Υβριδικοί σταθμοί στα Αστερούσια:
Ύβρις για τα Αστερούσια και την κοινή λογική!
Η ΟΠΗ είναι κατηγορηματικά αντίθετη με την αδειοδότηση του έργου στα Αστερούσια διότι η μελέτη του έργου βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα περιβαλλοντικά, τα χωροταξικά και τα αναπτυξιακά δεδομένα της Κρήτης. Οι «υβριδικοί σταθμοί» είναι ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός ενεργειακών έργων αποθήκευσης ενέργειας και δεν είναι δυνατόν να αδειοδοτούνται κατ’ εξαίρεση μόνο στην Κρήτη, η οποία αντιμετωπίζεται ταυτόχρονα και ως μη διασυνδεδεμένο και ως συνδεδεμένο νησί!
Τη Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου συζητείται στην Επιτροπή Περιβάλλοντος της Περιφέρειας Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων της εταιρείας «Ακτίνα Κρήτης Α.Ε.» για την κατασκευή Υβριδικών Σταθμών και Υποσταθμού Ανύψωσης Μέσης/Υψηλής Τάσης σε επτά (7) θέσεις, «Αγκινάρα, Άνω Καστελλιανά, Κάτω Καστελλιανά, Κάτω Καστελλιανά Νότια, Άγιος Γεώργιος, Μετόχι και Χούλι» των Δήμων Μινώα Πεδιάδας και Αρχανών – Αστερουσίων.
Πρόκειται για ένα έργο που περιλαμβάνει αιολικό σταθμό 8 ΜW με 4 ανεμογεννήτριες των 2,2 ΜW, 86.847 πλαίσια φωτοβολταϊκών συνολικής ισχύος 39,95 MW και 125 containers συσσωρευτών συνολικής ισχύος 22 MW και που αναπτύσσεται σε 1.889.000 τ.μ. από τα οποία θα περιφραχτούν 455.000 τ.μ. Οι εγκαταστάσεις αυτές βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τους οικισμούς Άνω και Κάτω Καστελλιανά, δυτικά του δρόμου που οδηγεί στον Τσούτσουρα, ενώ στο χάρτη της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας εμφανίζονται δύο ακόμα έργα αποθήκευσης με άδειες παραγωγής, όμορα με τα προηγούμενα, της εταιρείας «Αιολική Θεοδώρων Α.Ε.», στις θέσεις «Παλαικίθια» και «Μίντρης», καθένα με συσσωρευτές ισχύος 18 MW και φωτοβολταϊκά 10 MW.
Η Οικολογική Παρέμβαση Ηρακλείου πριν από ένα χρόνο υπέβαλε τις απόψεις της στην Περιφέρεια Κρήτης, τους Δήμους Μινώα Πεδιάδας και Αρχανών – Αστερουσίων και την Αποκεντρωμένη Διοίκηση Κρήτης που αδειοδοτεί το έργο. Σήμερα οι λόγοι που είχαμε αναπτύξει σχετικά με τα έργα αποθήκευσης ενέργειας γίνονται ακόμα πιο επιτακτικοί με βάση νεώτερες νομοθετικές ρυθμίσεις.
1. Οι «υβριδικοί σταθμοί» είναι έργα αποθήκευσης ενέργειας και δεν είναι δυνατόν να αδειοδοτούνται κατ’ εξαίρεση μόνο στην Κρήτη.
Όταν υποβλήθηκε η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων δεν υπήρχε στη χώρα μας ολοκληρωμένο θεσμικό και ρυθμιστικό πλαίσιο για την ανάπτυξη και συμμετοχή μονάδων αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο στην Κρήτη, εδώ και ένα χρόνο διέθεταν άδειες παραγωγής αιολικοί και φωτοβολταϊκοί σταθμοί, ως τμήματα υβριδικών έργων ή έργων αποθήκευσης –ως επί το πλείστον με συσσωρευτές (μπαταρίες) έργα ισχύος 880,94 MW με ισχύ αποθήκευσης 758,93 MW.
Αν στα σύνολα αυτά προστεθούν και οι νέοι φωτοβολταϊκοί σταθμοί που αντιστοιχούν στον ηλεκτρικό χώρο που δημιουργήθηκε από τη μικρή διασύνδεση και που είναι 100 MW για σταθμούς των 400 kv και 40 MW για φωτοβολταϊκά του net-metering, η δυναμικότητα ξεπερνά τα 1000 MW, χωρίς να υπολογίσουμε τα έργα που επιδιώκουν να διασυνδεθούν στη μεγάλη ενεργειακή διασύνδεση. Πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο αριθμό ενεργειακών έργων, δυσανάλογο με την κλίμακα της Κρήτης.
