Σήμερα, Τρίτη 4 Ιουλίου, σύμφωνα με το εορτολόγιο του 2023 τιμάται η μνήμη των Ιερομαρτύρων Δονάτου Θεοφίλου Θεοδότου και Θεοδώρου, Μαρτύρων Κυπρίλλης και Αρόας, Λουκίας και Απολλωνίου καθώς και του Αγίου Ανδρέα του Ιεροσολυμίτη Αρχιεπισκόπου Κρήτης.
Άγιος Ανδρέας ο Ιεροσολυμίτης Αρχιεπίσκοπος Κρήτης
Ο επίσκοπος Κρήτης Ανδρέας (660-740) ήταν Αρχιεπίσκοπος Κρήτης, ρήτορας και έξοχος υμνογράφος και ασματογράφος της βυζαντινής μουσικής. Επίσης είναι Άγιος της Εκκλησίας, ο οποίος τιμάται στις 4 Ιουλίου.
Γεννήθηκε το έτος 660 περίπου στη Δαμασκό. Έζησε τον περισσότερο χρόνο της ζωής του στη Συρία και την Παλαιστίνη. Οι γονείς του Γεώργιος και Γρηγορία προσέφεραν πολύ νωρίς τον Ανδρέα στην Εκκλησία, ως μια πράξη αφιέρωσης και ευγνωμοσύνης στον Θεό, επειδή μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών, σύμφωνα με τους βιογράφους του, ήταν άλαλος. Στην ηλικία των δεκαπέντε ετών πήγε με τους γονείς του στην Ιερουσαλήμ. Ο τότε Πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεόδωρος, τον έθεσε υπό την προστασία του και τον κείρει μοναχό το 678, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών. Συγχρόνως χειροτονείται σε διάκονο. Θα προαχθεί σε αξιωματούχο της Πατριαρχικής αυλής λαμβάνοντας τη θέση του νοτάριου. Θα ασχοληθεί με ιδιαίτερο ζήλο στην οργάνωση της φιλανθρωπίας στην πόλη των Ιεροσολύμων. Το όνομά του έχει συνδεθεί με τις εργασίες της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, στην Κωνσταντινούπολη, στις οποίες συμμετείχε, σύμφωνα με τους συναξαριστές του, ως εκπρόσωπος του Θεόδωρου Ιεροσολύμων. Όμως από τα πρακτικά της συνόδου δεν επιβεβαιώνεται κάτι τέτοιο. Ο Ανδρέας μόλις είχε καρεί μοναχός και ήταν εικοσαετής χωρίς πείρα δημοσίων σχέσεων για να μπορεί να του αναθέσει μια τέτοια αποστολή. Αντίθετα, θα μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη το 685 προκειμένου να επιδώσει γραπτή ομολογία πίστεως στις αποφάσεις της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου, για λογαριαμό του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. Θα παραμείνει εκεί διότι η Ιερουσαλήμ είχε περιέλθει στους Άραβες. Στην Κωνσταντινούπολη, μεταξύ 690 και 695, θα του δοθεί το οφφίκιο του διακόνου της Μεγάλης Εκκλησίας με ειδική τελετή και προχείριση, ενώ θα του ανατεθεί και η ευθύνη φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, ενός ορφανοτροφείου και ενός πτωχοκομείου.
Αρχιεπίσκοπος Κρήτης
Στην Αρχιεπισκοπή Κρήτης πρέπει να τοποθετήθηκε μεταξύ 700 και 710. Εξελέγη για τη μητρόπολη Γόρτυνος έδρα του τότε αρχιεπισκόπου, ο οποίος προήδρευε δωδεκαμελούς ιεραρχίας. Η δράση που ανέπτυξε ήταν πολυμερής: με κηρύγματα επικοινωνεί με το πόιμνιό του, κτίζει νέους ναούς, ανοικοδομεί παλαιούς, οργανώνει φιλανθρωπικά ιδρύματα, βοηθά σε έκτακτες καταστάσεις, επιδημίες, ανομβρίες, ληστρικές επιθέσεις των Σαρακηνών.
Σύμφωνα με τον Θεοφάνη τον Ομολογητή, θα εξαναγκασθεί από τον αυτοκράτορα Φιλιππικό να συνεργήσει στη Σύνοδο του 712 στην Κωνσταντινούπολη η οποία καταδίκασε την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο, και αποκατέστησε τον Μονοθελητισμό. Πάντως μετά την πτώση του Φιλιππικού θα αποκηρύξει την υπογραφή του, η οποία «ήταν προϊόν εξαναγκασμού και όχι προσωπικής του τοποθέτησης», άλλωστε καμία απόκλιση προς τον Μονοθελητισμό δεν εντοπίζεται στα συγγράμματά του. Επιπλέον η πρώιμη αγιοποίησή του δείχνει πως για την Εκκλησιαστική συνείδηση δεν υπήρχε καμία αμφιβολία για την ορθοδοξία του. Λίγο πριν από τον θάνατό του θα μεταβεί στην Κωνσταντινούπολη και επιστρέφοντας στην Κρήτη, σταθμεύοντας για λίγο στη Μυτιλήνη, στο λιμάνι της Ερεσσού θα αποβιώσει και το σώμα του θα θαφτεί στο ναό της Αγίας Αναστασίας. Ο θάνατός του επήλθε το 740.