Mετά από 30 μέρες νοσηλείας στην κλινική covid-2 του Γενικού Νοσοκομείου Χανίων, ο πατέρας Αλέξανδρος Φαντάκης την Κυριακή έλαβε εξιτήριο και πλέον αναρρώνει στο σπίτι του, στο Καστέλι. Ανανεωμένος και αποφασισμένος να αλλάξει τρόπο ζωής, στέλνει μήνυμα εμβολιασμού και σεβασμού στην επιστήμη ενώ μιλά με συγκίνηση για τους ενορίτες του στα Φαλελιανά και τον Δραπανιά που τον περιμένουν για να ακούσουν το «Χριστός Ανέστη».
Η τηλεφωνική μας συνομιλία διακόπτεται αρκετές φορές από γείτονες που του πηγαίνουν από την μπαλκονόπορτα «πεσκέσια» για να δυναμώσει, γάλα, αυγά, αγκινάρες ενώ όπως μας λέει για εκείνον «ήταν ευλογία» που ενώ αρρώστησε, δεν κόλλησε κανέναν από τους δικούς του.
Πότε νιώσατε τα πρώτα συμπτώματα και ποια ήταν αυτά;
Από την Πέμπτη 8 Απριλίου ένιωσα αδιαθεσία ότι κάτι δεν πάει καλά, το βράδυ είχα ρίγος και σκέφτηκα πως κρύωσα. Την Παρασκευή το βράδυ πριν τους Δ’ χαιρετισμούς είχα πυρετό, δεν πήγα στην εκκλησία. Μου είπαν οι γιατροί να παραμείνω μέσα μέχρι και την Τρίτη που έκανα το τεστ. Βγήκα θετικός και παρέμεινα σε απομόνωση μέσα στο σπίτι σε ένα δωμάτιο και με ξεχωριστό μπάνιο. Την Παρασκευή όμως που έκαναν όλοι το τεστ, η γυναίκα μου, ο γιος μου, οι γονείς μου και ήταν όλοι αρνητικοί, τότε πήγα κατευθείαν στο νοσοκομείο.
Πώς νιώσατε τότε, πώς αντιδράσατε;
Ένιωσα να λυτρώνομαι που δεν κόλλησε κανείς. Ήταν ευλογία για ‘μένα ότι τουλάχιστον δεν το μετέδωσα σε κανέναν. Ούτε σε μέλος της οικογένειάς μου ούτε στους ενορίτες με τους οποίους είχα συναναστραφεί και τους ενημέρωσα αμέσως να κάνουν τεστ.
Είχα ήδη αρχίσει να επιδεινώνομαι οπότε πήγα αμέσως στο νοσοκομείο.
Εκεί τι σας είπαν, σας έκαναν αμέσως εισαγωγή;
Όπως διαπιστώθηκε είχα ήδη πνευμονία, με έβαλαν αμέσως στην Covid-2 με μάσκα και λίγο αργότερα στο High Flow, δηλαδή στο κρεβάτι μπρούμυτα σε ένα μηχάνημα που έστελνε ζεστό οξυγόνο στους 36 βαθμούς στους πνεύμονές μου. Παρέμεινα έτσι 11 μέρες, μπρούμυτα με τα χέρια να κρέμονται προς τα κάτω.
Μέχρι και την τέταρτη μέρα, δεν πήγαινα καλά και μου είπαν οι γιατροί ότι εξέταζαν τη μεταφορά μου στη ΜΕΘ. Την πέμπτη μέρα, μου είπαν ότι ο οργανισμός μου αντέδρασε μου είπαν «μπράβο, διότι ήσουν συνεργάσιμος, δέχτηκες τα φάρμακα και δεν έφερες καμία αντίδραση». Μετά έμαθα φοβερά πράγματα, ότι ασθενείς δεν δέχονταν τα φάρμακα, ζητούσαν να τα ελέγχουν, απειλούσαν με μηνύσεις. Μα είναι δυνατόν;
Πώς ήταν η κατάσταση μέσα στην κλινική;
Στο δωμάτιο βρήκα τον Σταύρο και τον Σήφη δύο νέους ανθρώπους που με βοήθησαν πάρα πολύ. Μόλις αυτοί ανάρρωσαν και έφυγαν, με πήγαν σε άλλο δωμάτιο με κάποιους μεγαλύτερους. Εκεί μέσα νιώθεις την απόλυτη μοναξιά και την απόλυτη αλληλεγγύη.
Ο ένας βοηθούσε τον άλλον, όπως στην Σπιναλόγκα, γιατί ξέρεις εκεί, δεν πλησιάζει κανείς. Μπαίνουν οι νοσηλευτές ανά τρίωρο, θερμόμετρο, πίεση, οξυγόνο.
Ο Γιάννης από την Κάλυμνο, ο Γιώργος και ο Μαθιός από τον Αποκόρωνα, με αυτούς τους τρεις ανθρώπους, εκεί μέσα στον θάλαμο, μπρούμυτα στο κρεβάτι, ξεκινάει η Μεγάλη Εβδομάδα, αρχίζει και η δική μου καταλλαγή.
Πώς βιώσατε τη Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα μέσα στην κλινική;
Ήταν ένα Πάσχα μοναδικό, ανεπανάληπτο. Είχαν λιγοστέψει οι ασθενείς, ακούγαμε την Εκκλησία, εγώ ζητούσα από τους αδελφούς ιερείς και της Μητροπόλεώς μας και συμφοιτητές μου, επισκόπους σε όλη την Ελλάδα, να προσεύχονται για ‘μενα. Έλεγα σε όλους πως είμαι εδώ στο «ξωκλήσι της covid».