Με νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα από τη Βουλή (ν. 4951/2022, ΦΕΚ Α 129) και αφορά και στα έργα αποθήκευσης ενέργειας, τα έργα κατατάσσονται σε κατηγορίες είτε ως έργα αποθήκευσης ενέργειας (μόνο συσσωρευτές) είτε ως έργα αποθήκευσης με χρήση ΑΠΕ. Για όλα αυτά τα έργα οι επενδυτές κλήθηκαν να συμπληρώσουν τους φακέλους τους με πολλά νέα στοιχεία με σκοπό να εκδοθούν γι’ αυτά νέες άδειες παραγωγής. Αυτό σημαίνει ότι αυτήν τη στιγμή δεν υπάρχει καμία εταιρεία σε όλη τη χώρα που να κατέχει άδεια παραγωγής έργου αποθήκευσης ηλεκτρικής ενέργειας, σε ισχύ.
Ωστόσο, ο ίδιος νόμος διαχωρίζει τους υβριδικούς σταθμούς από τους σταθμούς αποθήκευσης ενέργειας (άρθρο 3 – Ορισμοί) και εντελώς καταχρηστικά ορίζει ως «Υβριδικό σταθμό» «κάθε σταθμό παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που εγκαθίσταται σε μη διασυνδεδεμένο αυτόνομο νησιωτικό σύστημα και στην Κρήτη»! Διαχωρίζει δηλαδή τους υβριδικούς σταθμούς από τα έργα αποθήκευσης με χρήση ΑΠΕ, παρά το γεγονός ότι δεν διαφέρουν μεταξύ τους και παράλληλα, εξομοιώνει τους υβριδικούς σταθμούς των μικρών νησιών που δεν είναι συνδεδεμένα ή δεν πρόκειται να διασυνδεθούν ποτέ λόγω μεγέθους, με τα φαραωνικά έργα υβριδικών σταθμών που διεκδικούν την εγκατάστασή τους στην Κρήτη. Κι αυτό καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο για την Κρήτη!
Επιπλέον, τον Ιούλιο του 2021 η ΡΑΕ αποφάσισε τη χρηματοδότηση μελέτης σχετικά με την «Διερεύνηση του νέου τρόπου λειτουργίας, των αναγκαίων εφεδρειών ισχύος, των περιθωρίων εγκατάστασης νέων μονάδων διεσπαρμένης παραγωγής στο σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας της Κρήτης σε συνέχεια της διασύνδεσης με το ηπειρωτικό σύστημα». Στη μελέτη αυτή θα εκτιμηθούν τα επιπλέον περιθώρια ένταξης και λειτουργίας όχι μόνο αιολικών και φωτοβολταϊκών σταθμών, αλλά και υβριδικών σταθμών και λοιπών συστημάτων παραγωγής. Η μελέτη αυτή δεν έχει ακόμα δημοσιοποιηθεί και δεν γνωρίζουμε τα αποτελέσματά της.
Θεωρούμε λοιπόν, ότι δεν θα πρέπει να προχωρήσει η περεταίρω αδειοδότηση έργων αποθήκευσης –όπως κι αν αυτά ονομάζονται- και ότι η Περιφέρεια Κρήτης θα πρέπει να παρέμβει ενεργά έτσι ώστε αυτά τα έργα να μην αποτελέσουν ένα νέο κύκλο ενεργειακών έργων που αδειοδοτούνται χωρίς κανένα σχεδιασμό με μοναδική προτεραιότητα την ετοιμότητα των επενδυτών, που θα κατακερματίσουν τη γη, τις παραγωγικές δραστηριότητες, τα οικοσυστήματα και το κρητικό τοπίο.
2. Η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων έχει συνταχθεί με σκοπό την ενίσχυση της ηλεκτροπαραγωγής στο μη διασυνδεδεμένο σύστημα της Κρήτης, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη η πλήρης διασύνδεση της Κρήτης.
Στη ίδια τη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων αναφέρεται ρητά ότι «Η κατασκευή των Υβριδικών Σταθμών αποσκοπεί στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με την αξιοποίηση του ηλιακού και αιολικού δυναμικού του Ηρακλείου με σκοπό την ενίσχυση της ηλεκτροπαραγωγής στο μη διασυνδεδεμένο σύστημα της Κρήτης.»
