Ο Μάικλ Μπέντον, όμως, δεν είχε ολοκληρώσει την «ανασκαφή» του. «Δουλεύω ως αρχαιολόγος εδώ και 40 χρόνια και η ερώτηση που ακούω πιο συχνά από μη αρχαιολόγους είναι “ποια είναι η πιο πολύτιμη ανακάλυψή σου;”. Η πιο συναρπαστική μου ανακάλυψη υπήρχε ο εντοπισμός και η συνάντηση του πλοιάρχου του ναυαγίου στη Φαλάσαρνα», λέει στην «Κ». Χωρίς να περιμένει πολλά, ο Μπέντον είχε θέσει μια γενική ερώτηση για τα TLC στη Μεσόγειο σε ένα ιντερνετικό φόρουμ για το Βασιλικό Ναυτικό. Η απάντηση ήρθε σε λιγότερο από μία ώρα: «Α, ξέρω έναν που ξέρει κάποιον που μένει δίπλα από έναν πλοίαρχο αποβατικού σκάφος του Β΄ Π.Π. Είναι ωραίος τύπος απ’ ό,τι έχω ακούσει».
Ο Τζον Ντίγκμπι Σάτον ήταν 93 όταν ο Μάικλ Μπέντον τον συνάντησε στο σπίτι του στο Λέστερ. Για το επόμενο διάστημα οι δυο τους θα συναντιόνταν τακτικά, συχνά στην τοπική παμπ, όπου συνοδεία μπίρας ο Σάτον ξετύλιγε το κουβάρι των περιπετειών του. Ηταν μόλις 21 όταν βρέθηκε στη Μέση Ανατολή. Οπως του είπε, το TLC ήταν χωρητικότητας 6 μεσαίων τανκ ή 900 ατόμων. «Μια νύχτα του Απριλίου του ’41 ο Τζον είχε εκκενώσει από το Πόρτο Ράφτη πάνω από 2.500 Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς και Βρετανούς». Ηταν στη Σούδα όταν στις 28 Μαΐου έλαβε διαταγή να προσεγγίσει τα Σφακιά ώστε να διασώσει στρατιώτες των Συμμάχων. «Καθώς τα πλοία αυτά ήταν πολύ αργά και μετέφεραν τραυματισμένους στρατιώτες, ο Τζον αποφάσισε να ταξιδέψει νύχτα. Το πρωί της επόμενης ημέρας είχε φτάσει στη Φαλάσαρνα, κοντά στον γκρεμό όπου είναι η ακρόπολη της αρχαίας πόλης. Το πλήρωμα και οι επιβάτες κρύφτηκαν στη στεριά περιμένοντας να νυχτώσει. Ομως λίγο αργότερα ένα γερμανικό αεροσκάφος που πετούσε χαμηλά εντόπισε το TLC και κάλεσε τα βομβαρδιστικά Stuka. Χρειάστηκαν τρεις γύροι επίθεσης, αλλά τελικά το σκάφος τυλίχτηκε στις φλόγες. Οι περισσότεροι πιάστηκαν αιχμάλωτοι, αν και κάποιοι κατάφεραν να διασωθούν χάρη στη βοήθεια των ντόπιων».
Ο Σάτον βρέθηκε στη μάχη μόνο λίγες εβδομάδες, ωστόσο του είχε απονεμηθεί το παράσημο DSO (Distinguished Service Order), το δεύτερο υψηλότερο μετάλλιο ανδρείας. «Οταν του είπα ότι πρόσθεσε ένα ακόμη κεφάλαιο στην ιστορία της Φαλάσαρνας, που εκτεινόταν για 3.000 χρόνια, έδειξε να χαίρεται», λέει ο Μπέντον, που συνέχισε να ταξιδεύει για να συναντά τον Τζον ακόμη και όταν η «ανασκαφή» για το ναυάγιο τελείωσε. Οι δυο τους έγιναν καλοί φίλοι μέχρι τον θάνατο του Σάτον, στα 97 του, πριν από λίγα χρόνια.
«Δεν ανακάλυψα λοιπόν εγώ το ναυάγιο. Το μόνο που έκανα ήταν να ανακαλύψω την ιστορία πίσω του», καταλήγει ο Μάικλ. «Να βάλω ένα σκουριασμένο ανώνυμο σκάφος σε ένα πλαίσιο. Κάπως έτσι δίνεται σημασία και νόημα και στο πλήρωμα και στους επιβάτες του. Οι ιστορίες γύρω από τον Β΄ Π.Π. είναι σήμερα στη λεπτή γραμμή ανάμεσα στη μνήμη και στον μύθο, κάθε μαρτυρία από πρώτο χέρι που δεν καταγράφεται θα χαθεί για πάντα. Μια ιστορία ειπωμένη γίνεται μια ζωή βιωμένη».
Λίνα Γιάνναρου
Καθημερινή