Την Κυριακή του Πάσχα μας έφεραν βοδινό, τσουρέκι και αυγό. Δύο ενορίτισσες, η κα Άννα και η κα Μαρία μας είχαν στείλει καλιτσούνια, τα είχαν δώσει στην γυναίκα μου, για το καλό αλλά μόνο δύο, όχι παραπάνω γιατί απαγορευόταν το πολύ αλάτι.
Μετά την Τετάρτη άρχισε πάλι να γεμίζει το δωμάτιο ήρθε ένας παππούς στο δωμάτιο είχε 99 οξυγόνο διότι είχε κάνει και τις δύο δόσεις του εμβολίου. Εμείς που δεν είχαμε κάνει εμβόλιο παλεύαμε με 89 – 90. Αυτός βέβαια αγανακτούσε κι έλεγε πώς έγινε αυτό αφού έχω κάνει και τις δόσεις αλλά εμείς βλέπαμε τη διαφορά.
Πότε νιώσατε ότι νικήσατε τον ιό, ότι το ξεπερνάτε;
Μόλις με έβγαλαν απ΄το μηχάνημα, 11 ημέρες μετά. Αμέσως, το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να κόψω τα μαλλιά μου και τα γένια μου, μόνος μου! Δεν άντεχα τη ζέστη και τον ιδρώτα. Έκανα ένα μπάνιο, ένιωσα ότι ανανεώνομαι. Από ‘κει κι έπειτα, μετρούσα πόσοι έφευγαν. Μετρούσα κι έλεγα πότε θα ‘ρθει η ώρα μου. Είχαν φύγει 12.
Τώρα πώς είστε, τι αφήνει πίσω αυτή η περιπέτεια;
Σίγουρα είμαι καλύτερα, είμαι στο σπίτι, παίρνω φαρμακευτική αγωγή και σιγά- σιγά δυναμώνω. Μπήκα στο νοσοκομείο 110 κιλά, έφυγα 95, εντελώς αλλαγμένος. Θέλω να αλλάξω τη ζωή μου να ζήσω πιο ανθρώπινα, να χαρώ την οικογένεια, τη ζωή, την ενορία μου. Εννοώ σε θέμα υγείας και τρόπου ζωής γιατί με τους πιστούς ήμουν πάντα κοντά.
Μου λένε πως με βλέπουν ανανεωμένο ενώ οι άλλοι βγαίνουν γερασμένοι και χαίρομαι. Θέλω να το διατηρήσω αυτό.
Τι μήνυμα στέλνετε στους πολίτες που έχουν να διαχειριστούν μια καθημερινότητα χωρίς προηγούμενο;
Το μήνυμα είναι πως δεν είναι ανίκητος ο ιός. Είναι όμως μια πραγματικότητα. Είναι ένας ιός φοβερός είναι πολύ δυνατός, θέλει να σε σκοτώσει, γι’ αυτό σε χτυπά στα ζωτικά όργανα. Οι άνθρωποι που έχουν κάνει το εμβόλιο, είδα με τα μάτια μου ότι αντέχουν. Και να κολλήσουν, θα το περάσουν.
Ο άνθρωπος έχει φοβερές δυνάμεις, τις ανακαλύπτει τις δύσκολες ώρες και μπορεί και επιβιώνει. Δυνάμεις να αντέξει ο,τιδήποτε του ζητήσουν οι γιατροί, δυνάμεις να προσφέρει. Να έχουμε εμπιστοσύνη στους γιατρούς, σεβασμό και υπακοή. Ο παππούς που είχε κάνει το εμβόλιο ανέπνεε ενώ εγώ δυσκολευόμουν, αυτό θέλω να τονίσω.
Μήνυμα για το Ε.Σ.Υ.
Κλείνοντας ο π. Αλέξανδρος εκφράζει θερμές ευχαριστίες στην προϊσταμένη της κλινικής covid, όλους τους νοσηλευτές, τους γιατρούς της covid 2 τους γιατρούς της covid 1, «τους ανθρώπους που καθαρίζουν, που μπαίνουν μέσα και πιάνουν τα δικά μας ιατρικά απόβλητα, τους τραπεζοκόμους, τους ανθρώπους που ήταν έξω από τους θαλάμους και κατέγραφαν το παραμικρό», το προσωπικό και την διεύθυνση του κέντρου υγείας Κισσάμου.
«Ευχαριστώ τον Αναστάντα Κύριο μας την Παναγία Μητέρα του και αγίους της εκκλησίας μας ιδιαίτερα τον αγ. Νικηφόρο το Λεπρό που είχα διαρκώς την εικόνα του πάνω στα πνευμόνια μου. Τον Μητροπολίτη Κισσάμου και Σελίνου κ.Αμφιλόχιο για την αγάπη, την στήριξη, το αμέριστο ενδιαφέρον, την πατρική του αγωνία και την επικοινωνία του με το νοσοκομείο να ρωτά τους ν τον ιατρό και τον ιερέα, γιατρό και μοναχό στην Μονή Γωνιάς, πατέρα Χρύσανθο».
Ακόμη στέλνει το δικό του μήνυμα για ενίσχυση του εθνικού συστήματος υγείας: «Οι νοσηλευτές εκεί είναι ήρωες. Είδα ανθρώπους να καταρρέουν. δίπλα μου, πώς να αντέξουν με τόση ζέστη μέσα στην πλαστική σακούλα. Ξέρω ότι και στο προσωπικό κάποιοι κόλλησαν. Έμαθα δυστυχώς ότι πολλοί εργαζόμενοι εκεί είναι με σύμβαση. Έχω σκοπό να γράψω στον υπουργό τον κ. Κικίλια. Διότι αυτοί είναι ήρωες Δεν μπορεί να είναι στην πρώτη γραμμή του πολέμου και να είναι με σύμβαση».