Είναι γνωστό ότι για πολλά χρόνια η υποστήριξη των υβριδικών σταθμών ήταν συνδεδεμένη με την προοπτική ενός αυτόνομου ηλεκτρικού συστήματος της Κρήτης. Σήμερα όμως που υλοποιούνται οι διασυνδέσεις, και το σύστημα της Κρήτης ενοποιείται με το σύστημα της ηπειρωτικής χώρας δεν είναι δυνατόν η Κρήτη να αντιμετωπίζεται ταυτόχρονα και ως μη διασυνδεδεμένο και ως συνδεδεμένο νησί και να αδειοδοτούνται και υβριδικά έργα και έργα αποθήκευσης.
3. Η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα περιβαλλοντικά, τα χωροταξικά και τα αναπτυξιακά δεδομένα της Κρήτης.
Στη Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων αναφέρεται ότι σύμφωνα με το εγκεκριμένο Περιφερειακό Πλαίσιο Χωροταξικού Σχεδιασμού και Αειφόρου Ανάπτυξης της Περιφέρειας Κρήτης, «τμήματα των περιοχών ενδιαφέροντος των έργων βρίσκονται εντός Περιοχής αναζήτησης γεωργικής γης πρώτης προτεραιότητας», ενώ δεν αναφέρεται ότι η περιοχή περιλαμβάνεται στις «Περιοχές δικτύου πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς». Η οροσειρά των Αστερουσίων αποτελεί μια ενιαία βιογεωγραφική και οικολογική περιοχή τεράστιας σημασίας για τη βιοποικιλότητα, μια από τις πλέον αδιατάραχτες περιοχές της Κρήτης, ενώ στην περιοχή εγκατάστασης του έργου που αποτελεί τμήμα των ανατολικών Αστερουσίων, έχει καταγραφεί μόνιμη παρουσία όρνιων (Gyps fulvus) που τρέφονται ή κουρνιάζουν εκεί.
Είναι απόλυτα ξεκάθαρο λοιπόν, το ποια είναι η αναπτυξιακή προοπτική της περιοχής έτσι όπως περιγράφεται μέσα από το Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο, αλλά και επόμενους σχεδιασμούς, όπως το Στρατηγικό Σχέδιο της Περιφέρειας Κρήτης 2020 -2023 και η ένταξη των Αστερουσίων στο Παγκόσμιο Δίκτυο Αποθεμάτων Βιόσφαιρας της UNESCO (MaB) και είναι επίσης ξεκάθαρο ότι η προοπτική αυτή δεν συνάδει με τους στόχους και τους σκοπούς των υβριδικών έργων στην περιοχή.
Παρ’ όλα αυτά όμως, από την Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων διατυπώνεται ότι «Στις περιοχές ενδιαφέροντος των έργων δεν υπάρχουν προγράμματα, σχέδια ή έργα οικονομικής ανάπτυξης». Ουσιαστικά η ΜΠΕ προτείνει όχι μόνο αλλαγή της χρήσης γης –για την οποία κατά τ’ άλλα δεν αποδέχεται ότι συμβαίνει, όπως επαναλαμβάνει σε πάμπολλα σημεία της μελέτης- αλλά και αλλαγή του αναπτυξιακού πρότυπου της Περιφέρειας Κρήτης, όπως έχει διαμορφωθεί μέσα από το Περιφερειακό Χωροταξικό Πλαίσιο και τα άλλα εργαλεία περιφερειακής αναπτυξιακής πολιτικής. Κι αυτό για ένα έργο που δεσμεύει μια τεράστια έκταση γης, καταστρέφει το φυσικό περιβάλλον, ανατρέπει το τοπίο, υποκαθιστά την ανάπτυξη του πρωτογενούς και του ήπιου τουρισμού. Επιπλέον η ΜΠΕ διαβεβαιώνει ότι «Απώλεια θέσεων εργασίας λόγω της κατασκευής και της λειτουργίας των έργων δεν θα προκληθεί σε καμία περίπτωση» ενώ αυτό που προσφέρει ως «μοχλό κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής» είναι μόνο 8 θέσεις εργασίας κατά τη λειτουργία του και το ειδικό τέλος του 3% επί της τιμής πώλησης της ηλεκτρικής ενέργειας.
Για όλους τους παραπάνω λόγους είμαστε κατηγορηματικά αντίθετοι με την περεταίρω αδειοδότηση του έργου.
Οικολογική Παρέμβαση Ηρακλείου